Συμβαίνει το εξής παράδοξο με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα στο σύνολό της και η Ευρώπη ειδικότερα. Από τη μία λειτουργούν ως αυτό που στη στρατηγική της επικοινωνίας λέγεται «πολιτική ευκαιρία» ανοίγοντας ένα αχανή, κυριολεκτικά, χώρο στους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις τους να παράγουν πολιτικό λόγο οραματικών διαστάσεων, να εμπνευστούν από ιδέες, να διατυπώσουν υποσχέσεις με τη μορφή μεγάλων αφηγημάτων σε βάθος χρόνου, αφηγήματα ικανά να συνεπάρουν μια κοινή γνώμη καταπονημένη τόσο από την πραγματικότητα των κρίσεων που έκαναν την καθημερινότητα αβίωτη όσο και από τη διάψευση της θεμελιώδους υπόσχεσης ότι οι κοινωνίες προοδεύουν αενάως, χωρίς «πισωγυρίσματα».
Ζητήματα όπως η Ενεργειακή Κρίση, η Πράσινη Μετάβαση, η μεταμόρφωση των εργασιακών σχέσεων που θα επιφέρει η αυτοματοποίηση αλλά και η αύξηση των ορίων διαβίωσης είναι προνομιακά θέματα ενασχόλησης για όσους θέλουν να συμμετέχουν στη συζήτηση που γίνεται διεθνώς ή ακόμα και να χτίσουν απλώς ένα σύγχρονο προφίλ, αν βλέπουν την πολιτική πιο επιφανειακά.
Για τα θέματα αυτά οργανώνονται μεγάλα διεθνή φόρουμ που απασχολούν πολύ τη δημοσιότητα και παράγουν άφθονο υλικό επικοινωνίας και όποιος θέλει να λογίζεται για «ψαγμένος» δεν είναι δυνατόν να τα αγνοεί ή να μην τα σχολιάζει.
Την ίδια στιγμή όμως, ακριβώς επειδή οι λύσεις στα προβλήματα αυτά προϋποθέτουν ευρύτατες πολιτικές συναινέσεις, συνέργειες, μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, δέσμευση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων χωρίς τα αποτελέσματα να είναι εξασφαλισμένα, οι κυβερνώντες που δομούν το λόγο και την εικόνα τους πάνω σε αυτούς τους θεματικούς άξονες, διαθέτουν πολύ περιορισμένο χρόνο για να καταγράψουν αποτελέσματα και με αυτά να διεκδικήσουν την επανεκλογή τους.
Και τότε αρχίζουν οι άτσαλες εκπτώσεις: πολυαναμενόμενα νομοθετήματα που ρυθμίζουν ζητήματα που έχουν μείνει εκκρεμή για δεκαετίες υπονομεύονται με τη μορφή τροπολογιών για μικροεξυπηρετησεις σε οργανωμένες ομάδες που σπρώχνουν τις δικές τους ατζέντες. Τα «μείγματα πολιτικής» μετατρέπονται σε «σαλάτα ευνοϊκών ρυθμίσεων» συντεχνιακού τύπου. Εκλογικές στρατηγικές που θεμελιώνονται στην αρχή της πόλωσης και της τυφλής αντιπαράθεσης αποκλείουν και τη σκέψη ακόμα της στοιχειώδους συνεννόησης πάνω στα μεγάλα ζητήματα.
Και κάπως έτσι, συστημικά κόμματα και πολιτικοί που τελικά εγκλωβίζονται στην εκάστοτε συγκυρία βρίσκονται να επιβεβαιώνουν την κριτική που τους κάνουν λαϊκιστικά μορφώματα που παράγουν λόγο ανέξοδο και εμπρηστικό.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτρέπουν αυτόν ακριβώς τον εγκλωβισμό στη συγκυρία αφού αναγκάζουν τα κόμματα και τις ηγεσίες τους να δεσμευτούν σ'ένα μίνιμουμ συμφωνίας.
Δείχνει λογικό όμως αν αποδεχτούμε αυτήν την αρχή στην πραγματικότητα αποκλείουμε τις μεγάλες ιδεολογίες ως βάση της διακυβέρνησης.
Αν οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι η λύση στα προβλήματα που δημιουργεί η ασφυξία του καθορισμένου χρόνου κάθε κυβερνητικής θητείας, σε ποια θεωρητική βάση θα επεξεργαζόμαστε τις προγραμματικές δράσεις για τα μεγάλα προβλήματα; Και σε ποια βάση τα πολιτικά κόμματα θα διεκδικούν ξανά την ψήφο μας μετά από τη λήξη της θητείας των κυβερνήσεων συνεργασίας;
Ίσως, η λύση να βρίσκεται αλλού. Ίσως, η διαχείριση των μεγάλων ζητημάτων να πρέπει να αυτονομηθεί από το κυβερνητικό έργο και να τρέχει ανεξάρτητα από αυτό. Ίσως, οι νέες ιδεολογίες να σφυρηλατηθούν μέσα από την καθημερινή διαχείριση των μεγάλων κρίσεων εφαρμόζοντας τα playbook των διεθνών μη κυβερνητικών οργανισμών.
Πάντως, δε βλέπουμε τον τρόπο που η πολιτική μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τον τρόπο που ξέρουμε.