Του Δρ Χαράλαμπου Λυδάκη*
Η διερεύνηση ενός οικονομικού /πολιτικού μεγα – σκανδάλου πρέπει να γίνεται από την πολιτεία πάντα με αυστηρή τήρηση της εχεμύθειας – ακόμα μεγαλύτερης και από αυτήν που εφαρμόζει η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για τις υποθέσεις μεμονωμένων πολιτών.
Αντίθετα, αντί της «αεροστεγούς» διαφύλαξης της υπόθεσης Novartis στην οποία φέρονται κατηγορούμενοι – μεταξύ άλλων και δύο πρωθυπουργοί, και την εναπόθεση της στη Δικαιοσύνη, πρόσφατα είδαμε ανησυχητικά τεκμήρια παρέμβασης της κυβέρνησης στη δικαστική διερεύνηση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κος Κοντονής «γνώριζε» από το 2016 ότι επρόκειτο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ο Υπουργός Επικρατείας λαμβάνει «κατ΄ιδίαν προσωπική πληροφόρηση», ενώ ο ίδιος ο Πρωθυπουργός προεξοφλεί δημοσίως την ενοχή των προκατόχων του πρωθυπουργών εμμέσως με εμπρηστικού τύπου δηλώσεις.
Δεν θα ασχοληθώ με την προφανή έως τώρα προχειρότητα – και μάλλον βιασύνη – του στησίματος του κατηγορητηρίου (με βαλίτσες με κίτρινο – πράσινο – ροζ χαρτονομίσματα που κάποιοι τα ξεφόρτωναν στο Μαξίμου(!)), αλλά θα επικεντρωθώ στην σημειολογία της συνόλης «ηθικής» της πολιτικής χειρισμού μίας τόσο λεπτής υπόθεσης από την παρούσα κυβέρνηση.
Βρισκόμαστε μάρτυρες πρωτοφανών πρακτικών από δημόσιους εκλεγμένους λειτουργούς, που έχουν να κάνουν με αλλαγή των κανόνων του συμβατικού αστικού πολιτικού παιχνιδιού. Σε κάθε ανοικτή δημοκρατική κοινωνία το δικαίωμα της κατηγορούσας αρχής για απόδοση κατηγοριών εξισορροπείται από το τεκμήριο της αθωότητας του εναγομένου. Είναι ευνόητο ότι όσο πιο έωλη (ατεκμηρίωτη) είναι η κατηγορία, και όσο πιο σημαντική θεσμική θέση διατηρεί ο κατηγορούμενος, τόσο η όλη διαδικασία αρχίζει να προσομοιάζει με (καλο – ή κακο –) στημένο παιγνίδι σπίλωσης ανθρώπων και συνειδήσεων. Όταν δε πρόκειται για κατηγορίες έναντι (μεταξύ άλλων) ΔΥΟ πρώην πρωθυπουργών, τότε η προπαρασκευαστική διαδικασία θα έπρεπε να έχει δεθεί τόσο καλά, ώστε να μην θεωρηθεί ότι αμφισβητείται η αξιοπιστία του συνόλου αστικού κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Υπόψιν, ότι η άρνηση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος νομοτελειακά οδηγεί σε καθεστώτα ολοκληρωτικού τύπου δικτατοριών (φασιστικών ή κομμουνιστικών).
Η (κατά πολλούς) ευκολία με την οποία στήθηκε το όλο σκηνικό, και κυρίως η αποφασιστικότητα για κατά μέτωπο επίθεση με ανεπαρκώς επεξεργασμένα στοιχεία εναντίον του υψίστου θεσμού εκλεγμένου άρχοντα (μάλιστα στο πρόσωπο ΔΥΟ πρωθυπουργών) περιγράφεται από τους όρους του αμοραλισμού και πολιτικού μηδενισμού.
Σαν αμοραλισμός (amorality) περιγράφεται η απουσία, αδιαφορία ή περιφρόνηση για την ηθική (Superson, The Moral Skeptic. Anita (2009). Oxford University Press), ενώ σαν πολιτικός μηδενισμός (political nihilism) ορίζεται η απόρριψη αρχών του πολιτισμού και της πολιτικής ζωής, όπως είναι η η συνειδητή κουλτούρα του ανθρώπινου λόγου, δηλαδή της επιστήμης και της ηθικής (Interpretation. Leo Strauss. 1999).
Η άνευ ατράνταχτων πειστηρίων πολιτική δίωξη, διαπόμπευση και εκμηδενισμός πολιτικών αντιπάλων – πρώην πρωθυπουργών παραπέμπει στη φράση (εννοιολογικό υπόδειγμα αμοραλισμού) στο βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζώφ»: «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε τα πάντα επιτρέπονται».
Ο πολιτικός μηδενιστής – αμοραλιστής δεν έχει κανένα δισταγμό να χρησιμοποιήσει την έννοια της «ηθικοποίησης» κατά το δοκούν (κατά το ευκαιριακό συμφέρον).
Στην συγκεκριμένη χρονική πολιτική συγκυρία, το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει. Το πραγματικό σκάνδαλο της φτωχοποιήσης του ελληνικού λαού από τις παλινωδίες της κυβέρνησης κατά τα τελευταία τρία έτη (έως και 200 δισ. κατά τον Τόμας Βίζερ – τέως Προέδρου του EuroWorkingGroup) επιχειρείται να «εξωραϊστεί» από τον παραπλανητικό και εντυπωσιακό θόρυβο της σκανδαλολογίας (που τροφοδοτείται με ότι διαθέσιμο καύσιμο βρίσκεται πρόχειρο), δυσκολεύοντας έτσι τη αληθινή αποκάθαρσή του. Ακόμα χειρότερα, η σκανδαλολογία, και η παρότρυνση σε διχασμό και ρήξη της ομοψυχίας του ελληνικού λαού, σε μία φάση που γίνεται προσπάθεια να ξαναστηθεί ο κοινωνικο-οικονομικός ιστός της χώρας, δείχνει το μέτρο της ιδιοτέλειας των κεντρικών κυβερνητικών σχεδιασμών.
Με την ίδια ευκολία, ο πολιτικός μηδενιστής (ευρισκόμενος σε αυταπάτη αυτάρεσκης εξουσίας) θα μετονομάσει τους πολίτες – διαδηλωτές , που κάποτε ο ίδιος εξωθούσε στους δρόμους και πλατείες, σε «ετερόκλητο όχλο», όταν αισθάνεται την πίεση της αποδοκιμασίας. Όπως το περιγράφει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία», ο μηδενιστής υποπίπτει στον αδιέξοδο συλλογισμό του νεαρού πολίτη Καλλικλή, ο οποίος στην αντιπαράθεση του με τον Σωκράτη υπερασπίζεται το «δίκαιο του ισχυροτέρου»: «όπως στη φύση, έτσι και στην κοινωνία, δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού». Ο Σωκράτης απαντάει στον Καλλικλή: «κάθε ον έχει την αρετή του επιτελώντας το έργο του. Η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη. Εφόσον είναι δίκαιη, θα ζήσει καλά (ευ βιώσεται), θα είναι ευδαίμων. Ο βίος του δικαίου είναι επομένως αυτός που εγγυάται την ευδαιμονία». Με άλλα λόγια, οι τύραννοι, που πράττουν άδικα, θα καταλήξουν δυστυχισμένοι.
Αυτό είναι μάλλον κάτι που οι παρόντες άρχοντες το αγνοούν.
Ποια μπορεί να είναι η υγιής πολιτική απάντηση – πρόταση στην παραπάνω περιγραφόμενη επικίνδυνη αυτοκαταστροφική πολιτική μαύρη τρύπα; 1) Η εμμονή στη σταθερή εφαρμογή των κλασσικών φιλελεύθερων αρχών του πλήρως διαχωρισμού των εξουσιών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) και εξισορρόπηση τους μέσω του αλληλο-ελέγχου (Montesquieu, 1689-1755), 2) Η λειτουργία της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις αρχές της ανεξαρτησίας αλλά και του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη ανεξαρτήτως θεσμικής ιδιότητας του, 3) η μηδενική ανεκτικότητα καθώς και η πολιτική περιθωριοποίηση όσων αρέσκονται να «βυσσοδομούν» πάνω στο εξασθενημένο κορμί της ταλαιπωρημένης από την κρίση Ελληνικής κοινωνίας.
* Ο Δρ Χαράλαμπος Λυδάκης είναι Προϊστάμενος Δ/ντής Παθολόγος, Βενιζέλειο Νοσοκομείο. Μέλος Τομέα Υγείας Νέας Δημοκρατίας.