Του Δημήτρη Καμπουράκη
Μέχρι και μια γενιά πίσω, όταν οι οικογενειακές και κοινωνικές δομές στην χώρα ήταν λιγάκι πιο σφικτές, ο μέσος Έλληνας που δεν έπασχε από καταφανή σύνδρομα, είχε ένα αυτοπροσδιορισμένο όριο για τα λόγια που εκστόμιζε. Αν δεν ήξερε καλά κάτι, αν διέβλεπε την πιθανότητα αυτά που υποστήριζε να διαψευστούν από την ίδια την πραγματικότητα, προτιμούσε να μην μιλήσει "για να μην ξευτιλιστεί".
Ήταν ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας των λογικών ανθρώπων, που όμως πατούσε πάνω σ' ένα στέρεο έδαφος κοινωνικών ηθών. Οι κοινωνίες αντιπαθούσαν σφόδρα όσους αερολογούσαν ή ψεύδονταν συστηματικά, θεωρώντας τους πρόσωπα φαιδρά, άξια μόνο για καζούρα και χλευασμό. Σε κοινωνίες, συχνά σκληρές και συντηρητικές αλλά με εσωτερικό ήθος, η φράση "ο λόγος μου συμβόλαιο" ήταν το σήμα κατατεθέν της στέρεας και έντιμης προσωπικότητας την οποία μπορούσες να εμπιστευτείς με κλειστά μάτια.
Όλα τούτα τα νίκησε ο νεοπλουτισμός, ο επιδερμικός εξευρωπαϊσμός, συνεπικουρούμενοι εσχάτως από την ανωνυμία του internet. Παρά ταύτα, ποτέ άλλοτε σε τούτη τη χώρα τα λόγια δεν έχασαν τόσο την αξία τους όσο τα τελευταία χρόνια. Ποτέ άλλοτε η ατεκμηρίωτη μπουρδολογία δεν έγινε τόσο δημοφιλής, ποτέ άλλοτε η μαξιμαλιστική επιθυμία δεν μεταβλήθηκε τόσο ολοκληρωτικά σε πολιτικό θέσφατο που δεν σήκωνε αντίρρηση. Αυτά ως το 2015. Και μετά, ποτέ άλλοτε τα λόγια και οι διαβεβαιώσεις υπεύθυνης εκλεγμένης κυβερνητικής ηγεσίας δεν έγιναν συνώνυμο του τίποτα.
Οι Έλληνες είχαμε ανέκαθεν μια ροπή προς την ανεδαφική αερολογία. Ο Γάλλος περιηγητής Εντμόν Αμπού, από το 1854 αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν μια Ελλάδα με στρατό 5.000 ανεκπαίδευτων φαντάρων, εκ των οποίων οι 400 ήταν αξιωματικοί και οι 30 στρατηγοί και ναύαρχοι, να διχάζεται για αν η Κωνσταντινούπολη του ενός εκατομμυρίου Τούρκων θα καταληφθεί από ξηράς ή από θαλάσσης. Αν άλλαξε κάτι από τότε είναι ότι αυτά τα έλεγαν τα καφενεία και οι ρούγες με τις ηγεσίες να είναι πιο σοβαρές, ενώ στις μέρες μας τον χορό της αναξιοπιστίας σέρνουν οι ίδιοι οι υπουργοί και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος.
Ας μην απαριθμήσω, δεν έχει νόημα. Από το σχίσιμο των μνημονίων, το "δεν πληρώνω" και τους πλειστηριασμούς, μέχρι το τελευταίο παράδειγμα της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Οι κουβέντες εκστομίζονται με συνείδηση ότι πρόκειται για ψευδολογίες και όταν η πραγματικότητα τα καταρρακώνει, κανένας δεν νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει το γιατί ή να ζητήσει συγνώμη. Αντί αυτού, τα παλαιά ψέματα αντικαθίστανται αστραπιαία με νεότερα, συνοδευμένα από την απαίτηση να γίνονται πιστευτά δίχως αντιρρήσεις λόγω του αορίστου "ηθικού πλεονεκτήματος" της αριστεράς.
Ζούμε και αποδεχόμαστε ως χώρα, αυτό που θα ήταν ανεπίτρεπτο ακόμα και στο ταπεινό χωριό της παλιότερης Ελλάδας. Ο αερολόγος, ο φαφλατάς, ο ψεύτης, ο απατεωνίσκος, όχι μόνο να μην εκδιώκεται κλοτσηδόν από την πλατεία και το καφενείο, αλλά να τον αποδεχόμαστε και ως ηγέτη του οικισμού. Θαρρώ πως η πρώτη επανάσταση με μια νέα κυβέρνηση σ' αυτό τον τόπο, δεν πρέπει να ξεκινήσει ούτε από την ανάπτυξη, ούτε από την παιδεία, ούτε απ' την δημόσια διοίκηση. Το πρώτο που πρέπει να γίνει, είναι να ξαναποκτήσουν τα λόγια των υπεύθυνων ανθρώπων την πραγματική τους αξία. Αυτός που λέει κάτι, να ντρέπεται (μέσα κι έξω του) αν αυτό αποδειχτεί ψεύτικο.