Η προαναγγελθείσα κοινοβουλευτική «κατάρρευση» του ΣΥΡΙΖΑ – που ακολούθησε την εκλογική και δημοσκοπική υποχώρηση των ποσοστών του - από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επήλθε με μια κοινή κίνηση ανεξαρτητοποίησης της Θεοδώρας Τζάκρη και της Γιώτας Πούλου, εν είδη ομαδικής αποχώρησης από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, διασφαλίζοντας ότι καμία από τις δύο δεν θα φέρει τη «σφραγίδα» του «αποστάτη».
Η νέα κοινοβουλευτική διάταξη φέρνει έτσι το ΠΑΣΟΚ στον θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με ποσοστό στις εθνικές εκλογές, τον Ιούνιο του 2023, 11,84% και 31 έδρες, καλείται πλέον να διαχειριστεί τις αρμοδιότητες και τα προνόμια της δεύτερης τη τάξει κοινοβουλευτικής δύναμης. Η εξέλιξη, εκτός από πρωτοφανής για τα μεταπολιτευτικά χρονικά, οδηγεί για πρώτη φορά και στο παράδοξο, οι αλλαγές σε επίπεδο δημοσκοπήσεων να αποτυπώνονται και στον κοινοβουλευτικό χάρτη, χωρίς να μεσολαβήσουν κάλπες. Για την κυβέρνηση, η εξέλιξη αποτυπώνει το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ, που αναπτύχθηκε εν μέσω μνημονίων, ανταποκρινόμενος, όπως λένε κυβερνητικά στελέχη, στις ανάγκες της εποχής ανάγοντας τον λαϊκισμό σε πολιτική.
Τα νέα δεδομένα οδηγούν και το κυβερνητικό επιτελείο σε αναπροσαρμογή της στρατηγικής του. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αφήγημα αποτελεί, ούτως ή άλλως, παρελθόν εδώ και μήνες, ωστόσο η ανάδειξη - δημοσκοπική και κοινοβουλευτική - του ΠΑΣΟΚ στην αντίπαλη πολιτική δύναμη, που ευθέως δηλώνει ότι διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας, κάνει αναπόφευκτη την κατά μέτωπο αντιπαράθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη.
«Πρακτικά σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση άλλαξε χρώμα και κόμμα, μακάρι να αποκτήσει και κοστολογημένο πρόγραμμα», ήταν το πρώτο σχόλιο του κυβερνητικού εκπροσώπου, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, για τις οποίες το Μέγαρο Μαξίμου προετοιμάζεται από το καλοκαίρι, σε επίπεδο στρατηγικής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ήδη από την πρώτη κοινοβουλευτική «μάχη» της νέας περιόδου, είχε δείξει ότι αντίπαλός του μέσα στη Βουλή, θα είναι πλέον ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, είχε ξεκαθαρίσει ότι ο ίδιος δεν θα βρίσκεται καν στην αίθουσα της ολομέλειας, όσο ο Νίκος Παππάς είναι ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και έως ότου αναδειχθεί ο νέος πρόεδρος του κόμματος.
Η κυβέρνηση επιστρατεύει δύο αιχμές στην κριτική της και κατ’ επέκταση στην αντιπαράθεσή της με τη Χαριλάου Τρικούπη. Πρώτον, το γεγονός ότι έως τώρα κάθε πρόταση, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, που έχει κατατεθεί - με τελευταία την τροπολογία για την ένταξη των υγειονομικών στα βαρέα και ανθυγιεινά - είναι ακοστολόγητη, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη, κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ ότι επιστρέφει στην εποχή των «λεφτόδεντρων» και αποκαλώντας το «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ».
Δεύτερο σημείο κριτικής, η στάση, που έχει τηρήσει ως αντιπολίτευση, ακόμη και μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για αντιπολίτευση του «όχι σε όλα», χωρίς αξιοπιστία και με αντιπολιτευτική τακτική, που περιορίζεται όχι στην εποικοδομητική στάση, αλλά στην αντικυβερνητική ρητορική, ακόμη κι αν χρειαστεί να απεμπολήσει πάγιες πολιτικές της θέσεις, όπως συνέβη στην επιστολική ψήφο ή τη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Το πρώτο μείζον ζήτημα, στο οποίο Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ - Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Ανδρουλάκης - θα αντιπαρατεθούν, θα είναι η συζήτηση και ψήφιση του Προϋπολογισμού. Ήδη, ο κ. Ανδρουλάκης έχει κάνει λόγο για έσοδα του κράτους λόγω των έμμεσων φόρων, επικρίνοντας την κυβέρνηση ότι πανηγυρίζει χωρίς να έχει ανασυγκροτήσει το παραγωγικό μοντέλο και να έχει δημιουργήσει ένα υγιές φορολογικό σύστημα.
Η κυβερνητική απάντηση υπενθυμίζει ότι εδώ και πέντε χρόνια δεν έχει αυξηθεί ή επιβληθεί κανένας φόρος, αντιθέτως μειώνονται άλλοι 12 από τον Ιανουάριο, ενώ η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως σημειώνει, έχει οδηγήσει σε αύξηση εσόδων.
«Δεν υπερφορολογούμε τους πολίτες, συνεχίζουμε να μειώνουμε τα φορολογικά βάρη, μακριά από εμάς οποιαδήποτε συζήτηση για υπερφορολόγηση, η ανάλυση αυτή είναι άστοχη αλλά και άδικη», λέει ο Παύλος Μαρινάκης, επαναφέροντας στο προσκήνιο το συνολικό πακέτο μέτρων, ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, που προβλέπει ο Προϋπολογισμός για τα νοικοκυριά, τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων, όπως και μέτρων στήριξης, όπως τα στεγαστικά επιδόματα φοιτητών. Επόμενα «ορόσημα» στην πολιτική ατζέντα, μετά τον Προϋπολογισμό, αναμένεται να είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και η συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, θέματα, που θα κρίνουν εν πολλοίς και την πορεία σύγκρουσης ή συναίνεσης στο πολιτικό σκηνικό.
Η κυβέρνηση, όπως και το ΠΑΣΟΚ, έχουν μία κοινή «δεξαμενή» ψηφοφόρων, με αναφορές στη μεσαία τάξη και τον μεσαίο χώρο. Το Μέγαρο Μαξίμου προσανατολίζει τη στρατηγική του, στοχεύοντας στους πολίτες εκείνους, που σήμερα καταγράφονται στο 15% των αναποφάσιστων στις δημοσκοπήσεις, προτάσσοντας τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, την ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας, ώστε αυτή να διατηρηθεί, αλλά και την προοπτική, που το μεταρρυθμιστικό πρόσημο των πολιτικών της μπορεί να φέρει για τη χώρα.
Η διακήρυξη της ενίσχυσης των εισοδημάτων και της περεταίρω μείωσης της ανεργίας, μαζί με την δέσμευση ότι η υπεραπόδοση των οικονομικών θα οδηγεί στη στήριξη και φοροελάφρυνση της μεσαίας τάξης, δημιουργεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναμένεται να κινηθεί το επόμενο διάστημα το κυβερνητικό επιτελείο.
Με τον Νίκο Ανδρουλάκη να μην έχει πείσει το εκλογικό σώμα, όπως καταδεικνύουν οι μετρήσεις, ότι διαθέτει τα χαρακτηριστικά του «πρωθυπουργίσιμου» πολιτικού προσώπου και το ΠΑΣΟΚ στο σύνολό του να μην έχει δημιουργήσει δυναμική νίκης και «κυβερνησιμότητας», κεντρικός στόχος για το Μέγαρο Μαξίμου θα είναι η διατήρηση και η ανάδειξη αυτών των «μειονεκτημάτων» για τη Χαριλάου Τρικούπη, μέχρι τη στιγμή των εθνικών εκλογών. Πάνω σε αυτά τα χαρακτηριστικά, άλλωστε, θα «χτιστούν» και τα διλήμματα της κάλπης.