Του Δημήτρη Καμπουράκη
Γνώρισα κάποτε έναν τύπο που αν και ήταν καταφανώς φαιδρή και αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα, είχε βγάλει πολλά λεφτά στην ζωή του. Όχι με κομπίνες, ούτε μια φορά κατά τύχη, αλλά με πολλές και απανωτές δουλειές που όλες του 'βγαιναν. Πέτρα έπιανε ο άτιμος, χρυσάφι γινόταν.
Αυτό το -φαινομενικά- ασυμβίβαστο ανάμεσα στον χαρακτήρα του και την επιτυχία, με διαόλιζε. Ρώτησα κάποιον που είχε συνεργαστεί μαζί του. Μου 'δωσε την ακόλουθη εκπληκτική εξήγηση: «Ας πούμε ότι εγώ, εσύ κι εκείνος, βγαίνουμε μαζί σ' ένα μπαλκόνι που βλέπει σε μια πλατεία η οποία είναι ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο. Εμείς οι δυο θα δούμε από κάτω μας ένα χαοτικό και άναρχο άθροισμα ανθρώπων δίχως κανένα χαρακτηριστικό. Το δικό του μάτι όμως, θα διακρίνει αμέσως μέσα στο πλήθος τρεις διαφορετικές αγορές. Και θα τρέξει μετά να τους πουλήσει αυτό που έχουν ανάγκη. Και θα τους το πουλήσει πανάκριβα, διότι αυτός ανακάλυψε την αγορά. Αυτό είναι το προσόν του. Το 'χει μόνο ένας στις εκατό χιλιάδες κι αυτός ο ένας πλουτίζει πολύ».
Γιατί θυμήθηκα αυτή την ιστορία; Διότι η ελληνική κοινωνία έχει έναν διαχρονικό αρνητικό εθισμό απέναντι σε κείνους τους ολίγους, που είτε λόγω κεκτημένων προσόντων και μεθοδικότητας, είτε λόγω εσωτερικής ικανότητας, καταφέρνουν να βρεθούν με παραπάνω χρήματα στην τσέπη απ' όσα διαθέτει ο μέσος όρος. Πάντα έτσι ήταν ο Έλληνας (η περίφημη μεσαία τάξη δεν ήταν μόνο στυλοβάτης της κοινωνίας και της οικονομίας, είχε και τις κατάρες της) όμως τα τελευταία χρόνια το χούι αυτό επενδύθηκε με συγκεκριμένα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Με δυο λόγια, νομιμοποιήθηκε. Πρώτα στην μαζική κοινωνική συνείδηση και μετά στο ίδιο το κρατικό εποικοδόμημα μέσω της τεράστιας φορολογίας και της ασφάλισης που είναι φορολογία.
Η περιβόητη «ταξική προκατάληψη» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μαζί με την συλλήβδην καταγγελία του παλιού «κλεπτοκρατικού» πολιτικού συστήματος, οδήγησαν σε μια κοινής αποδοχής εξίσωση: Πλούσιος ή ευκατάστατος ισούται με ένοχο. Δεν υπάρχουν ικανοί, καταφερτζήδες, έξυπνοι, τυχεροί ή μορφωμένοι που απολαμβάνουν το αποτέλεσμα των κόπων και των δεξιοτήτων τους, υπάρχουν μόνο κλέφτες, απατεώνες και κομπιναδόροι που πλούτισαν κλέβοντας τα λεφτά των άλλων. Και όχι γενικώς των άλλων, αλλά ειδικώς των φτωχών και των καταφρονεμένων. Μην υποτιμάτε διόλου αυτή την βολική μαζική δοξασία, που υποβιβάζει συλλήβδην την οικονομική επιτυχία σε πρακτική υποκόσμου. Είναι ικανή να καταστρέψει ή έστω να καθηλώσει ανεπανόρθωτα μια κοινωνία.
Η κλασσική σοσιαλδημοκρατική συνταγή «τα σημερινά τους κέρδη, είναι οι αυριανές επενδύσεις και οι μεθαυριανοί φόροι και θέσεις εργασίας» δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μέσα σε τέτοιο κλίμα. Ο D. Gros σε προχθεσινή συνέντευξη του στον Γιώργο Φιντικάκη τονίζει ότι καμιά χώρα δεν μπορεί ν' αναπτυχθεί πραγματικά μόνο με λίγες μεγάλες ξένες επενδύσεις, αν οι ίδιοι οι κάτοικοι της δεν επενδύσουν τα κεφάλαια τους στο εσωτερικό της. Με φοροασφαλιστική πολιτική όμως που απαγορεύει σε κάποιον να βάλει έστω κι ένα ευρώ στην τσέπη σε εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ τον χρόνο και με κλίμα ταξικού μίσους στα πέριξ, ποιος θα επενδύσει το περίσσευμα των χρημάτων του για να δημιουργήσει μια μικρή επιχείρηση;
Με μια κοινωνική συνείδηση που θεωρεί τον εύπορο όχι εν δυνάμει κεφαλαιούχο, αλλά κλέφτη που πρέπει να γυρίσει τα λεφτά και να τιμωρηθεί για την πράξη του, ποια κυβέρνηση θα τολμήσει να κατευθύνει τα οικονομικά περισσεύματα του κράτους σε μειώσεις φόρων προς επιχειρήσεις και όχι σε διαμοιρασμό επιδομάτων; Κι όταν ακόμα και τα πρόστιμα της τροχαίας διαχωρίζουν τους κάτω των 50.000 (που θα πληρώνουν απλό πρόστιμο) και τους άνω των 50.000 (που θα πληρώνουν διπλό για την ίδια παράβαση) πως ο απλός πολίτης να μην διαπνέεται από τιμωρητική λογική για τον πλουσιότερο γείτονα του;
Η περίφημη «ταξική μεροληπτικότητα» που τόσο περήφανα διατυμπανίζουν οι κυβερνώντες αριστεροί, δεν καταλήγει μόνο να τιμωρεί αντί να επιβραβεύει τον τύπο με το «καλό μάτι» που περιέγραψα στην αρχή του κειμένου. Σε βάθος χρόνου καταλήγει να αποτρέπει και μας τους δυο άσχετους που βγαίνουμε στο μπαλκόνι μαζί του, από το να διδαχθούμε απ' αυτόν πως θα βγάλουμε χρήματα.
Πρώτον, διότι το επιχειρηματικό κέρδος είναι de facto ενοχοποιημένο στα μάτια μας και δεύτερον διότι μαθαίνουμε να ζούμε μέσω της ελάσσονος προσπάθειας. Κι αν το κάνει ο διάολος και οξυνθούν πολύ τα πράγματα πάνω στο μπαλκόνι (στην κορύφωση της ταξικής πάλης) τον πετάμε και κάτω αφού του πάρουμε το κλεμμένο χρήμα απ' την τσέπη. Όσο για το τι θα φάμε την άλλη μέρα, όλο και κάποιο επίδομα θα βρεθεί στον δρόμο μας…