Όταν ήμουν πιτσιρίκι, όλο για την Κατοχή και τους Γερμανούς άκουγα από τους γονείς και τους συγχωριανούς μου. Σκληρά βιώματα, που αποτελούσαν διηγήσεις γύρω από το τραπέζι της οικογένειας. Μ’ ενδιέφεραν εκείνες οι εποχές του τρόμου, της πείνας και της αντίστασης, άκουγα τις αναμνήσεις τους εντυπωσιασμένος. Αντιθέτως, βαριόμουν αφόρητα τις ιστορίες των παππούδων μου για την κρίση του ’29 και τον Εθνικό Διχασμό.
Γιατί τα γράφω αυτά, θα ρωτήσετε. Ε ξέρω κι εγώ, με πιάνουν κάτι τέτοια κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου, που βάζω κάτω τις γενιές και τα βιώματα τους προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται μέσα μου και τι συμβαίνει στην κοινωνία γύρω μου. Τώρα που το καλοσκέφτομαι λοιπόν, όταν εγώ άκουγα με ενδιαφέρον για την Κατοχή, αυτή απείχε μόλις μια εικοσαετία από την παιδική μου ηλικία. Κάτι μου ‘λεγε ακόμα. Αντιθέτως, ο Διχασμός ήταν σαράντα χρόνια πίσω, οπότε μου φαινόταν τελείως απομακρυσμένος μέσα στον χρόνο. Δεν μου έλεγε τίποτα.
Και μετρώ τώρα τα χρόνια που πέρασαν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σαράντα οκτώ παρακαλώ. Πολύ περισσότερα απ’ όσο απείχε η δική μου νεανική ηλικία από τον Διχασμό για τον οποίον μου ’λεγαν οι ξεδοντιασμένοι γέροι στην πλατεία του χωριού κι εγώ χασκογελούσα. Τα σαράντα οκτώ αυτά χρόνια είναι δυο ολόκληρες γενιές με βάση τα παλιά μέτρα, αλλά τέσσερις γενιές τώρα που μετράμε μια γενιά ανά δέκα χρόνια.
Οπότε μην αναρωτιόμαστε γιατί κάποια δεκαεξάρικα παιδάκια κάνουν face control στην είσοδο του Μετσόβειου και κρίνουν ποιος θα μπει και ποιος όχι. Με τα δικά μας μέτρα θεωρούμε αδιανόητο να συμπεριφέρεται σήμερα ένα δεκαεξάχρονο ως ιδιοκτήτης της επετείου της εξέγερσης. Αλλά στο δικό του μυαλό, μισό αιώνα μετά, το Πολυτεχνείο δεν είναι πια τίποτα άλλο παρά μια αφορμή για να αυτοδικαιωθεί ως μέλος ενός γκρουπούσκουλου του 2021.
Τσάμπα τσαντιζόμαστε μ’ αυτά που βλέπουμε, δεν έχει κανένα νόημα ο θυμός μας. Στο τέλος - τέλος και η δική μας γενιά πρόσβαλλε με διάφορους τρόπους το νόημα του Πολυτεχνείου, τώρα το προσβάλλουν χειρότερα και οι νεότεροι. Η μοίρα των επετείων, η μοίρα των γενεών…