Ήρθε και η MARC να επιβεβαιώσει αυτά που φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Ότι δυο χρόνια μετά τις εκλογές η ΝΔ καταγράφει ιστορική πολιτική κυριαρχία, που όμοια της δεν έχει ποτέ γνωρίσει ελληνικό κόμμα στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τις μεταπολιτευτικές δεκαετίες δικομματισμό ζήσαμε, σπάνιες στιγμές προσωρινής κονιορτοποίησης του σκηνικού ζήσαμε, αλλά παγιοποίηση του σχήματος ενάμισι κόμμα δεν είχαμε ξαναζήσει.
Όσο θυμάμαι τις περιόδους της σύγκρουσης Α. Παπανδρέου - Κ. Μητσοτάκη ή Κ. Καραμανλή - Κ. Σημίτη που τα επιτελεία πανηγύριζαν αν έβλεπαν στις δημοσκοπήσεις υπεροχή 1,5 μονάδας από τον αντίπαλο, δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω για το πόσο άλλαξε ο κόσμος μας. Τώρα συνηθίσαμε τόσο πολύ την υπεροχή Μητσοτάκη, που η κυρά Κατίνα βλέπει στην τηλεόραση την περυσινή διαφορά των 18 μονάδων να γίνεται 16 και φωνάζει προβληματισμένη «έπεσε ο Κυριάκος».
Η MARC έβγαλε χθες διαφορά 16,4 μονάδων υπέρ της ΝΔ. Μια βδομάδα πριν η ALCO είχε δώσει διαφορά 12,9 μονάδων. Και οι δυο έρευνες (που μετρούν με διαφορετική μέθοδο) επιβεβαίωσαν ένα ουσιαστικά ακίνητο σκηνικό, αφού τα νυν αποτελέσματα τους είναι πανομοιότυπα με τα αποτελέσματα και της προηγούμενης δημοσκόπησης τους. Σα να λέμε, όλα τριγύρω αλλάζουνε και τα μόνα που μένουν στάσιμα είναι τα δημοσκοπικά δεδομένα.
Στην Κουμουνδούρου βέβαια έχουν ανακαλύψει καινούρια πατέντα. Παίρνουν τις δημοσκοπήσεις, βάζουν την παλάμη τους πάνω από τον πίνακα με την πρόθεση ψήφου ώστε να μην τον βλέπουν και περνάνε από μικροσκόπιο τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία. Την άποψη των πολιτών για την διαχείριση της πανδημίας, για τον εμβολιασμό, για την εγκληματικότητα, για άλλα ζητήματα της καθημερινότητας ή ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Τα διυλίζουν λοιπόν αυτά τα στοιχεία οι ΣΥΡΙΖΑίοι, βλέπουν πως ανεβοκατεβαίνουν τα νούμερα της ικανοποίησης της δυσαρέσκειας των πολιτών για κάθε μεμονωμένο ζήτημα ή πρόσωπο και αυτομάτως αρχίζουν τις γενικεύσεις. «Τα ποιοτικά δείχνουν ενόχληση των πολιτών από την κυβέρνηση, οπότε αυτό είναι νομοτελειακό να μεταφραστεί κάποια στιγμή και σε γενικότερη πολιτική δυσαρέσκεια που θα φανεί στην πρόθεση ψήφου».
Θεωρητικώς έχουν δίκιο, υπό μία προϋπόθεση. Ότι τα ποιοτικά θα έδειχναν κατάρρευση της ΝΔ και άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που δεν υφίσταται. Τουναντίον, ακόμα κι εκεί που η ΝΔ χάνει πόντους, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει περισσότερους. Αφήστε που δεν υπάρχει παγιωμένη πτώση των ποιοτικών της κυβέρνησης, αλλά ανεβοκατέβασμα τους ανάλογα με την συγκυρία και την θεματολογία των μέσων ενημέρωσης.
Το βασικότερο όλων όμως, που η Κουμουνδούρου αρνείται να το δει, είναι ότι αν υπήρχε υπόγεια μετατόπιση ποιοτικών στοιχείων εναντίον της κυβέρνησης, αυτό θα φαινόταν έστω και αμυδρά, έστω και υπαινικτικά στην πρόθεση ψήφου. Αυτή όμως παραμένει ακίνητη σαν τσιμεντωμένη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα πάνω-κάτω και πήγαινε-έλα των ποιοτικών στοιχείων των δημοσκοπήσεων, είναι μια ενδοοικογενειακή μουρμούρα και τίποτα άλλο.
Οι υποστηρικτές του Κυριάκου τσαντίζονται με το ένα, ενοχλούνται με το άλλο, διαφωνούν με το τρίτο, θα θελαν καλύτερο το τέταρτο, αλλά επί του παρόντος η (συχνά δικαιολογημένη) μουρμούρα τους είναι εντός της εστίας. Καμιά διάθεση δεν έχουν να εξέλθουν και να ψάξουν στέγη αλλού. Αλλιώς, δυο χρόνια μετά τις εκλογές θα διαφαινόταν αυτή η τάση. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να είναι αιώνιο, αλλά η τάση για δυνητική μεταστέγαση πάει για μετά τις εκλογές, όποτε γίνουν αυτές. Δηλαδή σε απώτερο ορίζοντα έξι χρόνων από σήμερα. Not bad για τον Κυριάκο, too bad για τον Αλέξη.