Ξαφνιάστηκα όταν είδα την Πόλυ Μηλιώρη στο fb. Την είχα συναντήσει στα πρώτα μου δημοσιογραφικά βήματα στο Πάνθεον. Την διάβαζα όταν μεσουρανούσε. Είχα κλάψει με το τελευταίο της Χρονογράφημα όταν έκλεισε το περιοδικό. Κι ύστερα ως συγγραφέα την παρακολουθούσα: «Τα χρόνια που δυνάστευε ο Λέων», «Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών», «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη», «Εγώ θα κλείσω την αυλαία», αλλά κι εκείνη η δοκιμιακή μελέτη που μας αφορούσε «Από το Ρομάντσο στο Πάνθεον», είχα ζήσει για δέκα χρόνια στις Εικόνες την χρυσή εποχή των περιοδικών.
Με κάθε αφορμή κάναμε συναντήσεις και συνεντεύξεις. Πόσο μάλλον τώρα, με γύρω μας τον κακό χαμό. Ώριμη όσο ποτέ, με κοφτερή ματιά να κρίνει τον περίγυρο και έτοιμη για να μιλήσει για οτιδήποτε δικό της ακόμα και για τις συγγραφικές της εμμονές:
«Προσυπογράφω τη ρήση “Ο κάθε συγγραφέας γράφει σ’ όλη του τη ζωή το ίδιο και το ίδιο βιβλίο”. Και με αυτή την έννοια δεν θα το τελειώσω ποτέ. Μετά από τόσες δοκιμές, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το θέμα –γρίφος– αίνιγμα που με απασχολεί είναι ο χρόνος. Υπαρξιακό βέβαια ζητούμενο, γι’ αυτό και έχει την πρώτη θέση τόσο στα χρονογραφήματά μου, όσο και στα “αυτοβιογραφικά” γραπτά μου, όσο και στα μυθιστορήματα, είτε αυτά εκδίδονται, είτε σκίζονται, είτε καταχωνιάζονται. Παλαιότερα πίστευα ότι το κυρίαρχο θέμα μου ήταν οι οικογενειακές σχέσεις, αλλά καταλαβαίνω τώρα πως αυτή η εμμονή είναι στην ουσία η τεχνική μου. Οι οικογενειακές σχέσεις μου δίνουν δηλαδή το πλαίσιο της ιστορίας όπου μέσα του θα αναπτυχθεί η αγωνία μου για τον Χρόνο, που μάλλον θα μπορούσε να ειπωθεί και ”αγωνία για τον Θάνατο”. Για κάθε απώλεια, για κάθε τέλος.»
Η Πόλυ Μηλιώρη στο Liberal.gr σε μια συνέντευξη ποταμός.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Μηλιώρη, το όνομά σας πια είναι ένα συνώνυμο του μύθου όσον αφορά το ζήτημα της δημοσιογραφίας αλλά και του βιβλίου στην Ελλάδα, και του γυναικείου κινήματος για μας τις γυναίκες θα μπορούσαμε να πούμε, με το Πάνθεον μεγαλώσαμε, και με τα δικά σας «Γράμματα στη Μαργαρίτα», αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η δημοσιογραφία τότε που άνθισε, τα περιοδικά του πατέρα σας στα οποία μεγαλώσατε και στα οποία υπηρετήσατε και σε θέσεις επιτελικές και η δημοσιογραφία σήμερα, βρίσκετε κάποια σχέση, κάποια διαφορά;
Αγαπητότατη κυρία Γκίκα, δεν είμαι μύθος. Απλώς ζω μέσα σ’ ένα μύθο. Και η άνθιση της δημοσιογραφίας δεν έγινε μέσα στα χρόνια της επαγγελματικής μου δράσης, προϋπήρχε, συνεχίζει και ελπίζω ότι θα συνεχίζει. Κάθε περίοδος έχει τα δικά της “αστέρια” στο δημόσιο λόγο. Αυτό που αλλάζει είναι το στερέωμα αυτών των “αστεριών”, αλλά και των τσικλόφουσκων, επίσης, που φρατς, σκάνε ξαφνικά και τις ξεχνάμε. Έζησα όμως μέσα στην άνθιση του περιοδικού Τύπου και πράγματι το στερέωμα αυτό έχει πια δύσει. Το διαδέχτηκε η άνθιση του τηλεοπτικού στερεώματος, που λίγο–λίγο δίνει τη σκυτάλη στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα.
Τώρα έχουνε “τοίχο” ν’ αναρτούν τις σκέψεις τους και οι μη επαγγελματίες, αλλά “δημοσιογράφοι” οπωσδήποτε, αφού είναι δημόσια γράφοντες. Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά, νομίζω, από τη δική μου εποχή στην τωρινή. Και μία άλλη διαφορά διακρίνω, που έχει σχέση με την προηγούμενη παρατήρησή μου: Η διαφορά των τότε εκδοτών με τους τώρα -άσε που είναι άγνωστοι αλλά όχι ανύπαρκτοι οι υπεύθυνοι ή ανευθυνοϋπεύθυνοι των κοινωνικών δικτύων.
Οι εκδότες της έντυπης δημοσιογραφίας -τουλάχιστον ο πατέρας μου, ο Νίκος Θεοφανίδης, αλλά όχι μόνο- δημιουργούσαν έντυπα που να τους εκφράζουν* να καθρεφτίζουν -ή πιο σωστά το είπατε, “να υπηρετούν”- τη δική τους πολιτική και κοινωνική αντίληψη. Δεν ίδρυαν εφημερίδες και περιοδικά για να βάλουν πλάτη σε άλλες τους επιχειρηματικές δραστηριότητες, που γενικά δεν υπήρχαν.
- Επειδή πρόλαβα και την έζησα, έστω και στην ουρίτσα της, η χρυσή εποχή των περιοδικών γιατί έχει χαθεί ανεπιστρεπτί; Ευτυχώς έγινε ένα υπέροχο βιβλίο: «Από το Ρομάντσο στο Πάνθεον: Ένα χρονικό του ελληνικού περιοδικού τύπου» Ίσως και να έχει δίκιο, τελικά, ο Μαλαρμέ…
Ευχαριστώ πολύ για την αναγνώριση της αξίας του βιβλίου μου, όμως εγώ δεν θα πω “ευτυχώς. Θα πως “δυστυχώς” που δεν βγήκαν κι άλλα. Αν και διδακτορικοί φοιτητές έρχονται σ’ επαφή μαζί μου -το βιβλίο έχει εξαντληθεί από καιρό και μου το ζητάνε- επειδή μελετάνε ακριβώς τα περιοδικά της εποχής που συζητάμε, του 2ου μισού δηλαδή του 20ου αιώνα.
Όσο για το λόγο της εξαφάνισης των περιοδικών με τις μεγάλες κυκλοφορίες και το ευρύ κοινό, τον αποδίδω σε δύο κυρίως παράγοντες: Οι τηλεοπτικοί σταθμοί που πολλαπλασιάστηκαν μετά το’85, καθώς και η έγχρωμη εκπομπή και οι μεγάλες οθόνες ήταν ανίκητοι ανταγωνιστές των περιοδικών σε “γκλαμουριά”, μία από τις κοινωνικές αρρώστιες της εποχής. Μπορούσαν να προβάλλουν την ίδια “ύλη” (ειδήσεις, life style, συνεντεύξεις, μυθοπλασία) βασιζόμενοι στη δύναμη της εικόνας.
Και πόσο μάλλον μπορούσαν έτσι να προσελκύσουν τις διαφημίσεις, που ήταν το κύριο εισόδημα των εκδοτικών επιχειρήσεων. Για άμυνα, οι εκδότες θεώρησαν ότι μπορούσαν να αντιπαραθέσουν ακριβό ιλλουστρασέ χαρτί και νέες μηχανές εκτύπωσης. Βρισκόμασταν στην εποχή που τα κεφάλαια της Τράπεζας Κρήτης διοχετεύονταν στην ”Γραμμή” του Κοσκωτά, έναν απόλυτα αθέμιτο επιχειρηματικό ανταγωνισμό, που έπνιξε όλα τα παραδοσιακά περιοδικά.
- Στη δημοσιογραφία πέσατε στα βαθιά, ξεκινώντας από τη μάχιμη δημοσιογραφία, μετά ακολούθησαν χρονογράφημα και κριτική βιβλίου. Η ενασχόλησή σας με την συγγραφή άρχισε όταν ξεκίνησαν να κλείνουν τα περιοδικά;
Αφήνοντας τη συζήτηση για την εμπλοκή μου με τη δημοσιογραφία, θα ήθελα να δηλώσω ακόμα μια φορά: Ευτυχώς για μένα, αποδείχτηκα ικανή γι αυτό το επάγγελμα. Αλλά η γρήγορη εξέλιξή μου, και κυρίως η ιεραρχική μου ανέλιξη ήτανε σίγουρα δοτή. Εάν δεν ήμουν κόρη του Νίκου Θεοφανίδη, κανείς εργοδότης δεν θα με έβαζε επικεφαλής νέου περιοδικού στην ηλικία των 25 χρόνων.
Όσον αφορά το πότε ξεκίνησα να γράφω, έγραφα από πάντα. Η άσκηση στο “Χρονογράφημα”, στο είδος δηλαδή της δημοσιογραφίας που ακουμπά στην λογοτεχνία, μου έδωσε το θάρρος να περάσω σε μεγαλύτερες αφηγήσεις. Από τα 18 βιβλία μου που κυκλοφορούν, τα 14 είναι μυθιστορήματα. Ένα είδος της πεζογραφίας δηλαδή που χρειάζεται συμπαγή χρόνο και σοβαρή αρχιτεκτονική - δομή της αφήγησης - από τον /την συγγραφέα.
Πρωτοδοκίμασα τη συγγραφή μυθιστορήματος με το “Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη” το 1978 , άσχετα που το βιβλίο κυκλοφόρησε 20 χρόνια αργότερα από τις εκδόσεις Πατάκη. Και ναι, η συστηματική συγγραφή μυθιστορήματος άρχισε όσο ψυχορραγούσαν τα περιοδικά. Σαν προστασία μου από τον πόνο, και μαζί σαν εκπλήρωση παλαιού ονείρου. Καπέλωσα τις πληγές της απώλειας, με την φράση “από την δράση στην απόδραση”.
- Στο μεταξύ βιώσατε νωρίς αυτό που ζήσαμε την τελευταία τετραετία, όντας σοφή όταν εμείς κοιμόμαστε ακόμα τον μακάριο ύπνο μας, κυρία Μηλιώρη τι είναι εκείνο που απομένει κι αξίζει, τελικά; Διότι την «Αλεξάνδρεια» θα την αποχαιρετήσουμε στο τέλος.
Το μακάριο ύπνο το λένε συνήθως και “ύπνο του δικαίου”. Κι εγώ, όπως πολλοί άλλοι, δε ξύπνησα απ’ αυτόν οικειοθελώς, αν κι ένιωθα ότι ήμουν δίκαιη. Καθώς, φίλη Ελένη, τέτοιες σπουδαίες δουλειές δεν τις αφήνεις στα 42σου χρόνια. Σε αφήνουν.
Με τιμάτε που θυμάστε το τελευταίο χρονογράφημά μου που δημοσιεύτηκε στο “Πάνθεον”. Συμπληρώνω έξω απ’ αυτό: Είναι αναγκαίο να έχουμε στη ψυχή μας τον πόθο για άλλες Αλεξάνδρειες. Όσο για το τι αξίζει και απομένει τελικά, απαντήσατε ήδη παραφράζοντας τον Κηλαηδόνη: Είναι κάποιες νύχτες με φεγγάρι…..
- Τι αναζητάμε μέσα στα βιβλία; Γιατί καταφεύγουμε κυρία Μηλιώρη σ’ αυτά; Είχατε, έχετε ακόμα; μια τεράστια βιβλιοθήκη αλλά έχετε γράψει και πολλά βιβλία…
Έχετε, όπως κι εγώ, τη διπλή ιδιότητα της αναγνώστριας και συγγραφέα. Νομίζω λοιπόν ότι συμφωνείτε στη σκέψη μου πως όποιος αγαπά να διαβάζει, αγαπά και να γράφει. Εάν του λείπει η δεξιότητα, οικειοποιείται τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι που την έχουν. Πιστεύω δηλαδή ότι διαβάζοντας, ξαναγράφει το βιβλίο που του αρέσει -που του ταιριάζει- απ’ την αρχή. Το φέρνει στα μέτρα των αναγκών του και των δυνατοτήτων του.
Τον καλύτερο ορισμό για τον παραμυθά αλλά και για του αναγνώστη τον βρήκα, μεταφράζοντας για τον “Οδυσσέα” το μυθιστόρημα “Το τυφλοπούλι” του Γκομέζ Άρκος. Όπου ένας πλανόδιος παραμυθάς του Μαρακές διαλαλεί έτσι την πραμάτεια του: «Πλησιάστε, ακροατές μου, πλησιάστε.
Δεν λέω τις ιστορίες μου επειδή είναι διδακτικές. Ούτε αληθινές, όπως η Ιστορία. Τις λέω γιατί μ’ αρέσει να διηγούμαι. Μ’ αρέσει να ταιριάζω, ν’ ανακατεύω επεισόδια που τις αποτελούν, ώστε να φτιάξω ιστορίες που δεν είναι οι δικές σας, μα που θα μπορούσαν να είναι». Νομίζω, Ελένη, ότι μπορούμε να αλλάξουμε τις λέξεις “ακροατές”, με ”αναγνώστες,“ να γράψω/με “να διαβάζω”, το “δικές σας” με ”δικές μου”. Πάντα πρωταγωνίστρια θα ήταν η αφήγηση. Ή η παραμυθία της.
- Με αυτά τα υπέροχά σας φλας μπακ που κανείς δεν τα κάνει όπως εσείς, να πούμε κάτι για εκείνα τα κινηματογραφικά σας φλας μπακ;
Εσείς τα είπατε “ύπεροχα” και “κινηματογραφικά”, κι ελπίζω πως ως τόσα χρόνια στην κριτική βιβλίου, κάποιο δίκιο θα έχετε. Προσωπικά δεν τα νιώθω παρά μόνο σαν το μοναδικό μου τρόπο να γράψω μια ιστορία. Δεν μπορώ να διαχειριστώ την απόλυτη γραμμικότητα μιας αφήγησης. Κάθε συγγραφέας, νομίζω, έχει τα καλά του όπλα και τα δευτερότερα, κι ίσως για μένα το καλό όπλο είναι αυτό το πήγαινέλα της ανάμνησης. Το χρησιμοποιούν συχνά οι ήρωές κι οι ηρωίδες μου, αλλά φαίνεται ότι το χρησιμοποιώ κι εγώ ως συγγραφέας αφηγητής.
Ίσως αυτό το “ταλέντο” να με σώζει από αδυναμίες μου -από τα δευτερότερα όπλα- που άλλες και άλλοι συγγραφείς τα έχουν πρώτοι και καλύτεροί μου. Όπως π.χ τη δυσκολία μου στην οικονομία του μυθιστορηματικού χρόνου (να κουράζομαι για το πότε αρχίζει ένα κεφάλαιο και πότε τελειώνει) ενώ άλλοι ομότεχνοι λες κι έχουν γεννηθεί μ’ αυτή τη γνώση.
- Κυρία Μηλιώρη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Μου είναι αναγκαία μια τελετουργία, που τη δημιουργώ συνήθως ανάλογα με τις συνθήκες και τελικά γίνεται ”συνήθεια”. Θα μπορούσα πραγματικά -και θα μ’ άρεσε κιόλας - να γράφω και σε καφενείο -δεν με διασπούν οι φωνές, η μουσική- , όπου δεν θα χρειαζόταν να σηκώνομαι ούτε για καφέ, θα μου τον φέρνανε.
Αλλά γράφω πάντα (από το ‘85, και πρωτύτερα σε γραφομηχανή) σε υπολογιστή σταθερό, που δεν είναι βέβαια δυνατό να κουβαλιέται - τα laptops μπήκαν στη ζωή μου για τις διακοπές, όπου και δεν βγαίνουν από το δωμάτιο ή το βεραντάκι, στην ακροθαλασσιά όπου περνάω ώρες, διαβάζω ιστορίες που έγραψαν άλλοι. Το φετίχ του χειρόγραφου το έχω χάσει εδώ και δεκαετίες κι έχασα μαζί και τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Αλλά πάντα και παντού έχω μια τελετουργία, αναγκαία, θα έλεγα, όταν γράφω -που συνήθως γράφω- μυθιστόρημα: Εξασφαλίζω συμπαγή χρόνο κάποιων ωρών κι εξορίζω κάθε σκέψη, επίσκεψη, τηλεφώνημα που θα με βγάλει από τον κόσμο όπου με χρειάζεται το μυθιστόρημά μου.
Τα πρώτα χρόνια της “απόδρασής μου”, η πρωινή μου τελετουργία -έγραφα με πρωινό ωράριο- ήταν η συνέχεια της επαγγελματικής ζωής μου: Πλενόμουν, ντυνόμουν με τα καλά μου ρούχα, έβαζα λακ και μακιγιάζ, παπούτσια με τακούνι, κι ύστερα καθόμουν στο γραφείο μου. Το μπλουτζίν κι η φόρμα ήταν για το σινεμά, η κομψότητα για το γράψιμο. Αυτό χάλασε με τον καιρό, τώρα μπορεί και να καθίσω στο γραφείο με τη τσίμπλα στο μάτι.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Πάντα συμβουλεύω (σε σεμινάρια και στο βιβλίο μου “Δημιουργική γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους” , “Ψυχογιός”) να συντίθεται απόλυτο πλάνο πριν να ξεκινήσει η συγγραφή ενός μυθιστορήματος -διαβάζω μετά μανίας τις σχετικές καταθέσεις μεγάλων συγγραφέων, και τον πιο “σχολαστικό “ βρήκα τον Ισμαήλ Κανταρέ. Αλλά…. Δάσκαλε που δίδασκες! Δεν το κάνω πάντα. Είναι πιο εύκολο να το κάνω, όταν μια ιστορία που θέλω να αναπτύξω, μου είναι γνωστή από την πραγματικότητα της ζωής, όπως μου συνέβη με το “Μη χαρίζεις τις γαρδένιες” (εκδ.Οδυσσέας, 1989), όπου ήξερα την αρχή και το τέλος, αλλά έπρεπε να φανταστώ όλα τα ενδιάμεσα επεισόδια.
Επειδή ήθελα να περιγράψω το 24 του ήρωά μου, ώσπου να φτάσει στο τέλος, έκανα πλάνο κεφάλαιο μετά από κεφάλαιο, ώρα προς ώρα. Συμβαίνει όμως και σε μένα αυτό που θα έχετε ακούσει να το λένε όλοι και όλες οι συγγραφείς, και θα συμβαίνει και σε σας, όταν γράφετε: Όσο και να κάνεις πλάνα, η ιστορία καθαυτή, όπως χτίζεται σελίδα μετά από σελίδα, συχνά σε πάει αλλού γι’ αλλού. Ή οι πρωταγωνιστές/στριες. Είναι ανυπάκουα παιδιά τα μυθεύματά μας.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με το πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Νομίζω το “Το βάρος των πετραδιών” (Οδυσσέας”). Καθόμασταν με τον άντρα μου σε πιτσαρία ένα βράδυ, και σε τραπέζι πίσω μου -δεν έβλεπα δηλαδή καλά- ήταν ένα μεσήλικο, όπως περισσότερο φανταζόμουν παρά διαπίστωνα, ζευγάρι, μια νεαρή γυναίκα κι ένα μικρό παιδί. Είχα στήσει το “δημοσιογραφικό μου αυτί”, όπως μου λένε οι φίλοι, μα μήτε μέχρι την επαύριο το πρωί δεν θυμόμουν τι είχα ακούσει. Ήξερα όμως ότι αυτή την οικογένεια ήθελα να την κάνω μυθιστόρημα. Αν ήταν και οικογένεια, δηλαδή.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Προσυπογράφω τη ρήση “Ο κάθε συγγραφέας γράφει σ’ όλη του τη ζωή το ίδιο και το ίδιο βιβλίο”. Και με αυτή την έννοια δεν θα το τελειώσω ποτέ. Μετά από τόσες δοκιμές, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το θέμα –γρίφος– αίνιγμα που με απασχολεί είναι ο Χρόνος. Υπαρξιακό βέβαια ζητούμενο, γι’ αυτό και έχει την πρώτη θέση τόσο στα χρονογραφήματά μου, όσο και στα “αυτοβιογραφικά” γραπτά μου, όσο και στα μυθιστορήματα, είτε αυτά εκδίδονται, είτε σκίζονται, είτε καταχωνιάζονται.
Παλαιότερα πίστευα ότι το κυρίαρχο θέμα μου ήταν οι οικογενειακές σχέσεις, αλλά καταλαβαίνω τώρα πως αυτή η εμμονή είναι στην ουσία η τεχνική μου. Οι οικογενειακές σχέσεις μου δίνουν δηλαδή το πλαίσιο της ιστορίας όπου μέσα του θα αναπτυχθεί η αγωνία μου για τον Χρόνο, που μάλλον θα μπορούσε να ειπωθεί και ”αγωνία για τον Θάνατο”. Για κάθε απώλεια, για κάθε τέλος.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις, που αλλάζουν τη συνείδηση των χάρτινων ανθρώπων. Αυτό ζητώ από κάθε μυθιστόρημα που γράφω ή που διαβάζω.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα, την ευφυΐα για ν’ αλλάξει. Κι αν δεν αλλάξει ένας τέτοιος άνθρωπος, τότε αυτό το δράμα προσπαθώ να φωτίσω. Όπως στο “Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών” (Πάτακης).
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Εμπνεύστηκα τους χάρτινους ανθρώπους μου (ήρωες, αντιήρωες, γυναίκες, άντρες, πρωταγωνιστικά ή δευτερεύοντα πρόσωπα) με διάφορους τρόπους. Ήρθαν και μου κατσικώθηκαν μέχρι να τους εκφράσω, είτε από καθαρή φαντασία, είτε από μια φράση τους, είτε από μια εικόνα, είτε από πραγματικό πρότυπο, είτε από καθαρά φανταστικό, είτε ως μέλος μιας ομάδας, είτε ως μοναχικότητα και μοναδικότητα, είτε ως στερεότυπο που έπρεπε να το βγάλω απ’ το κλουβί του, είτε από μια είδηση στις εφημερίδες, είτε από τη διήγηση φίλου ή φίλης, είτε, είτε, είτε. Κανένας δε μου φάνηκε αλλόκοτος τρόπος.