Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το καλοκαίρι που μας πέρασε είχα κάνει μία ανάρτηση που διακινήθηκε μάλλον καλά στα social media, αν και βέβαια έκτοτε χάθηκε, όπως συμβαίνει με όλα όσα γράφουμε κατά καιρούς όλοι μας. Κάποιοι φίλοι την έχουν ξαναζητήσει, οπότε σήμερα θα την επαναλάβω σε αυτό το σημείωμα, αναπτύσσοντάς την. Αφορά το άγνωστο στους πολλούς γεγονός ότι είναι αδιανόητα εύκολο να διαβάσει κανείς έναν μεγάλο αριθμό βιβλίων μέσα σε μία χρονιά. Για την ακρίβεια, 25 βιβλία τον χρόνο, επενδύοντας σε όλο αυτό μόνο μισή ώρα ημερησίως.
Επειδή έχει σημασία, θα το ξαναπώ για να το εμπεδώσουμε, κι ας το είπαμε μόλις: διαβάζοντας μισή ώρα την ημέρα, ένας σχετικώς άπειρος αναγνώστης μπορεί να διαβάσει 25 βιβλία μέσα σε ένα χρόνο. Μεγάλα βιβλία.
Πριν πάμε στην απόδειξη, όμως, θα ήταν καλό να πούμε μερικά προκαταρκτικά. Ή μάλλον κυρίως ένα. Αυτό:
Γιατί είναι τόσο καλό, πια, να διαβάζουμε;
Μολονότι το ερώτημα ακούγεται αφελές, δεν είναι. Η απάντησή του μάλιστα θα μπορούσε να μας πάρει όλο τον χώρο που διαθέτουμε εδώ. Με μία πολύ μικρή έρευνα που έκανα, διαπίστωσα πως έχουν γραφτεί πάρα πολλά επί του θέματος, και αυτό γιατί η παραπάνω φαινομενικά αφελής ερώτηση τίθεται πολύ πιο συχνά από ό,τι θα πιστεύαμε, αλλά και γιατί πράγματι οι περισσότεροι άνθρωποι (για την ακρίβεια: η μεγάλη πλειονότητα) απλούστατα πιστεύουν ότι το διάβασμα δεν είναι κάτι καλό, δεν είναι κάτι χρήσιμο και απαραίτητο. Αν το πίστευαν, μπορεί και να το δοκίμαζαν.
Λοιπόν, το διάβασμα είναι και κάνει πολύ καλό. Αποδεδειγμένα. Δεν εννοώ αυτά που λέμε μεταξύ μας εμείς οι λιγότερο ή περισσότερο βιβλιόφιλοι ή, καλύτερα, «φιλαναγνώστες». Τονίζω τη διαφορά γιατί εγώ, επί παραδείγματι, είμαι περισσότερο βιβλιόφιλος παρά φιλαναγνώστης: μπορώ να κάνω χωρίς να διαβάζω, αλλά δεν μπορώ να κάνω χωρίς να περιστοιχίζομαι από βιβλία, και μάλιστα από καινούργια. Κι ας μην τα διαβάζω, ή ας μην τα διαβάζω όλα. Δεν εννοώ λοιπόν αυτά που λέμε εμείς οι περίεργοι, οι happy few. Ότι το διάβασμα και τα βιβλία είναι πράγματα μαγικά, ότι μας οδηγούν σε άλλους κόσμους, ότι «ανοίγουν το μυαλό μας», ή και την ψυχή μας, ότι μας κάνουν να απολαμβάνουμε τη ζωή περισσότερο, ή/και να την κατανοούμε περισσότερο, βαθύτερα και ευρύτερα, ότι μας κρατούν την καλύτερη συντροφιά, ότι είναι αντίδοτο απέναντι στη δυστυχία και την τραγικότητα της ύπαρξης, ή ότι είναι καλύτερα από τους ανθρώπους (δεν είναι καλύτερα από τους ανθρώπους, για όνομα του Θεού). Τέλος πάντων, όλα αυτά, και άλλα απείρως περισσότερα, ισχύουν πολύ ή λίγο, αλλά η επιστήμη λέει (και) άλλα.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι η ανάγνωση ωφελεί τον εγκέφαλό μας γενικώς. Τον κρατά υγιή, σε εγρήγορση, και πιθανώς μειώνει ή απομακρύνει στο μέλλον τους κινδύνους εμφάνισης κάποιων μορφών άνοιας. Όσον αφορά το πρώτο, μέχρι σήμερα ξέραμε ότι ισχύει απολύτως για τα παιδιά: ο εγκέφαλος των παιδιών που διαβάζουν αναπτύσσεται πολύ πιο γρήγορα από τον εγκέφαλο των παιδιών που δεν διαβάζουν. Τα παιδιά που διαβάζουν δεν αποκτούν απλώς καλύτερο και πλουσιότερο λεξιλόγιο, αλλά γίνονται, για να το πούμε ωμά, πιο έξυπνα και πιο ικανά από τα άλλα. (Δεν λέω και πιο υγιή συναισθηματικά, πιο ευαίσθητα, ή πιο ευτυχισμένα κλπ.: αυτό δεν το ξέρουμε με σιγουριά, αν και ενδεχομένως να ισχύει επίσης).
Αλλά πλέον μαθαίνουμε ότι αυτό ισχύει και για τους ενήλικες. Μάλιστα, όσο περισσότερο ασκεί τον εγκέφαλό του κανείς διαβάζοντας, και μάλιστα διαβάζοντας διαφορετικά είδη βιβλίων (άλλες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται όταν διαβάζουμε Τζέιν Όστεν, άλλες όταν διαβάζουμε Άγκαθα Κρίστι, άλλες όταν διαβάζουμε θρίλερ, και άλλες όταν διαβάζουμε ένα ιστορικό δοκίμιο για τον Ψυχρό Πόλεμο ή μία εις βάθος πολιτική ανάλυση για τα αίτια που μας οδήγησαν στην Κρίση), όσο περισσότερο λοιπόν ασκεί τον εγκέφαλό του κανείς τόσο περισσότερο τον γυμνάζει και τόσο περισσότερα οφέλη μπορεί να προσποριστεί. Οφέλη για την καθημερινότητά του, χειροπιαστά και μετρήσιμα, όχι για κάτι αφηρημένο και «ποιητικό». Για τον νου και τα βιβλία, ισχύει ό,τι και για το σώμα και το γυμναστήριο. Ακριβώς.
Αλλά, επειδή η υπεράσπιση της ανάγνωσης ακούγεται κάπως σαν την υπεράσπιση της τεχνολογίας, της δημοκρατίας ή των κεφτέδων με πατάτες τηγανητές, ας πάμε στο προκείμενο: στο πώς μπορεί κανείς να διαβάσει πολλά βιβλία χωρίς να κουραστεί. Εύκολα και αβίαστα — για να μην πούμε «αααβάδιστα».
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Πάμε:
Ο μέσος αναγνώστης διαβάζει 200 με 400 λέξεις το λεπτό. Αυτό ακούγεται «κάπως», καθώς ο ΜΕΣΟΣ αναγνώστης διαβάζει έναν συγκεκριμένο αριθμό λέξεων και όχι από τόσες μέχρι τόσες, αλλά το λέμε έτσι επειδή, πρώτον, έτσι το βρήκαμε στη σχετική ειδική αρθρογραφία και, δεύτερον, επειδή θέλουμε να πάρουμε για τους υπολογισμούς μας το μίνιμουμ. Το 200. Οπότε, ας το ξαναθέσουμε πιο καθαρά:
Ένας άνθρωπος που διαβάζει αργά, διαβάζει 200 λέξεις το λεπτό.
Οπότε, την ώρα θα διαβάσει 200 ? 60 = 12.000 λέξεις.
Ας δούμε τώρα τι σημαίνουν αυτές οι 12.000 λέξεις. Λοιπόν, μία «μέση» σελίδα βιβλίου έχει 300 λέξεις. (Άλλα βιβλία έχουν 250 λέξεις στη σελίδα, άλλα 350: η μέση σελίδα όμως χωράει 300. Με αυτήν θα δουλέψουμε). Έτσι λοιπόν, διαβάζοντας 12.000 λέξεις την ώρα, θα έχουμε διαβάσει 40 σελίδες από ένα βιβλίο. Δηλαδή, αν διαβάζαμε —που λέει ο λόγος—, όχι μία αλλά δέκα ώρες τη σειρά, θα τελειώναμε ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων. Ένα πολύ μεγάλο μυθιστόρημα.
Αλλά κανείς μας δεν διαβάζει δέκα ώρες στη σειρά, σωστά; Σωστά. Όμως αυτή τη μία ώρα που είπαμε (μία ώρα ίσον 12.000 λέξεις ίσον 40 σελίδες) μπορεί να τη βρει ο καθένας μας. Κυριολεκτικά ο καθένας από εμάς. Χωρίς ουδεμία εξαίρεση. Ανεξάρτητα από το αν ή πόσο δουλεύει, από το αν έχει παιδιά, σκυλιά, σύντροφο ή οτιδήποτε άλλο. Όλοι μας. Οπότε, εκείνο το μυθιστόρημα των 400 σελίδων θα το βγάλουμε, διαβάζοντας μία ώρα την ημέρα, σε δέκα ημέρες. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι, αφού σε δέκα μέρες διαβάσαμε ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων, σε εκατό ημέρες μπορούμε να διαβάσουμε ΔΕΚΑ μυθιστορήματα 400 σελίδων έκαστο, και σε τριακόσιες ημέρες ΤΡΙΑΝΤΑ μυθιστορήματα 400 σελίδων έκαστο.
Και σε 365 ημέρες μπορούμε να διαβάσουμε 36 μυθιστορήματα των 400 σελίδων.
Όμως σκεφτείτε τώρα το εξής: πάρα πολλά βιβλία έχουν πολύ λιγότερες από 400 σελίδες. Έχουν 200, ή 250. Ή, έστω, 300 σελίδες. Οπότε τα 36 μυθιστορήματα που είπαμε πριν μπορούν να γίνουν εύκολα 50.
Πενήντα βιβλία τον χρόνο. Δηλαδή: ένα μεγάλο ράφι. Ένας θρίαμβος.
Όμως, και πάλι, 50 βιβλία είναι (ή έστω ακούγονται) πολλά. Γι' αυτό, ας πιάσουμε πάλι τους υπολογισμούς μας από τη μέση.
Είδαμε λοιπόν ότι, διαβάζοντας κανείς 12.000 λέξεις την ώρα, πράγμα πανεύκολο, διαβάζει 40 σελίδες ενός βιβλίου. Αν πολλαπλασιάσουμε αυτό το 40 με το 365, βλέπουμε ότι —διαθέτοντας, ξαναλέμε, μόλις ΜΙΑ ώρα για ανάγνωση την ημέρα— ένας αργός αναγνώστης θα διαβάσει 14.600 σελίδες τον χρόνο. Εκείνα τα 36 μυθιστορήματα των 400 σελίδων που λέγαμε και πριν. Οπότε, επειδή αυτά τα 36 μάς φαίνονται πολλά, ας κόψουμε τη μία ώρα στη μέση: ας αφιερώσουμε ΜΙΣΗ ώρα την ημέρα στα βιβλία μας.
Τι μας μένει; Μας μένει ότι θα έχουμε διαβάσει 18 μεγάλα βιβλία μέσα σε ένα χρόνο. Δεκαοχτώ βιβλία των 400 σελίδων έκαστο. Μεγάλα βιβλία.
Αλλά ξαναλέμε: πάρα πολλά βιβλία έχουν πολύ λιγότερες σελίδες από 400. Έχουν 200, ή 250, ή 300. Οπότε, τα 18 αυτά βιβλία (οι πράξεις είναι απλές και θα τις αποφύγουμε τώρα) μπορούν πανεύκολα να γίνουν 25.
Είκοσι πέντε βιβλία τον χρόνο, ή δύο τον μήνα, με μισή ώρα διάβασμα την ημέρα.
Αν συμφωνείτε μέχρι εδώ, πάμε παρακάτω. Αν όχι, διαβάστε πάλι το κείμενο από την αρχή.
…Και τώρα πάμε παρακάτω.
Λοιπόν: πού μπορούμε να βρούμε αυτή τη μισή ώρα την ημέρα; Γιατί σίγουρα δεν μπορούμε να την αγοράσουμε. Ο χρόνος δεν αγοράζεται. Αλλά ο χρόνος, ο χρόνος μας, πετιέται εύκολα. Από εμάς τούς ίδιους.
Είναι γνωστό και καλά μετρημένο ότι ο μέσος (και πάλι…) χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ξοδεύει σε αυτά 135 λεπτά ημερησίως. Δηλαδή 2 ώρες και ένα τέταρτο. Πολλοί βέβαια (εξ ου και μιλάμε για τον μέσο χρήστη) ξοδεύουν 3 και 4 ώρες στα social media. Άλλοι πάλι, κλείνουν και οχτάωρο. Αφήστε τους αυτούς: δείτε τον μέσο χρήστη με τις 2 και κάτι ώρες του. (Και μετά ψάξτε να δείτε πόση ώρα ξοδεύετε ΕΣΕΙΣ: υπάρχουν δωρεάν app που θα σας βοηθήσουν: θα απογοητευτείτε βλέποντας τα αποτελέσματα, σας το εγγυώμαι).
Αλλά ας κρατήσουμε για την ώρα αυτά τα 135 λεπτά ημερησίως. Είναι ένα αισιόδοξο νούμερο.
Τώρα, ο μέσος τηλεθεατής ξοδεύει 5 ώρες την ημέρα στην τηλεόραση — στην Αμερική. Στην Ελλάδα είναι μάλλον πολύ λιγότερο αποθαρρυντικός ο αριθμός. Αλλά δεν τον ξέρω! Θα βάλω λοιπόν έναν αριθμό από το μυαλό μου. Θα βάλω περίπου το μισό από τους Αμερικανούς: στην Ελλάδα, ο μέσος τηλεθεατής ξοδεύει 2 ώρες και τρία τέταρτα της ώρας την ημέρα στην τηλεόραση. Την ημέρα.
Οπότε, ας κάνουμε την πρόσθεση: 2 ώρες και ένα τέταρτο την ημέρα στα social media, συν 2 ώρες και τρία τέταρτα την ημέρα στην τηλεόραση, μας κάνουν 5 ώρες την ημέρα.
Αυτές οι 5 ώρες την ημέρα στο Facebook, στο Twitter, στο Instagram και στην τηλεόραση δεν είναι όλες τους «ξοδεμένος» χρόνος. Δεν είναι πεταμένος. (Κι ας είπα πριν τρεις φορές τη λέξη «ξοδεύουμε»). Κάποιες από αυτές τις 5 ώρες είναι καλός, αστείος, εποικοδομητικός χρόνος. Είναι χρόνος καλά ξοδεμένος. Χρόνος που επενδύσαμε για να ενημερωθούμε, για να επικοινωνήσουμε, για να διασκεδάσουμε, να τσακωθούμε, να προπαγανδίσουμε κλπ. κλπ.
Αλλά, επαναλαμβάνω, «κάποιες» από αυτές τις πέντε ώρες την ημέρα καλά ξοδεμένος είναι χρόνος. Κάποιες, ΟΧΙ όλες. Είναι περίπου σαν τα τσιγάρα για όποιον (κακώς) καπνίζει: άλλα τον ευχαριστούν, άλλα τον μπαφιάζουν, και άλλα (τα περισσότερα, κάπου 9 στα 10) ούτε κατάλαβε πότε τα άναψε και πότε τα κάπνισε.
Έτσι συμβαίνει και με τις 5 ώρες της ημέρας στα social media και στην τηλεόραση. Δεν είναι όλες τους καλές.
Οπότε, ας καταλήξουμε κάπου: βρείτε αυτή τη μισή ωρίτσα που λέγαμε πριν, παίρνοντάς την από αυτές τις 5 ώρες. Και αξιοποιήστε τη διαβάζοντας 25 μεγάλα βιβλία μέσα σε ένα χρόνο, κάθε χρόνο. Ποια και τι βιβλία; Μα ασφαλώς τα βιβλία που σας ευχαριστούν: αστυνομικά μυθιστορήματα, περιπέτειες, ρομάντζα, δοκίμια, πολιτική φιλοσοφία, κοσμολογία, επιστημολογία, βίους αγίων — ό,τι τραβά η όρεξή σας.
Αλλά κάντε το. Κάντε το.
Εκτός και αν απεχθάνεστε το διάβασμα ή αν δεν βρίσκετε σ' αυτό καμία ευχαρίστηση, καμία απόλαυση. Ή αν δεν πιστεύετε ότι κάνει καλό. Ή αν παίρνετε παράδειγμα από τον Τσίπρα και τον Καμμένο που, με χωρίς ούτε μισή σελίδα διάβασμα στη ζωή τους, έφτασαν εδώ που έφτασαν.