Δεν έχει καμία σημασία αν αρκετές από τις προτάσεις του σχεδίου Πισσαρίδη έχουν διατυπωθεί και στο παρελθόν και μάλιστα πολλές φορές. Αυτό όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα αλλά αντιθέτως, λειτουργεί ως εγγύηση ότι γράφτηκε με σοβαρότητα.
Είναι λίγο-πολύ γνωστό τι πρέπει να γίνει για να εκσυγχρονιστεί η χώρα και η απόφαση του πρωθυπουργού να αναθέσει σε μια επιτροπή υπό την προεδρία του «νομπελίστα Πισσαρίδη» παράγει συμβολισμούς προς πολλά και διαφορετικά κοινά: για τους πολλούς η υπόσχεση ότι τις προτάσεις για τη διαχείριση των «πακέτων από την ΕΕ» θα τις κάνει «ο νομπελίστας» λειτουργεί ως υπόσχεση ότι τα χρήματα δεν θα γίνουν βορά του πελατειακού κράτους.
Για τον ευρύτερο, απαιτητικό, κεντρώο χώρο με τον οποίο θέλει να συνομιλεί ο πρωθυπουργός, η σύνθεση της επιτροπής είναι εγγύηση ότι η κατεύθυνση του σχεδίου θα είναι και η πολιτική ατζέντα του χώρου αυτού, η υιοθέτηση της οποίας ήταν η άρρητη συμφωνία μεταξύ των Κεντρώων και του Μητσοτάκη για να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία.
Όμως το πραγματικά δυνατό σημείο της έκθεσης Πισσαρίδη είναι η συγκυρία και φυσικά δεν αναφερόμαστε στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιούργησε η πανδημία αλλά στο ότι πλέον έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.
Μετά τον Χαρίλαο Τρικούπη η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό της χώρας έγινε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ακολούθησε ο Κώστας Σημίτης, ένας δαιμόνιος πολιτικός και πανίσχυρος πρωθυπουργός που όμως δίστασε να κάνει όσα απαιτούνται για να υλοποιηθεί οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό σχέδιο στη χώρα και κυρίως το εξής ένα: τη σύγκρουση με τα βαθιά στρώματα της κοινωνίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκη καλείται να εφαρμόσει το γνωστό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, μετά τη δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων, αφού οι ιδεοληψίες έχουν συντριβεί στο πεδίο, αφού οι πολίτες είτε το ομολογούμε είτε όχι έχουμε αντιληφθεί ότι αν δεν αλλάξουν κάποια πράγματα χαμένοι θα είμαστε μόνον εμείς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις της αντιμεταρρύθμισης έχουν απενεργοποιηθεί. Αντιθέτως. Η προηγούμενη δεκαετία λειτούργησε και γι αυτούς ενοποιητικά. Το υβρίδιο της αριστεροακροδεξιάς κυβέρνησης, μαζί με τους κύκλους του λεγόμενου συριζοκαραμανλισμού θα δει την υπόθεση του σχεδίου Πισσαρίδη ως ευκαιρία ανασυγκρότησης σε μια καθαρά ιδεολογική βάση και είναι βέβαιο ότι θα παραταχθεί απέναντι.
Εμείς διαβάσαμε την έκθεση Πισσαρίδη ως πολιτικό μανιφέστο. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Θα είναι λάθος η κυβέρνηση να το αντιμετωπίσει ως τεχνοκρατική συνταγή. Το αίτημα για εκσυγχρονισμό είναι πολιτικό. Η υπεράσπισή του, η ρητορική και τα μηνύματα που θα παραχθούν οφείλουν να είναι πολιτικά. Αλλά πάνω απ’όλα η σύγκρουση: πρέπει να είναι βαθιά, καθολική, στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια, στο πεζοδρόμιο.
Το σχέδιο Πισσαρίδη μπορεί να εφαρμοστεί γιατί «τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της».