Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Πήγαμε να ανασάνουμε. Αρχικά μεταφορικώς. Μετά από σχεδόν πεντάχρονη διακυβέρνηση, όπου ο μπαχαλισμός έγινε, αν όχι η κυρίαρχη ιδεολογία του επίσημου κράτους, πάντως ο προνομιακός συνομιλητής του και μετά από την μετατροπή της χώρας σε κράτος τριτοκοσμικό, με ύπαρξη θυλάκων, όπως τα Εξάρχεια και κάποιες πανεπιστημιακές σχολές όπου δεν ασκείτο η κρατική κυριαρχία, επιτέλους είδαμε μια κυβέρνηση που δείχνει να αντιλαμβάνεται την πολιτική, οικονομική και ψυχολογική αξία της ευταξίας/ευνομίας…
Στη συνέχεια πήγαμε να ανασάνουμε κυριολεκτικώς: Επί δεκαετίες ζούσαμε την αυτογελοιοποίηση του κράτους με την ακύρωση εν τοις πράγμασι όλων των αντικαπνιστικών νόμων, από τον Αβραμοπούλειο, που έβαλε τους μαγαζάτορες να φτιάξουν πανάκριβα κρυστάλλινα διαχωριστικά, έως τους πιο πρόσφατους. Και όλο αυτό το διάστημα αισθανόμαστε, σε κάθε δημόσιο χώρο, να ζούμε σε θάλαμο αερίων, χωρίς μάλιστα αντιασφυξιογόνες μάσκες. Οπότε με ηδονή νιώσαμε μια κυβέρνηση πρόθυμη να εναντιωθεί στην περιβόητη «ελληνική εξαιρετικότητα» και διατεθειμένη να προστατεύσει τα ακούσια θύματα της αντικοινωνικότητας των ομοεθνών μας βαρβάρων. Και όχι μόνον των ομοεθνών μας. Και οι αλλοδαποί εκδήλωναν παρ' ημίν αχαλίνωτα τα –καταστελλόμενα και καταπιεζόμενα στις «μη εκμπαχαλισμένες» χώρες τους- πρωτόγονα ένστικτά τους… (Παράδοξο της ιστορίας. Πρώτος που κατήγγειλε την «ελληνική εξαιρετικότητα» υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1911, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να παραπέμψω στο εδώ και χρόνια εξαντλημένο βιβλίο μου «Ο βενιζελισμός της Ανόρθωσης» των εκδόσεων Σάκκουλα. Και πρώτος που δείχνει διατεθειμένος να την καταστείλει είναι ο εκ πλαγίου δισέγγονός του)…
Και έπειτα…
Ήρθε ο Σεφέρης… Που –σε επιστολή προς τον Θεοτοκά- έλεγε «δεν μου φταίνε οι θεσμοί και τα συστήματα, μου φταίει η ικανότητα των Ελλήνων να ξεφτιλίζουν κάθε θεσμό και κάθε σύστημα»! Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί, σε μια λιγότερο ποιητική παράφραση του Σολωμού: «Σε λαούς προβληματικούς δεν τους πρέπει ευταξία και ευνομία»… Με τι κίνητρο γράφω αυτές τις σκέψεις;
Η «εφαρμοσιμότητα» κάθε νόμου εξαρτάται –από τη βούληση και την αποφασιστικότητα της πολιτείας προφανώς: ήμουν βέβαιος για την «ακύρωση» του αντικαπνιστικού νόμου την προηγούμενη φορά, όταν ο αρμόδιος για την εφαρμογή του κυβερνητικός παράγων και στενός προσωπικός μου φίλος Αντώνης Δημόπουλος είπε στην τηλεόραση «ε, δεν θα κατεβάσουμε και τα τανκς για το τσιγάρο, θα ασκήσουμε παιδαγωγική στα σχολεία»…, αλλά και- από την κοινωνική του νομιμοποίηση, δηλαδή την αποδοχή του από το κοινωνικό όλον…
Λοιπόν το πιστεύω βαθιά: τμήματα της αστυνομίας -είτε προβοκατόρικα για να υπονομεύσουν κυβερνήσεις που ενδεχομένως δεν τους είναι αρεστές είτε, πολύ συχνότερα και κατ' εφαρμογή της αενάως κυρίαρχης «ιδεολογίας της οκνηρίας», για να δημιουργήσουν μια κοινωνική αντίδραση τέτοια που θα απαλλάξει στο μέλλον το σώμα από την επίμοχθη προσπάθεια εφαρμογής του κανόνα δικαίου σε κάπως δύσκολες καταστάσεις- ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ να εφαρμόζουν τη νομιμότητα με τρόπο και σε συνθήκες που προκαλούν την ευαισθησία της κοινωνίας! Και αν μπορούν να υπάρχουν κάποιες θεμελιωμένες αμφιβολίες για τα κίνητρα των μηχανισμών καταστολής, όταν στην προσπάθεια αποκατάστασης της δημόσιας τάξης συντελούνται κάποιες υπερβάσεις της αναγκαίας βίας … (Επί του πεδίου, πράγματι, δεν είναι πάντα εφικτό να σταθμιστεί το απολύτως επιβαλλόμενο όριο και μέτρο της απαραίτητης και αποτελεσματικής βίας)… Ελάχιστες αμφιβολίες επιτρέπονται για τα κίνητρα αυτά, όταν η ΠΡΩΤΗ κατασταλτική παρέμβαση για την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου γίνεται –εφόσον βέβαια οι τηλεοπτικές εκπομπές μας πληροφόρησαν ορθώς- όχι σε χώρο «βιασμού» των άκαπνων από τους τραμπούκους καπνιστές, αλλά σε ένα μικρό μπαρ, όπου ουδείς κάπνιζε, πλην όμως «δεν υπήρχε ο απαιτούμενος αριθμός πινακίδων στις οποίες να καταγράφεται η απαγόρευση του καπνίσματος»!!!! Και επιβλήθηκε γι' αυτό στον επιχειρηματία πρόστιμο 500 ευρώ, πιθανόν ίσο προς το καθαρό μηνιαίο κέρδος της μικρής επιχείρησης!
Λόγω λοιπόν του ύποπτου εν προκειμένω ζήλου των …τεσσάρων οργάνων της τάξης, που κατά τα μεταδοθέντα βεβαίωσαν την παράβαση, δυστυχώς χρειάζεται και η επαγρύπνηση της πολιτείας. Και εν προκειμένω αναφέρομαι πρωτίστως στην ανάγκη παροχής σχετικών οδηγιών από τους κκ Χρυσοχοΐδη (τι να πρωτοκάνει αυτός ο άνθρωπος, σε πόσες λεπτές κόψεις να ισορροπήσει;) και Κικίλια, γιατί η άμεση διόρθωση του νομοθετικού πλαισίου -με διαφοροποίηση της ποινικής απαξίας του καπνίσματος από αυτήν της απουσίας επαρκούς αριθμού πινακίδων ειδοποίησης- θα αναδείκνυε σε όλο του το μεγαλείο την προχειρότητα του νομοθετικού έργου της ελληνικής πολιτείας… Κύριοι υπουργοί μην αφήσετε τον -στην καλύτερη περίπτωση- βλακώδη τρόπο εφαρμογής του νόμου να οδηγήσει στην εκ νέου εν τοις πράγμασι ακύρωσή του! Λες και το ήξερε ο ήρωας του μυθιστορήματός μου «Ο Δικαστής» κάπου, πάνω κάτω, λέει: «Αν θες να ακυρώσεις έναν νόμο, εφάρμοσέ τον με άτεγκτη αγριότητα»!