Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Ήταν, ίσως, το βότσαλο που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της πιο πληκτικής –διότι πιο προεξοφλημένης- «εκλογικής σούπας» που γνώρισε ποτέ ο τόπος.
Πολλοί, άλλωστε, από την πρώτη στιγμή της προεξαγγελίας της, εξέλαβαν τη συνέντευξη Τσίπρα στον Σκάι ως το υποκατάστατο της τηλεμαχίας των αρχηγών (η οποία δεν έλαβε χώρα, μάλλον επειδή ο Κυριάκος, σαν προπονητής ομάδας που προηγήθηκε με 3-0 στο ημίχρονο, αποφάσισε στη συνέχεια να παίξει κατενάτσιο, περιμένοντας χωρίς ρίσκο το διαιτητικό σφύριγμα της λήξης).
Στη συγκεκριμένη πρόσληψη της συνέντευξης συνέβαλε, μάλιστα, τόσο η αντιπολιτευτική στάση του σταθμού προς την κυβέρνηση όσο και η συγγένεια της Σίας Κοσιώνη με την οικογένεια Μητσοτάκη.
Βέβαια οι προσδοκίες ήταν αποκλίνουσες: κάποιοι προσέβλεπαν στη συντριβή του απερχόμενου πρωθυπουργού, άλλοι όμως έβλεπαν αυτό το γεγονός ως την τελευταία σανίδα για τη σωτηρία του. Τελικά τι συνέβη, τελικά; Πώς αξιολογείται πολιτικά το συμβάν;
Ως προς τα ελαττώματά του, που δεν αποκαλύφθηκαν άλλωστε τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Τσίπρας ήταν ασφαλώς ο εαυτός του: Καθ' έξιν γλωσσοκτόνος, αλαζών, αδίστακτος, ανενδοίαστος, επιλεκτικά αμνήμων, ανίκανος για κάθε αυτοκριτική (το τελευταίο, βέβαια, χαρακτηρίζει τους περισσότερους ηγέτες, για να είμαστε ειλικρινείς). Επίσης, δε, εμφανίστηκε ανέντιμος προς τους συνομιλητές του: τόνισε τη συγγενική σχέση της Κοσιώνη με τον Μητσοτάκη, ενώ αυτή ούτε στην ακαδημαϊκή εξέλιξη της συμβίας του αναφέρθηκε, ούτε του «θύμισε» την προχθεσινή άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του αντεισαγγελέα πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, ο οποίος μετέτρεψε την κακουργηματική πλαστογραφία που καταλογίστηκε στον αδελφό του σε –παραγεγραμμένο με νόμο του ΣΥΡΙΖΑ- πλημμέλημα.
Τούτων δοθέντων, ωστόσο…
Ο Τσίπρας, θρασύς αναμφίβολα, αλλά πραγματικός μάγος της επικοινωνίας, με τη συνέντευξη κέρδισε και ψήφους και εντυπώσεις. Πράγματι…
Ήδη με την απόφασή του να εμφανιστεί στον «λάκκο των λεόντων» πιθανότατα απέκτησε κάποιες νέες συμπάθειες ως «τολμηρός», «μαχητής», «παίκτης». Οπωσδήποτε, δε, έδωσε μαχητικότητα στους δικούς του και τους γνωμακολούθους του, όπως αποκτούν κουράγιο για πάλη οι στρατιώτες που βλέπουν τον διοικητή της μονάδας τους να εφορμά μέσα στο ναρκοπέδιο του αντιπάλου.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι μπορεί να προσδοκάται για την επόμενη μέρα;
Πρώτον, είναι πιθανόν, μετά την ακραία κονιορτοποίηση του κομματικού συστήματος τον Μάιο του 2012, να επανέλθουμε σε έναν –διαφορετικό και λίγο μικρότερο- δικομματισμό, με τα δύο μεγάλα κόμματα να συναθροίζουν κοντά στο 70% (το 2009 είχαν συναθροίσει περί το 77%)...
Δεύτερον, είναι πιθανόν ο δικομματισμός αυτός στις εκλογές της Κυριακής να προκύψει σχετικά ισορροπημένος, πάντως όχι πάρα πολύ κυριαρχούμενος, ενδεχομένως κοντά σε μια σχέση της τάξης 40%-30%.
Τρίτον, τέλος, είναι πιθανόν ο δικομματισμός αυτός να είναι σχετικά κεντρομόλος, πάντως όχι εξαιρετικά φυγόκεντρος, με την έννοια πως η πορεία συντηρητικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ (όπως και του ΠΑΣΟΚ παλιότερα) ίσως αποδειχθεί ανέκκλητη. Χαρακτηριστικό είναι πως το κόμμα αυτό-απεκδύθηκε της δυνατότητας να αναπαραγάγει το σενάριο του 2015 με τον ΠτΔ…
Πέραν όλων αυτών παραμένει βέβαια και το ηθικό ζήτημα αν μια τέτοια ήττα αποτελεί επαρκή τιμωρία για έναν τόσο «απατεώνα», αλλά και αγράμματο, πολιτικό. Αυτό ασφαλώς και συζητείται. Πάντως, από την άλλη, θα μπορούσε να του πιστωθεί η αυτοσυγκράτηση της τελευταίας στιγμής –αφού έφερε στο χείλος του γκρεμού τη χώρα- το καλοκαίρι του 2015. Και οπωσδήποτε θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν θα ήταν προτιμότεροι στη θέση του άνθρωποι με τη σταθερή πορεία, τη συνέπεια, αλλά και την παιδεία της Ζωής και του Βαρουφάκη. Μιας και ο Κυριάκος δεν μπορεί να καλύψει μόνος του όλο το πολιτικό φάσμα και η Γεννηματά δεν έχει τις προϋποθέσεις να καλύψει μεγάλο τμήμα του υπολοίπου…
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου.