Χρωματισμός, κέντημα, προσθήκη μοτίβου στην ύφανση, κοσμήματα (μοτίβα κυρίως σε ταινίες που έχουν ραφτεί επάνω στο ύφασμα του ενδύματος), ήταν μερικοί τρόποι με τους οποίους οι πρόγονοί μας στην αρχαία Ελλάδα διακοσμούσαν τα ενδύματά τους, θέμα που θα εξετάσουμε σήμερα. Την προηγούμενη Κυριακή, παρουσιάσαμε το κείμενο που έγραψε η δρ Χρυσάνθη Τσούλη, επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, για το ένδυμα κατά τους ιστορικούς χρόνους. Σήμερα θα δούμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος του κειμένου, πώς ήταν διακοσμημένα τα ρούχα κατά την αρχαιότητα και τι φορούσαν οι αρχαίοι σε θρησκευτικές τελετές.
Το κείμενο της δρο Τσούλη περιλαμβάνεται στον τόμο που έχει εκδοθεί για την έκθεση «Οι αμέτρητες όψεις του ωραίου» που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο. Η αρχαιολόγος ξεκινά αναφέροντας πού βασίζονται οι γνώσεις μας επί του θέματος: αφ’ ενός στις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες και αφ’ ετέρου στην εικονογραφία, στις απεικονίσεις δηλαδή των ενδυμάτων στην αγγειογραφία, την κοροπλαστική και τη γλυπτική.
Διακόσμηση των ενδυμάτων
«Η διακόσμηση των ενδυμάτων δεν καθοριζόταν τόσο από τη διαπλοκή των υφασμάτων, εφ’ όσον χρησιμοποιείται κατά κανόνα η απλή ύφανση, αλλά πολύ περισσότερο από τις τεχνικές κοσμητικής» σημειώνει η αρχαιολόγος. «Σποραδικά, ιδιαίτερα κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και λιγότερο στους κλασικούς, υπάρχουν εικονογραφικές μαρτυρίες για ενδύματα με διαγώνια ή αβακωτά διακοσμητικά μοτίβα ύφανσης ενώ οι συνήθεις τεχνικές διακόσμησης ήταν ο χρωματισμός, το κέντημα, η υφαντοποικιλτική και η διακόσμηση με συμπληρωματικό υφάδι.»
Τα κοσμήματα είναι συνήθως διάσπαρτα στο ένδυμα (διάστικτα, κατάστικτα). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις παρυφές στον λαιμό, τον ποδόγυρο και τις χειρίδες (μανίκια), που φέρουν γραμμικά, γεωμετρικά ή φυτικά μοτίβα, πιθανότατα σε επιρραμμένες ταινίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πορφυρός χιτώνας της κόρης Φρασίκλειας, στολισμένος με εγχάρακτα και γραπτά κοσμήματα. (σ.σ. Ο χιτώνας δεν έχει πορφυρό χρώμα σήμερα, αλλά σύμφωνα με την έρευνα των αρχαιολόγων ήταν χρωματισμένος, όπως άλλωστε όλα τα αγάλματα κατά την αρχαιότητα έφεραν χρώματα.)
Οι φιλολογικές πηγές και η εικονογραφία «διατηρούν επίσης μαρτυρίες ενδυμάτων με εικονιστικές, αφηγηματικές παραστάσεις σε επάλληλες ζώνες, απομιμήσεις των λεγόμενων ιστορημένων υφασμάτων. Πρόκειται για εξεζητημένες αμφιέσεις θεϊκών μορφών ή μυθικών προσώπων, τελετουργικά ενδύματα και άλλα βαρύτιμα υφάσματα (κλινοσκεπάσματα, παραπετάσματα) που φέρουν διακόσμηση με μικρογραφικές ζωφόρους μυθολογικών μορφών και ζώων. Πρωταρχική θέση ως πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν τον τύπο περιποίκιλων βαρύτιμων ενδυμάτων κρατά ο κόσμος της Ανατολής.
Η σύνθεση των διακοσμητικών μοτίβων είναι, εντούτοις, προσαρμοσμένη στο ελληνικό μέτρον και απηχεί τις αισθητικές αντιλήψεις των Ελλήνων για ισορροπία και ρυθμική διάταξη».
Κοινωνική διάσταση των ενδυμάτων
To ένδυμα αποτελεί το πεδίο έκφρασης ποικίλων κοινωνικών συμβολισμών στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του ατόμου λέει η δρ Τσούλη. «Υπαγορεύεται, όπως άλλωστε και η κόμμωση, από το φύλο, την ηλικιακή βαθμίδα, την κοινωνική θέση και την εθνικότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο πέπλος, τον οποίο φέρουν κατ’ αποκλειστικότητα γυναίκες, με εξαίρεση τον θεό Απόλλωνα. Συγκεκριμένα, αποτελεί το τυπικό ένδυμα των παρθένων, των άγαμων κορών, ενίοτε σε συνδυασμό με ιμάτιο στη ράχη ή και χιτώνα.
Οι νυμφευμένες γυναίκες κάθε ηλικίας έφεραν συνήθως χιτώνα και ιμάτιο που σκέπαζε την κεφαλή στις κοινωνικές συναναστροφές και τις δημόσιες εμφανίσεις τους, παρόλο που ο τύπος αυτός του ενδύματος δεν είναι ιδιαίτερα διαγνωστικός, καθώς χιτώνα και ιμάτιο φέρουν κατά περίπτωση και τα άνηβα κορίτσια και οι παρθένοι, αλλά και οι άνδρες. Οι ξένοι φέρουν ενδύματα που τους διαφοροποιούν από τους Έλληνες, αν και ενίοτε γηγενείς υιοθετούν ορισμένα εξεζητημένα ενδύματα ξενικής προέλευσης.»
Οι ξένοι θα πρέπει να ήταν ευδιάκριτοι, καθώς φορούσαν τον χαρακτηριστικό «βαρβαρικό χειριδωτό χιτώνα», έναν χιτώνα «με ραμμένα μακριά μανίκια, τον οποίο φορούν άντρες και γυναίκες, όπως Σκύθες, Αριμασποί και άλλοι Ανατολίτες και δούλοι ξενικής καταγωγής. Από την Περσία προέρχεται ο κάνδυς, πανωφόρι με μακριά μανίκια, και οι αναξυρίδες, πολύχρωμα μακριά παντελόνια που φορούν επίσης οι Ανατολίτες, όπως οι Σκύθες, οι Αμαζόνες και ο Πάρις, ενώ ιωνικής προέλευσης είναι ο επενδύτης, κοντομάνικο ένδυμα που μοιάζει με απτύχωτο χιτωνίσκο και φέρει επιμελημένο διάκοσμo. Θρακικής προέλευσης, από την άλλη, είναι η ζείρα, ένα είδος ζεστού πανωφοριού που καθιερώθηκε ως μέρος της στρατιωτικής εξάρτυσης.»
Σημαίνοντα ρόλο, μας λέει η συγγραφέας, διαδραματίζει το ένδυμα σε σημαντικές στιγμές της ζωής του ανθρώπου, όπως ο γάμος. Συχνότατη είναι στην αγγειογραφία η σκηνή του γαμήλιου μοτίβου των ανακαλυπτηρίων, της αποκάλυψης δηλαδή του προσώπου της νύφης από τη νυμφεύτρια με την ανάσυρση των πέπλων που το σκέπαζαν.
Βαρύτιμα ενδύματα δίνονται ως δώρα στη νύφη, όπως και σε άλλα άτομα στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα της φιλοξενίας, ήδη από την εποχή του Ομήρου.
Θρησκευτική διάσταση των ενδυμάτων
Ενδύματα διαφόρων ειδών αποτελούν συχνά αναθήματα σε μεγάλα ιερά, επιγραφικώς μαρτυρημένα στους καταλόγους αφιερωμάτων τους. Πρόκειται είτε για πολύτιμα αφιερώματα, τεκμήρια του πλούτου και της ευλάβειας του αναθέτη είτε, συνηθέστερα, για αφιερώματα γυναικών μετά από διαβατήριες τελετές, πριν από τον γάμο ή μετά τον τοκετό.
«Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδύματα αφιερώνονται και για την κόσμηση του λατρευτικού αγάλματος ή του ξοάνου κάποιας θεότητας» παρατηρεί η δρ Τσούλη. «Ο πέπλος της Αθηνάς, που μεταφερόταν με πομπή σε μορφή ιστίου πλοίου-άρματος πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και έντυνε το ξόανο της θεάς, αποτελεί το πλέον γνωστό, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα. Σπάνια αποδέκτης είναι κάποια ανδρική θεότητα, όπως ο Διόνυσος Περικιόνιος, το ξόανο του οποίου σεμορφή κίονα ή πεσσού φέρει το προσωπείο του θεού και πραγματικό ένδυμα.
Τη σημασία των ενδυμάτων στη θρησκευτική ζωή απηχούν και οι θρησκευτικοί κανονισμοί και ιεροί νόμοι με αυστηρές προδιαγραφές για τα ενδύματα των ιερέων και των μετεχόντων σε θρησκευτικές τελετές.»