Ένας φίλος που ζει εννιά μήνες στο εξωτερικό και τρεις μόνο στην Ελλάδα, μου έστειλε χθες mail από το Άμστερνταμ που ξεκινούσε ως εξής: «Δημήτρη, κάτι είπες πάλι και τα social media έχουν γεμίσει θυμό και οργή εναντίον σου. Η Ελλάδα είναι χώρα ανθρωποφάγων και φασιστών. Να προσέχεις τον εαυτό σου και την ψυχική σου ηρεμία. Είναι δύσκολο πράγμα να εκφράζει κάνεις τη γνώμη του δημόσια πια.»
Έχει δίκιο. Για όποιον γράφει ευθαρσώς την γνώμη του βάζοντας από κάτω την υπογραφή του, ένας αόρατος μπαμπούλας φτερουγίζει πάνω από το κεφάλι του. Τα οργισμένα social media. Κατεβατά από αναρτήσεις και twits που σε περνάνε γενεές δεκατέσσερις. Άγνωστα ονόματα και θολές φωτογραφίες, προφίλ που κάνουν μπαμ ότι είναι ψεύτικα ή άτομα που βρίζουν με το όνομα τους, μυστηριώδη ψευδώνυμα που δεν ξέρεις αν αντιστοιχούν σε κάποιον διευθύνοντα σύμβουλο πολυεθνικής ή σε κάποιον τρόφιμο φυλακής, φτιάχνουν όλοι μαζί ένα πολυπλόκαμο τέρας που απειλεί να σε εξοντώσει. Έτσι τουλάχιστον το εκλαμβάνει ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Ό,τι κι αν πεις, όπως κι αν το πεις, δεν γλυτώνεις. Το τέρας είναι πανταχού παρόν, σαν τον άχρονο, άτοπο και ατελεύτητο Θεούλη. Υπάρχει παντού, ξέρει τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα. Μια αόρατη απειλή απλώνεται πάνω σου σαν σκοτεινό σύννεφο. Σου καταλογίζουν προθέσεις που δεν έχεις, κατασκευάζουν μια προσωπική σου προϊστορία που είναι 100% κατασκευασμένη, βάζουν στο στόχαστρο εσένα, τα παιδιά σου, το σπίτι σου, τους δικούς σου. Δεν ξέρεις αν αυτός που σε απειλεί είναι γείτονας σου, αν οδηγεί το αυτοκίνητο που ακολουθεί το δικό σου, αν είναι κάτοικος Αυστραλίας ή αν twitάρει από μια στάνη κάπου στην Πίνδο. Και είναι πάντα οργισμένος. Χωρίς οργή, τα social media δεν υπάρχουν.
Κι εσύ λοιπόν τι κάνεις; Πως γλυτώνεις από όλο αυτό; Ειδικά αν βγάζεις το ψωμί σου λέγοντας την γνώμη σου; Πως τα βάζεις με το τέρας; Κάνεις τον ήρωα, γράφοντας ένα «εγώ δεν φοβάμαι τίποτα»; Αμ δεν υπάρχει κανένας ηρωισμός στο διαδίκτυο σας ενημερώνω. Ούτε μπέσα, ούτε τιμή, ούτε ειλικρίνεια. Εξάλλου δεν ξέρεις αν το τέρας αποτελείται από διακόσια άτομα, δυο χιλιάδες, διακόσιες χιλιάδες ή δυο εκατομμύρια. Μοιάζουν πολλοί, αλλά πόσοι είναι; Τι ηρωισμό να επιδείξεις, αν δεν ξέρεις τον αντίπαλο;
Οπότε που καταλήγεις; Υπάρχει λύση; Βεβαίως υπάρχει. Να πάψεις να γράφεις την γνώμη σου και να πας να γίνεις αγρότης. Τότε θα γλυτώσεις. Η άλλη λύση είναι γράφεις, δίχως να λες τίποτα. Να κολλάς τη μια λέξη δίπλα στην άλλη, χωρίς να καταλήγεις πουθενά. Μόνο που τέτοιον γραφιά δεν τον προσλαμβάνει κανείς. Μπορείς επίσης να γράφεις τα πράγματα και έτσι και αλλιώς. Να είσαι μονίμως και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, και με τον ρατσισμό και με τους μαύρους, παριστάνοντας τον αντικειμενικό. Μόνο που τότε θα σου την πέσουν όλοι. Και οι μεν και οι δε.
Το τέρας δεν συμπαθεί τις στρογγυλοποιήσεις, ο βιότοπος του απαιτεί σαφή άποψη που μπορεί να τροφοδοτήσει την οξύτητα. Πρέπει απαξάπαντως να είσαι με το μέρος του ενός, για να δώσεις την δυνατότητα στον άλλον να σου επιτεθεί. Άρα που καταλήγουμε; Σε ένα απλό συμπέρασμα. Αν αποφασίσεις να κάνεις αυτή τη δουλειά, δεν πρέπει να είσαι απλώς χαλκέντερος, πρέπει να σαι αναίσθητος. Έτσι ψυχρά το λέω. Και παραλλήλως αισιόδοξος ότι θα παραμείνεις ως το τέλος τυχερός και δεν θα βρεθείς μπροστά στον τρελό ή στον φανατικό.
Διότι από τους δύο χιλιάδες που σε βρίζουν στα social, οι χίλιοι εννιακόσιοι ενενήντα οκτώ δεν θα τολμήσουν να πουν τίποτα μπροστά σου, οι δύο είναι επικίνδυνοι. Ελπίζεις ότι δεν θα πέσεις ποτέ πάνω τους. Αλλιώς, φύτεψε πατάτες. Αν και υπάρχουν οι ίδιες πιθανότητες να πέσεις πάνω στον τρελό, ακόμα κι όταν είσαι στο χωράφι.