Κάθε κόμμα υπάρχει για να καλύπτει έναν συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό χώρο. Αν στην πορεία αλλάξει ο χαρακτήρας του ή αλλάξουν οι συνθήκες και το ίδιο αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, απομακρύνεται από την κοινωνία και οδηγείται στην εξαΰλωση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΔΗΜΑΡ που ιδρύθηκε ως η «Αριστερά της ευθύνης», διαχωρίζοντας τη στάση της από τον τυχοδιωκτισμό του ΣΥΡΙΖΑ και κατέληξε να επιστρέψει σε αυτόν, εκτός από ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις. Αντίστοιχα και το Ποτάμι που κατάφερε αρχικά να εκφράσει ένα σημαντικό μέρος του μεταρρυθμιστικού κεντρώου χώρου, αδυνατώντας στη συνέχεια να διαχειριστεί πολιτικά την εκπροσώπησή του.
Η συζήτηση για τον, καθοριστικό για τις εξελίξεις, πολιτικό ρόλο του «Κέντρου» ξεκίνησε πολύ πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθύνθηκε στον χώρο αυτό με συγκεκριμένες πολιτικές εξαγγελίες και κινήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στους κεντρώους πολίτες οφείλει όχι μόνον την κοινοβουλευτική του αυτοδυναμία αλλά και την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ που είχε προηγηθεί. Η πορεία υλοποίησης του κυβερνητικού έργου απέδειξε, ωστόσο, ότι η συμβίωση των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών με τον παραδοσιακό κορμό της ΝΔ δεν είναι η πλέον ιδανική. Οι πυρήνες επιρροής των πρώην πρωθυπουργών του κυβερνώντος κόμματος δεν χάνουν ευκαιρία προκειμένου να εκφράσουν τη δυσφορία τους ή ακόμα και να διαφοροποιηθούν.
Η ίδρυση του Κινήματος Αλλαγής δημιούργησε, από την ίδια τη σύνθεση των πολιτικών δυνάμεων που πήραν μέρος στο εγχείρημα, την προσδοκία της συσπείρωσης των σοσιαλδημοκρατικών και των κεντρώων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Στη συνέχεια, ωστόσο, η στρατηγική της προσέλκυσης των μελών και στελεχών που είχαν μεταναστεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε πολιτικά ατελέσφορη και απογοήτευσε τη μεγάλη πλειοψηφία των προοδευτικών πολιτών που οδηγήθηκαν στην αποστράτευση. Την ώρα που η χώρα, μετά από δύο διαδοχικές σκληρές κρίσεις, προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της γυρνώντας νέα σελίδα, η συζήτηση για την επιστροφή ή μη στο ΠΑΣΟΚ και η επιδίωξη της εκ των υστέρων δικαίωσής του αφήνουν την κοινωνία παγερά αδιάφορη.
Το κενό της αυθεντικής εκπροσώπησης των δυνάμεων που κινούνται στο κέντρο του πολιτικού συστήματος δεν μπορεί να καλυφθεί, ούτε ψευδεπίγραφα, ούτε ψηφοθηρικά. Απαιτείται αλλαγή νοοτροπίας, αναπροσανατολισμός πολιτικής και αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων τόσο στο εσωτερικό των πολιτικών δυνάμεων, όσο και, κυρίως, μέσα στην κοινωνία. Ο ρόλος του φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού χώρου μπορεί να αποδειχθεί, για ακόμα μια φορά, κρίσιμος για τη χάραξη της μελλοντικής πορείας της χώρας.