Όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους αναγράφονται στον ετήσιο προϋπολογισμό και απολογισμό. Πλέγμα διατάξεων αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει την χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του Κρατικού Προϋπολογισμού και των εκτός αυτού φορέων.
Το Υπουργείο Οικονομικών με την Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων και το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχουν κατασταλτικά και όχι πλέον προληπτικά την πορεία των δαπανών και σε περίπτωση ελλειμμάτων επιβάλλουν κυρώσεις με καταλογισμό στον υπαίτιο της ζημίας , μπορούν όμως να παραπέμψουν την υπόθεση στην δικαιοσύνη για την αναζήτηση ποινικών και αστικών ευθυνών.
Στη θεωρία πρόκειται περί ενός τέλειου συστήματος που λειτουργεί με όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις στα πλαίσια του κράτους δικαίου και αρμόζει σε μία κοινωνία αγγελικά πλασμένη.
Στη πράξη όμως πρόκειται περί ενός μη λειτουργικού και μη αποτελεσματικού συστήματος κατ’ εξοχή χρονοβόρου και δαπανηρού τόσο για το Ελληνικό Δημόσιο όσο και για τον ιδιώτη, που είχε την ατυχία να μπλεχτεί στα γρανάζια του, αλλά αντίθετα παρέχει πλήρη ατιμωρησία και κάλυψη παντός είδους για όσους νοσφίθηκαν δημόσιο χρήμα.
Ο λαός λέει, ότι τα λεφτά ή τα κληρονομείς ή τα παντρεύεσαι ή τα κλέβεις. Ατιμωρητί ή σχεδόν ατιμωρητί μόνο το δημόσιο χρήμα μπορείς να κλέψεις αλλά όχι με πράξεις βίας, αλλά νομότυπα εκμεταλλευόμενος ατελείς διαδικασίες ή οικονομικούς σχεδιασμούς που παρέχουν τέτοιες ευκαιρίες. Αρκεί με τη βοήθεια του πολιτικού συστήματος να βρίσκεσαι στην κατάλληλη θέση.
Πολύ συχνά δημοσιοποιούνται τέτοιες περιπτώσεις με βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν παραδειγματικά και το δημόσιο χρήμα θα ανακτηθεί και μετά από λίγο άκρα του τάφου σιωπή και στη καλύτερη περίπτωση η υπόθεση να έχει διαβιβαστεί στη δικαιοσύνη.
Στην περίπτωση αυτή ανοίγει ένας κύκλος έρευνας από τους εισαγγελείς διαφθοράς, που στην υπηρεσία τους εκκρεμούν κάποιες χιλιάδες υποθέσεις, οι οποίοι μετά την προκαταρκτική εξέταση, που αν διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη διαρκεί πάνω από χρόνο, παραπέμπουν την υπόθεση στον ανακριτή διαφθοράς για τακτική ανάκριση, που διαρκεί με την νέα πραγματογνωμοσύνη και την τεχνική έκθεση που συντάσσεται από τους πραγματογνώμονες του κατηγορουμένου κάποια χρόνια. Στο τέλος καλείται το δικαστικό συμβούλιο να προσδιορίσει την υπαιτιότητα των κατηγορουμένων και το μέγεθος της ζημίας.
Η όλη διαδικασία παρέχει εγγυήσεις δικαίας δίκης, αλλά παρουσιάζει μεγάλες δυσχέρειες. Ενδεικτικά οι περισσότεροι δικαστές στερούνται των ειδικών οικονομικών και επαγγελματικών γνώσεων για να κρίνουν σύνθετα ζητήματα με αποτέλεσμα να στηρίζονται στην επισφαλή γνώμη των πραγματογνωμόνων.
Η παραγραφή του αξιοποίνου αρχίζει από την πράξη και όχι από την αποκάλυψη της με αποτέλεσμα οι περισσότερες υποθέσεις να υποπίπτουν σε παραγραφή και εν επιδικία.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι μάρτυρες και επιθεωρητές καταθέτουν μετά δισταγμού για να μην υποστούν διώξεις, μηνύσεις και αγωγές, τις οποίες αντιμετωπίζουν μόνοι τους χωρίς προστασία από την Πολιτεία.
Επίσης υπάρχουν υπηρεσιακές και πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά και ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως στις περιπτώσεις, που κατάγγειλε ο κ. Κοντονής και την με πρόφαση την περίπτωση της καθαρίστριας του Βόλου κατάργηση του ν.1608/1950 «περί καταχραστών του Δημοσίου», ισχυρής αποτρεπτικής διάταξης.
Η επιτροπή Πισσαρίδη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών πρότεινε κάποιες λύσεις, αλλά αμφιβάλλω αν εφαρμοσθούν τελικά λόγω αντιδράσεων ακόμα και των δικαστικών ενώσεων.
Είναι γεγονός ότι από τα κλεμμένα χρήματα του Δημοσίου ανακτώνται λιγότερα από το 10% με ατέρμονες και πολυδάπανες διαδικασίες, που πολλές φορές το κόστος υπερβαίνει το όφελος.
Αυτό αποτελεί μια πρόκληση για την αναδιοργάνωση των ελεγκτικών και δικαστικών υπηρεσιών του Κράτους για την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική λειτουργία των σχετικών υπηρεσιών, που απαιτεί όχι μόνο νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά και ουσιαστικότερη απόδοση υπηρεσιών εκ μέρους των δημόσιων υπαλλήλων, που επιτυγχάνεται μόνον με την σωστή αξιολόγηση και με την αξιοκρατική και όχι με πολιτικά κριτήρια επιλογή των προϊσταμένων των υπηρεσιών.
Η πρόσφατη περίπτωση εισπράξεως μη δικαιούμενων επιδοτήσεων - για την οποίαν δεν πρόκειται να ασχοληθώ, γιατί εκκρεμεί διοικητικά και ενδεχομένως και ποινικά- ανέδειξε την αναγκαιότητα επαναφοράς του προληπτικού ελέγχου για την εκταμίευση κρατικών δαπανών ακόμη και των επιχορηγήσεων του ΕΣΠΑ, που αδόκιμα καταργήθηκε το 2017.
Ανέδειξε επίσης την αναποτελεσματικότητα του κατασταλτικού ελέγχου, που καθυστερεί υπέρμετρα πολλές φορές πέραν της επταετίας και στο τέλος σε πλείστες περιπτώσεις το Ε.Σ. αποφαίνεται, ότι ο υπόλογος εν καλή πίστη ενήργησε ή με νομοθετική ρύθμιση οι άτακτες δαπάνες κυρίως των ΟΤΑ .κρίνονται νόμιμες.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, όταν μετά μυρίων βασάνων εκδοθεί κάποτε μια πράξη καταλογισμού σε βάρος του υπολόγου για την επιστροφή των νοσφισθέντων δημόσιων χρημάτων, που πρέπει να γίνει αμετάκλητη για να εκτελεστεί, εάν υπάρχει περίπτωση να ανακτηθεί έστω και μέρος των χρημάτων.
Αυτό εξαρτάται από το τι κινητή ή ακίνητη περιουσία του υπόχρεου θα βρεθεί, συνήθως όμως δεν βρίσκεται τίποτε, γιατί τα μεν μετρητά έχουν κατατεθεί σε τράπεζες με άλλο όνομα, τα δε ακίνητα έχουν ένα σωρό προνομιακά βάρη πάνω τους, που σε περίπτωση πλειστηριασμού το Δημόσιο κατατάσσεται τυχαία δηλαδή δεν εισπράττει τίποτα.
Επομένως εφόσον με την καταστολή επιτυγχάνονται πενιχρά αποτελέσματα πρέπει να ενισχυθεί η πρόληψη, όχι μόνο με την επαναφορά του προληπτικού ελέγχου, αλλά με την σωστή κατόπιν μελέτης νομοθέτηση των διαφόρων μέτρων, που εκταμιεύονται χρήματα.
Κι αυτό, προκειμένου να μην παρέχεται η δυνατότητα καταστρατηγήσεως των αορίστων και χωρίς την πρόβλεψη φραγμών, διατάξεων και με την ταχεία απόδοση των πάσης φύσεως κυρώσεων, οι οποίες πρέπει να βαίνουν παράλληλα και όχι η εκτελεστική εξουσία να περιμένει την δικαστική ή τούμπαλιν.
Εν τω μεταξύ οι νοσφιστές και όταν ακόμα στη σπάνια περίπτωση, που θα αποκαλυφθούν, απολαμβάνουν με τα κλεμμένα χρήματα μεγάλη ζωή και προστασία συνεχίζοντες τις οικονομικές δραστηριότητες ακόμα από την φυλακή, χωρίς, πλην εξαιρέσεων, ιδιαίτερη ταλαιπωρία γιατί είναι πολλά τα λεφτά και χωρίς οι πράξεις τους να συνεπάγονται κοινωνική απαξία ,αφού μάλιστα καταργήθηκε με τον νέο Π.Κ. η παρεπόμενη ποινή της στερήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων.
Νομίζω, η κατάσταση που περιγράφω παραπάνω ανταποκρίνεται πλήρως στο Λατινικό ρητό Beati Possidentes δηλαδή Μακάριοι οι κατέχοντες.
Υ.Γ. Χρησιμοποιώ την λέξη της καθαρεύουσας νοσφισμός, που ως γενική έννοια αποδίδει καλύτερα κάθε μορφή σφετερισμού, άλλωστε ο παλαιός Ποινικός Νόμος και ο Οργανισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών την χρησιμοποιούν.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.