Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Τη νεκρολογία του Ποταμιού, όσοι αρθρογραφούμε, την έχουμε γράψει από είκοσι φορές ο καθένας. Είναι σπάνιο ένα τόσο πολλά υποσχόμενο κόμμα να έδειχνε την ίδια στιγμή κι από την αρχή, το ίδιο θνησιγενές. Αυτό, το δεύτερο, είχε να κάνει λιγότερο με τη ρητορική ενός κόμματος που επέλεξε να απευθυνθεί με τρόπο ρηχό, χαζοχαρούμενο και εν τέλει απολιτικό σ'ενα σκληροπυρηνικά πολιτικοποιημένο κοινό που είχε μάλιστα σκληραγωγηθεί μέσα στο εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον που δημιούργησε από το 2010 ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οφείλεται περισσότερο στη συγκυρία που μας επέβαλε ως μόνο κριτήριο αξιολόγησης ενός πολιτικού χώρου τη δυνατότητα του να κερδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να καταλάβει την εξουσία, μια ανάγκη που κάλυψε τελεσίδικα η εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι ευτυχώς βέβαια που εμφανίστηκε ο Μητσοτάκης γιατί η απάντηση ανάμεσα στη «γαϊδουροσύνη» της δεξιάς και την «παράνοια» της αριστεράς δεν μπορούσε να είναι η γιόγκα και οι ποδηλατοδρομίες.
Κάποτε, ο Σταύρος Θεοδωράκης που δεν χάνει ευκαιρία να παραπονιέται για τη σκληρότητα με την οποία τον έχουμε κρίνει, ίσως να καταλάβει πόσο βαθιά προσέβαλαν τα lifestyle, απολιτικά καμώματά του όσους ήταν στο χώρο από παλιά, τότε που η ζωή για την πλειοψηφία ήταν ανέμελη και εκείνος και άλλοι τους αντιμετώπιζαν ως «φιλελεύθερες γραφικότητες».
Όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν. Το Ποτάμι πριν πάρει την απόφαση να κατεβάσει τα ρολά έκανε και την πατριωτική πράξη-δώρο στη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά να ψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και να μην του την αφήσει ως εκκρεμότητα να στοιχειώνει την προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας. Και ο Μητσοτάκης βέβαια έδειξε ότι το εκτίμησε.
Τώρα που «το πανηγύρι σχόλασε» όπως λέμε στην Πελοπόννησο, οι προοδευτικοί θύλακες, δηλαδή οι μονάδες με φωνή και κάποιο ακροατήριο πρέπει να αποφασίσουν τη μελλοντική τους πορεία. Οι περισσότεροι έχουν βρει καταφύγιο στη Νέα Δημοκρατία και κάποιοι θα πάνε στο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκεί, τόσο στη ΝΔ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δουν τους εαυτούς τους ως καταλύτες. Να είναι ενοχλητικοί, να ασκούν πίεση στους απολιθωμένους κομματικούς κύκλους που αναπαράγουν τη συντήρησή τους όχι από πολιτική άποψη αλλά για ευκολία. Έχει νόημα οι προοδευτικές φωνές να συνεχίσουν να υπερασπίζονται τα προοδευτικά αιτήματα. Στην Ελλάδα η συντήρηση δεν έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες είναι μια ευκολία, είναι ο τρόπος που έχει βρει το πολιτικό σύστημα να μένει το ίδιο.
Το Ποτάμι μπορεί να τελείωσε αλλά τα αιτήματα παραμένουν. Πιστεύουμε ότι ο προοδευτικός κόσμος της χώρας οφείλει να τα κρατήσει ζωντανά απευθυνόμενος στους νεότερους. Ποιος ξέρει. Μπορεί αύριο οι συνθήκες να είναι καλύτερες. Η ελπίδα πρέπει να πεθαίνει τελευταία.