Μέχρι τώρα είχαμε εξοικειωθεί με άρθρα και ειδήσεις σχετικά με την ευρύτερη έννοια του εμπορικού πολέμου. Ενός πολέμου που λαμβάνει διάφορες μορφές. Από την επιβολή δασμών, μέχρι την εφαρμογή χρονοβόρων και απαγορευτικών διαδικασιών για τις εισαγωγές. Και από την υιοθέτηση ορίων στους όγκους των εμπορευμάτων, μέχρι το πλήρες εμπάργκο σε προϊόντα τεχνολογίας.
Μεγάλες πρωταγωνίστριες, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σε έναν πόλεμο που προς το παρόν δεν έχει εμφανίσει ξεκάθαρα νικητές και ηττημένους. Μέχρι στιγμής, από τα απόνερα αυτού του πολέμου, φαίνεται ότι βάλλονται περισσότερο η αμερικανική αγροτική οικονομία και η ψηφιακή και τεχνολογική παραγωγική αλυσίδα της Κίνας. Όμως και οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περνούν μέσα από χίλια κύματα, με τον Λευκό Οίκο να επιβάλει δασμούς στα κόκκινα Γαλλικά κρασιά και στα Γερμανικά πλυντήρια πιάτων.
Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ακόμα και τους εμπορικούς αποκλεισμούς, ως μέρος των εμπορικών πολέμων. Τέτοια παραδείγματα μεταξύ άλλων, αποτελούν οι αποκλεισμοί της Κούβας, της Βενεζουέλας, της Βόρειας Κορέας και του Ιράν από τις ΗΠΑ και της Ταϊβάν από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που έχουν ως σκοπό την άσκηση πολιτικής πίεσης.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε έναν σχετικά νέο πόλεμο, τον πετρελαϊκό πόλεμο. Έναν πόλεμο, που αποτελείται από ένα σύστημα εξισώσεων με πολλούς παράγοντες, πολλές μεταβλητές και πολλούς αγνώστους.
H ευάλωτη ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην τιμή του μαύρου χρυσού διατηρείται εδώ και χρόνια έχοντας δοκιμαστεί μέσα από δεκάδες γεωπολιτικά γεγονότα, πολέμους, συρράξεις, εντάσεις και πιέσεις. Η πανδημία του covid-19, ήρθε για να διαταράξει πλήρως το υπάρχον πετρελαϊακό οικοσύστημα.
H κατακόρυφη πτώση της ζήτησης για καύσιμα, λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης τόσο στον βιομηχανικό τομέα, όσο και στον τομέα των μεταφορών, έφεραν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες μπροστά στη γνωστή πρακτική χειραγώγησης των τιμών μέσω της μείωσης της παραγωγής.
Όμως, οι παραγωγοί πετρελαίου δεν έχουν κοινά συμφέροντα. Δεν έχουν τα ίδια εξορυκτικά κόστη. Δεν έχουν οι οικονομίες τους την ίδια εξάρτηση από τα έσοδα του πετρελαίου. Κάποιοι παραγωγοί είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι καταναλωτές, οπότε εξαρτάται συνολικότερα η οικονομία τους από τις τιμές. Κάποιοι άλλοι παραμένουν κυρίως παραγωγοί.
Η αρχική συμφωνία του OPEC+, που περιλαμβάνει πλέον όχι μόνο τα 13 κράτη μέλη του OPEC (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών), αλλά και τα 10 κράτη μέλη του Vienna Group, μεταξύ των οποίων και τη Ρωσία, οδηγούσε στην μείωση της παραγωγής σε μια προσπάθεια συγκράτησης των τιμών.
Οι χαμηλές τιμές δεν πλήττουν όμως μόνο την Ρωσία, της οποίας η οικονομία βασίζεται καθ’ ολοκληρίαν στην εκμετάλλευση του υπεδάφους της. Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, οι χαμηλές τιμές ενδεχομένως να οδηγήσουν σε πτώχευση τους σχιστολιθικούς παραγωγούς (shale oil), γεγονός που θα επηρεάσει άμεσα το τραπεζικό σύστημα και τα χρηματιστήρια. Στον Καναδά, οι μονάδες παραγωγής από πισσώδη άμμο (οil sands, tar sands), είναι σίγουρο ότι δεν θα επιβιώσουν.
Χώρες όπως είναι η Νιγηρία, το Ιράκ και η Αλγερία, των οποίων οι οικονομίες στηρίζονται κατά βάσιν στην εξόρυξη πετρελαίου, θα βρεθούν σε δεινή θέση. Η μεταστροφή του χαρακτήρα της οικονομίας του Ομάν, προς την κατεύθυνση μεγάλων έργων στο χώρο των απορριμμάτων και της επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, ίσως κρατήσει την οικονομία όρθια. Ενώ μικρότερες χώρες όπως είναι η Βενεζουέλα και ο Ισημερινός, είναι πιθανόν και συνεχίσουν να κινούνται στο ίδιο αρνητικό χαοτικό σπιράλ.
Ακόμα και η Σαουδική Αραβία, που εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος παίκτης, για να καλύψει τον βαρύ προϋπολογισμό της, χρειάζεται υψηλότερες τιμές. Στις ΗΠΑ, εκτιμούν ότι οι κινήσεις των Σαουδαράβων στοχεύουν να πλήξουν τη αμερικανική παραγωγή πετρελαίου και γι’ αυτόν τον λόγο ο Λευκός Οίκος απειλεί ότι θα απαγορεύσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τον Περσικό κόλπο. Όμως οι Σαουδάραβες με την πολιτική τους, δεν δημιουργούν προβλήματα μόνο στους Ρώσους και στις ΗΠΑ. Προσπαθούν να εκτοπίσουν από τις παραδοσιακές αγορές τους, κράτη όπως το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, το Μεξικό, ακόμα και την Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το πιθανότερο είναι, ότι πίσω από την μάχη των τιμών του πετρελαίου, υποκρύπτεται ένας πραγματικός πετρελαϊκός πόλεμος, που αφορά στις θέσεις αφετηρίας για τον επόμενο ανοδικό οικονομικό κύκλο. Διότι όποιοι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων αντέξουν να μείνουν όρθιοι στην ύφεση από την πανδημία του covid-19, θα αποτελέσουν τους βασικούς παίκτες της επόμενης ημέρας. Όταν δηλαδή οι ενεργειακές ανάγκες της βιομηχανίας, των μεταφορών, των μετακινήσεων και των νοικοκυριών, επανέλθουν στα προ κρίσεως επίπεδα.
Παράλληλα, αυτός ο πετρελαϊκός πόλεμος μπορεί να κλονίσει τα χρηματιστήρια, το ευάλωτο τραπεζικό σύστημα και να προκαλέσει ευμεγέθεις κρίσεις σε ολόκληρες οικονομίες κρατών, που είναι ευάλωτες και πλήρως εξαρτώμενες από τον μαύρο χρυσό.
Ήδη για παράδειγμα, η οικονομία της επαρχίας Αλμπέρτα του Καναδά, κλυδωνίζεται από τα λουκέτα των μονάδων oil sands. H Βενεζουέλα εκτιμάται ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία, για να ξαναστήσει την πετρελαϊκή υποδομή, στα πόδια της. Το Ιράν, που ήδη πιέζεται από το εμπάργκο των ΗΠΑ, θα δει την παραγωγή του να συρρικνώνεται μέχρι το καλοκαίρι και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να κρατήσει ανοικτές τις πετρελαιοπηγές του. Διότι αν κλείσουν, δύσκολα ανοίγουν ξανά. Το Ιράκ, βασίζει όλη την επανάκαμψη του, στα έσοδα από την άντληση πετρελαίου και οποιοδήποτε πρόβλημα, θα επηρεάσει δυσάρεστα το ρευστό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον και δεν θα επιτρέψει στη χώρα να βγει μέσα από το τούνελ του 15ετούς εμφυλίου πολέμου. Στη Νιγηρία, στην οποία η εξόρυξη πετρελαίου έχει μεταφερθεί σε πλατφόρμες άντλησης στην θάλασσα (offshore drilling), σε μια προσπάθεια αποφυγής του χάους των χερσαίων εγκαταστάσεων, θα υπάρξουν προβλήματα αναχρηματοδότησης των επενδύσεων.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός, ότι οι χαμηλές τιμές, υποβοηθούν σε σημαντικό βαθμό την ανάκαμψη των οικονομιών της Δύσης και της Νοτιοανατολικής Ασίας, στην προσπάθεια τους να βγουν από την ύφεση. Η φθηνή ενέργεια, αποτελεί πλεονέκτημα για τις ενεργοβόρες οικονομίες.
* * *
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.