Η κόπωση που έχει προκαλέσει η πανδημία δεν αποτυπώνεται μόνο στις γεμάτες πλατείες αλλά και στον σχολιασμό.
Ο ένας αγανακτεί που οι συμπολίτες μας δηλώνουν κουρασμένοι, η άλλη εξανίσταται που οι δυτικές κοινωνίες έχουν γίνουν μαλθακές και δεν εμπνέονται από κάποια (σπαρτιατικά;) ιδεώδη πειθαρχίας και όλοι μαζί κουνάνε το δάχτυλο στους νέους που δεν τηρούν τα μέτρα. Δηλαδή, στα ίδια τους τα παιδιά, τα οποία οι ίδιοι έχουν μεγαλώσει.
Στο μεταξύ, η πραγματικότητα των αριθμών είναι αμείλικτη: τα ποσοστά προσέλευσης στον εμβολιασμό στις μεγάλες ηλικίες αλλά και στους νεότερους, τους 60+, δεν είναι τα αναμενόμενα οπότε αν κάποιος έπρεπε να κουνάει το δάχτυλο είναι η νεολαία στους μεγαλύτερους. Η νεολαία που έχασε μια ακαδημαϊκή χρονιά που ίσως να μην αναπληρώσει ποτέ με αυτού του επιπέδου την πολιτική ηγεσία στο Υπουργείο Παιδείας που όταν ερωτάται και μάλιστα με μετριοπάθεια για το πως αξιολογεί τις επιπτώσεις της πανδημίας στους μαθητές απαντά μόνο ότι έχει καλυφθεί η ύλη.
Οι ηθικές κρίσεις είναι παντελώς άχρηστες στην πολιτική γιατί δε βοηθούν καθόλου στον σχεδιασμό αποτελεσματικών στρατηγικών. Κι αυτό έχει καθολική ισχύ, τόσο για τις κυβερνήσεις «στις μεγάλες χώρες» όσο και για τις κυβερνήσεις σε χώρες σαν τη δική μας όπου όλος ο σχεδιασμός έχει μόνο στόχο να βγάλουν το χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές, χωρίς να ασχολούνται ιδιαιτέρως με το αν η πολιτική διαχείριση σε ορίζοντα 24ώρου και οι τακτικές τους, με βασικότερη το διχασμό, αφήνουν τραύματα στην κοινωνία σε βάθος χρόνου.
Ας τα δούμε πρακτικά λοιπό με γνώμονα μόνο το όφελος για όλους.
Οι 20ρηδες και οι 30ρηδες που συνωστίζονται τα βράδια, ακόμα και μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας στις πλατείες, διαβάζουν κι αυτοί ειδήσεις και ξέρουν ότι ακόμα κι αν κολλήσουν τον ιό, αν νοσήσουν είναι εξαιρετικά πιθανό να το περάσουν ελαφριά. Δεν υποτιμούν τον κίνδυνο, έχουν καταλάβει ότι ο κορονοϊός και οι μεταλλάξεις του είναι κάτι επικίνδυνο αλλά όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο σημείωμα σχολιάζοντας σχετικά ευρήματα δημοσκοπήσεων, δεν πιστεύουν ότι θα συμβεί σε αυτούς κάτι κακό.
Συμβαίνει και το άλλο: αρκετών οι γονείς ίσως να έχουν ήδη εμβολιαστεί, έστω και με τη μία δόση, οπότε θεωρούν ότι ο κίνδυνος για τη δική τους οικογένεια έχει μειωθεί οπότε γιατί να μείνουν μέσα;
Η στρατηγική της κυβέρνησης να επιρρίπτει όλες τις ευθύνες στους πολίτες επιστρατεύοντας σε αυτό όλα τα συστημικά Μέσα (τα οποία συστημικά Μέσα με πρώτο την τηλεόραση, οι νέοι βέβαια δεν τα παρακολουθούν κι αυτό το ξέρουμε από τις έρευνες, πριν από την πανδημία ακόμα) έμεινε από καύσιμα και είναι λογικό. Ό,τι ήταν να δώσει, το έδωσε και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Θα απέδιδε για λίγο ακόμα, αν δεν την υπονόμευαν οι ίδιοι οι υπουργοί της κυβέρνησης με εκκλησιασμούς και βαφτίσια αλλά όλοι ξέραμε από την αρχή το επίπεδο αυτών με τους οποίους είχε να κυβερνήσει ο πρωθυπουργός. Και πάλι καλά να λέμε.
Τι μπορεί λοιπόν να κάνει η κυβέρνηση μέχρι να μπει και με τα δύο πόδια το ελληνικό καλοκαίρι που αρχίζει σε λίγες, μόλις, εβδομάδες;
Η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να επικοινωνεί τον κίνδυνο για τις ευπαθείς ομάδες. Το μήνυμα του κινδύνου το ακούμε ακόμα όλοι, άσχετα αν πιστεύουμε ή όχι ότι ο κίνδυνος δε μας αφορά. Ταυτόχρονα πρέπει να δώσει μεγάλο βάρος στην εμβολιαστική εκστρατεία. Ήδη βλέπουμε ότι στην εκστρατεία αυτή έχει αποκτήσει κεντρική θέση ο ίδιος ο πρωθυπουργός κάτι που είναι σωστό γιατί τα ποσοστά του στο δείκτη εμπιστοσύνης διατηρούνται ψηλά και γιατί οι μεγαλύτεροι που δε δείχνουν τόσο πρόθυμοι να εμβολιαστούν ανήκουν σε μεγάλο ποσοστό στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας.
Ο πρωθυπουργός δείχνει να το έχει πάρει πάνω του. Αν όντως αυτή είναι η περίπτωση, θεωρούμε ότι θα έχουμε καλά αποτελέσματα.
Εκκρεμεί, ακόμα, για την κυβέρνηση η ανάγκη να ανακτήσει τον έλεγχο της επικοινωνίας και να κωδικοποιήσει το νέο μήνυμα. Υποθέτουμε ότι εκεί αποσκοπούσε η συνέντευξη του πρωθυπουργού στην έμπειρη Μάρα Ζαχαρέα. Όμως ποιο είναι το μήνυμα που βγήκε από αυτή τη συγκεκριμένη συνέντευξη; Το κατάλαβε κανείς;
Υπάρχει η ανάγκη κάποιας διόρθωσης εδώ. Γίνεται εύκολα.
Η κυβέρνηση να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια γιατί αυτό είναι που τη συμφέρει και όλως τυχαίως αυτό είναι που συμφέρει κι εμάς, τους δόλιους πολίτες.