Διαβάστε το 1ο μέρος, εδώ
Διαβάστε τo 2o μέρος εδώ
Διαβάστε το 3ο μέρος εδώ
.... Tην αρχή μιας νέας πορείας για την Ελλάδα, αλλά και μίας άλλης εποχής μεταξύ Αθηνών και Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία, καθόσον υπήρχαν παράγοντες που ευνοούσαν την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου.
Παράλληλα Αγγλία αποφασίζει, να μη στηρίζει ενεργά πλέον το δόγμα της διατήρησης της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας και προσανατολίζεται προς μία πολιτική διαμοιρασμού των εδαφών της, αφενός λόγω της επιρροής που ασκούσε όλο και περισσότερο η γερμανική πολιτική στην αυτοκρατορία αφετέρου λόγω της αλλαγής των οικονομικών και πολιτικών της προσανατολισμών.
Η δε «εύνοια» προς την Ελλάδα θεωρήθηκε ως αντιστάθμισμα απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας προς τους Σλάβους.
Ο Λόυντ Τζώρτζ, αναφερόμενος στους Έλληνες, εξέφραζε επίσης τους καινούργιους προσανατολισμούς της Αγγλίας
«Οι Έλληνες είναι λαός του μέλλοντος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής .... Σφύζουν από ζωή και δραστηριότητα...»
Το ελληνικό κράτος αναμίχθηκε ανοικτά στις βουλευτικές εκλογές του 1912, υποστηρίζοντας το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση», που ήταν το κόμμα που αντιπολιτευόταν τους Νεότουρκους και το οποίο συσπείρωσε όλους τους δυσαρεστημένους από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, από Συντηρητικούς μέχρι Φιλελεύθερους, από χριστιανούς μέχρι μουσουλμάνους, καθώς και πολλά πρώην μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και βουλευτές.
Συνεργάστηκε με τις τοπικές εξουσίες, όπως την «Οργάνωση» η οποία ήδη από το 1908 είχε ως επίσημο όργανο της πολιτικής της τον «Ελληνικό Πολιτικό Σύνδεσμο Κωνσταντινουπόλεως» .
Αργότερα ο Σύνδεσμος μετονομάζεται σε «Συνταγματικόν Πολιτικόν Σύνδεσμον». Επίσης συνεργάστηκε και με τις εκκλησιαστικές εξουσίες, για την επιβολή υποψηφίων, τους οποίους επέλεξε. Ήταν μία πολιτική με τεράστια σημασία. Με αυτό τον τρόπο περιορίστηκαν οι οποιεσδήποτε «αυτόνομες» πολιτικές επιλογές του Πατριαρχείου κι έτσι ολοκληρώθηκε η διαδικασία συγκρότησης του «ελληνικού» πολιτικού σώματος. Ο Πολιτικός Σύνδεσμος πριν τις εκλογές είχε αναπτύξει μία συνεργασία με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση».
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ ́, μετά από πρωτοβουλία των Νεότουρκων, αποφάσισε να στηρίξει τους Νεότουρκους. Τελικά, υπερίσχυσε η άποψη του Πολιτικού Συλλόγου. Στις εκλογές του 1912 δημιουργήθηκαν οι δυνάμεις οι οποίες καθόριζαν την πολιτικοποίηση και την εξέλιξη των Ρωμιών.
Καμία διαφορά δεν είχε σ΄ αυτές τις εκλογές του 1912, το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου από αυτό των εκλογών του 1908. Επαναλάμβανε τα ίδια ειδικά θέματα, που αφορούσαν τις μειονότητες όπως ήταν η παιδεία , η στρατιωτική θητεία καθώς και ότι ήταν απαραίτητη η διδασκαλία της τουρκικής στα μειονοτικά σχολεία.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου πίστευε, ότι το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» ιδρύθηκε με τη βοήθεια όλων των μειονοτήτων και ότι το μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς τους ήταν να την εκδικηθούν (την ΕΕΠ).
Κατά τη διάρκεια αυτής της εκλογικής αναμέτρησης στον Τύπο υπήρχαν απόψεις, οι οποίες δίχαζαν το λαό. Έστω και αν πολλές φορές παρατηρήθηκαν τάσεις απόκλισης στις «κομματικές» επιλογές των κέντρων η διαδικασία σύγκλισης σε πολιτικό επίπεδο των δύο κέντρων, δηλαδή του ελληνικού κράτους και του Πατριαρχείου, με τη βοήθεια ενός ενδιάμεσου μηχανισμού, δηλαδή της ηγετικής ομάδας των κοσμικών ήταν αυτήν την εποχή το αξιοσημείωτο γεγονός.
Έτσι, μέσα από το θεσμικό πλαίσιο του Πατριαρχείου και την εποπτεία του, δημιουργήθηκε αυτή την εποχή ο «Πολιτικός Σύνδεσμος», που δεν ήταν μόνο «συντονιστικό όργανο» πολιτικής δράσης των Ρωμιών, αλλά και όργανο προώθησης αρχών και επιλογών του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο των Ρωμιών.
Σε συνδυασμό με την πολιτική κατάσταση που υπήρχε μέσα στην Οσμανική Αυτοκρατορία και στο διεθνές πλαίσιο , αλλά και σε συνδυασμό με τη πολιτική που ανέπτυσσε το ελληνικό κράτος ο «Πολιτικός Σύνδεσμος» ασκούσε πολιτική σύμφωνα με τις απόψεις που εξέφραζαν οι Ρωμιοί.
Πολλές φορές υπήρξαν διαφωνίες στην πολιτική που ήθελε να ασκήσει το Πατριαρχείο ή κάποιοι Έλληνες βουλευτές. Δεν μπορούσαν όμως να θεωρηθούν πολιτικές επιλογές όλων των Ρωμιών.
Οι Νεότουρκοι από το 1910 και λίγο αργότερα άρχισαν να σκληραίνουν την πολιτική τους έναντι των Ρωμιών. Το ελληνικό κράτος παράλληλα άρχισε να αναπτύσσει τόσο εθνική όσο και βαλκανική πολιτική.
Ο Πολιτικός Σύνδεσμος , η Οργάνωση και ο Τύπος δεν άρθρωσαν πολιτικό λόγο είτε μέσα στη βουλή είτε εκτός αυτής. Ασχολήθηκαν μόνο με τα θέματα των προνομίων.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1912 το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση», μετά από συζητήσεις με το Πατριαρχείο, έκανε μία πρώτη συμφωνία. Αυτή αφορούσε τα δικαιώματα των Ρωμιών και τα προνόμια της Εκκλησίας. Επίσης συμφώνησαν όπως τα διπλώματα που έδιναν τα κοινοτικά σχολεία θεωρούνται ισότιμα με τα δημόσια.
Αίτημα του Πατριαρχείου από το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» ήταν όπως, τα προαναφερθέντα μαζί με κάποια άλλα, προστεθούν στο Σύνταγμα. Οι υπεύθυνοι του κόμματος υποσχέθηκαν ότι θα τα συζητήσουν στο συνέδριο του κόμματός τους.
Στον ελληνικό και τουρκικό τύπο, υπήρχαν αρκετοί που αντιδρούσαν στις συζητήσεις του Πατριαρχείου με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» για συνεργασία στις επερχόμενες εκλογές.Στις 12 Αυγούστου του 1912 κατατέθηκε στη Βουλή μετά από έγκριση Ελλήνων βουλευτών το «Υπόμνημα των Ελλήνων Βουλευτών»
Το υπόμνημα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη πολιτική πράξη αμφισβήτησης της πολιτικής των Νεότουρκων έναντι των Ρωμιών. Με το «Υπόμνημα» άρχισε η αμφισβήτηση της νομιμότητας της τουρκοποίησης του Οσμανικού κράτους. Με αυτό δεν προβάλλονταν μόνο τα ελληνικά δίκαια, αλλά και αυτά των άλλων μη τουρκικών εθνοτήτων. Έτσι αυτό είχε άμεσα αποτελέσματα.
Ακολούθησαν έντονες διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και επεξεργάστηκαν από κοινού πρόγραμμα χάραξης κοινής πολιτικής δράσης.
Ένα χρόνο πριν, το 1911, εκδόθηκε γι ́αυτό το σκοπό η TRIBUNE DES NATIONALITES. Τα γραφεία της χρησιμοποιούνταν ως διεθνής πολιτική λέσχη όπου εκεί βέβαια γίνονταν και συναντήσεις μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων, Αρμενίων, Συμβούλων του Πατριαρχείου , Βουλευτών, Δημοσιογράφων κ.ά,. Αργότερα άρχισαν να συχνάζουν σε αυτή τη λέσχη και άτομα τα οποία ανήκαν σε μουσουλμανικές μη- τουρκικές εθνότητες.
Στην πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως υπήρχε αναλυτικό κείμενο που ανέφερε ότι οι Μουσουλμανικές εθνότητες ακολούθησαν το παράδειγμα των χριστιανικών εθνοτήτων.
Στη διεθνή λέσχη της Tribune des Nationalites σύχναζαν Αλβανοί, Άραβες, Κούρδοι και Κιρκάσιοι πολιτευόμενοι που έγραφαν σε αυτή, και έστελναν τις εθνικόφρονες εφημερίδες τους στα πάτρια εδάφη για αυτό και οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί.
Η εντύπωση που υπήρχε ήταν ότι η πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης δρούσε με δική της πρωτοβουλία και με τη συναίνεση του Πατριαρχείου, παρόλες τις συζητήσεις, διαβουλεύσεις και αναλύσεις που γίνονταν μεταξύ ελληνικού κράτους, «Συνδέσμου» και Πατριαρχείου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1912 με έγγραφο του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, το οποίο είχε σταλεί στην Πρεσβεία Κωνσταντινούπολης και στην Πρεσβεία στη Σόφια, , αναλύονταν οι στόχοι της πολιτικής της Αθήνας σχετικά με τη Μικρά Ασία, Θράκη κ.τ.λ.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά ήταν, ότι το ελληνικό κράτος, ανεξάρτητα από το πόσο κατηύθυνε την πολιτική της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενσωματώσει τη δική του πολιτική στην πολιτική της Κωνσταντινούπολης, καθώς και να εκμεταλλευτεί με αυτόν τον τρόπο την προσπάθεια που έκαναν οι Ρωμιοί στην Τουρκία για να ενισχυθούν οι δικές του πολιτικές.
Σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης και με την προκήρυξη των εκλογών του 1912 δόθηκε η ευκαιρία να υλοποιηθούν κάποιοι στόχοι από την πολιτική του ελληνικού κράτους, Οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των εκλογών του 1912, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ενημερώσουν το λαό για τα πολιτικά τεκταινόμενα καθώς και για τη σοβαρότητα αυτών των εκλογών.
Το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» υποστηριζόταν από όλες τις χριστιανικές κοινότητες. Ο Συνταγματικός Πολιτικός Σύνδεσμος Κωνσταντινουπόλεως, μετά από διαπραγματεύσεις με το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» αποφάσισαν από κοινού τα παρακάτω:
- Να γίνει εκλογικό σύστημα που να εξασφαλίζει τα δικαιώματα των μειοψηφιών
- Να διατηρηθούν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία
- Να εξακολουθεί η κοινοτική εκπαίδευση να απολαμβάνει τις ελευθερίες που είχε υπό την εποπτεία του θρησκευτικού αρχηγού των Κοινοτήτων .
Οι Νεότουρκοι κατήγγειλαν ότι το κόμμα «Ελευθερία και Συνεννόηση» είχε «Πωληθεί στους Έλληνες» και παρότι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με το Πατριαρχείο και με τους ελληνικούς συνδέσμους, ήθελαν έστω να υπάρξει συμφωνία σε κάποια σημεία μεταξύ τους.
Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου δεν ήταν δυνατόν, η μειονότητα των Ελλήνων που ήταν η μεγαλύτερη της Οσμανικής Αυτοκρατορίας να στηρίζει την αντιπολίτευση. Επίσης δεν μπόρεσαν στις συζητήσεις που είχαν με τον Πατριάρχη να αποσπάσουν μία θετική απάντηση σχετικά με την απόφαση στήριξης και ψήφου των Ρωμιών.
Ο βουλευτής Σμύρνης Καρολίδης ζήτησε από την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου να εκλεγούν τουλάχιστον 45 Έλληνες βουλευτές, τον Αριστείδη Πασά να τον διορίσουνΥπουργό Δικαιοσύνης και κάποιοι άλλοι να αναλάβουν σημαντικές θέσεις εντός της Αυτοκρατορίας.
Στις 23 Μαρτίου 1912 η εφημερίδα “Tanin” έγραφε :
«... Εφόσον οι Έλληνες - Ρωμιοί συνεργάζονται με το Κόμμα της αντιπολίτευσης, εμείς θα προσπαθήσουμε να μην κερδίσουν οι Έλληνες καμία βουλευτική έδρα. Οι Έλληνες και με τους αντιπάλους μας συνεργάζονται και θέλουν να κερδίσουν βουλευτικές έδρες. Αυτή τη λογική δεν μπορούμε να την καταλάβουμε......»
Το ελληνικό κράτος τάχθηκε με το κόμμα του πρίγκηπα Σαμπαχαττίν. Να σημειώσουμε ότι ενώ ο «Σύνδεσμος» βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον πρίγκηπα Σαμπαχαττίν και το κόμμα του «Ελευθερία και Συνεννόηση», ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ ́ και κάποιοι βουλευτές όπως ο Εμμανουηλίδης , ο Καρολίδης κ.ά. στήριξαν τους Νεότουρκους.
Σύμφωνα με την άποψη των Νεότουρκων, αν ο αριθμός των βουλευτών των μειονοτήτων ήταν μεγάλος, θα ήταν εις βάρος των μουσουλμάνων βουλευτών στο Κοινοβούλιο. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου δημιούργησε μία εθνικιστική σταυροφορία εναντίον των Ρωμιών και προσπαθούσε να τους κατηγορήσει ότι ήταν εχθροί του τουρκισμού.
Επομένως δημιουργήθηκαν δύο «κόμματα» στο πλαίσιο των Ρωμιών, δηλαδή τα δύο εθνικά κέντρα υποστήριζαν το καθένα από ένα «κόμμα». Η νομιμοποιημένη εθνική πολιτική ήταν αυτή του «Συνδέσμου» η οποία στηριζόταν από το ελληνικό κράτος και από την πλειονότητα των Ρωμιών.
Το Πατριαρχείο επειδή δεν μπορούσε να επιβάλει τις πολιτικές του απόψεις στο σύνολο των Ρωμιών, δεν είχε τη νομιμοποίηση του έθνους για την πολιτική του.
Το Πατριαρχείο στη 1 Σεπ 1912 εξέδωσε μία εγκύκλιο για τις εκλογές, με την οποία όρισε μία τετραμελή εκλογική επιτροπή, που αποτελούνταν από δύο μητροπόλεις και δύο μέλη του Διαρκούς Εθνικού Συμβουλίου. Ο Σουλιώτης-Νικολαϊδης έλεγε ότι το Πατριαρχείο αποφάσισε να αναθέσει επισήμως τις εκλογές στο «Σύνδεσμο»
Επειδή το Πατριαρχείο παρέπαιε ανάμεσα σε δύο πολιτικές, την αμφίρροπη πολιτική κατάσταση και την απώλεια ελέγχου των θεσμών, αποφάσισε να ακολουθήσει μία «ευκαιριακή» πολιτική, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί και με τους Νεότουρκους αλλά και με το «Σύνδεσμο».
Αποτέλεσμα των εκλογών του 1912 ήταν η εκλογή βουλευτών που δεν ξεπερνούσαν τους 15, δηλαδή είχε μειωθεί ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών και οι οποίοι τάσσονταν υπέρ των Νεότουρκων. ,.
Οι σημαντικότεροι βουλευτές το 1912 ήταν οι: Νάλης, Εμμανουηλίδης, Καρολίδης, Κωφίδης, Μηχαηλίδης, Ορφανίδης, οι οποίοι εκλέχθηκαν με την Επιτροπή Ένωσης και Προόδου.
Η μείωση του αριθμού των βουλευτών δημιούργησε προβλήματα στις ελληνικές κοινότητες. Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών και η πλευρά της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου καθώς και η πλευρά των Ρωμιών αντάλλαξαν πυρά μέσω του Τύπου. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, μέσω του Τύπου, κατηγορούσε τους Ρωμιούς ότι έγιναν όργανο της ελληνικής πολιτικής και ότι αυτά τα αποτελέσματα ήταν θετικά για την αυτοκρατορία.
Παρά τις διαφωνίες και αντιπαραθέσεις οι βουλευτικές εκλογές του 1912 ανέδειξαν την Αθήνα ως κέντρο όλων των Ελλήνων καθώς και τις μητροπόλεις και κοινοτήτες ως μηχανισμό συγκρότησης της εθνότητας.
Οι Νεότουρκοι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 1912, προσπάθησαν να κερδίσουν κάποιες περιοχές με δωροδοκία του Τύπου και προπαγάνδα.
Ωστόσο οι σχέσεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς δεν επηρεάστηκαν καθόλου.
Η αιτία για τη διακοπή των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών πληθυσμών, τη σταθεροποίηση της εξουσίας των Νεότουρκων, καθώς επίσης της ενσωμάτωσης των Ρωμιών στο ελληνικό εθνικό σώμα ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α ́ Παγκόσμιος πόλεμος.
Βέβαια ήταν αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στις εκλογές του 1912 οι υποψήφιοι μουσουλμάνοι βουλευτές του κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόηση» άρθρωσαν το πολιτικό τους λόγο πάνω στις αρμονικές σχέσεις των χριστιανών και των μουσουλμάνων και εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πολιτική ρήξη των σχέσεων αυτών από τους Νεότουρκους.
Σε λεπτομερή έκθεση του Έλληνα Υποπροξένου στο Ικόνιο προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέρεται η ομιλία ενός από τους σημαντικότερους ουλεμάδες και ηγέτες του κόμματος «Ελευθερία και Συνεννόηση», του Σαμπρή Εφέντη.
Στην ομιλία αυτή στηλιτεύεται το κόμμα της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, που το θεωρεί υπεύθυνο για τη δημιουργία χασμάτων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών ενώ αυτή στηρίζεται στις αρμονικές σχέσεις και τις πολιτιστικές συγγένειες μουσουλμάνων και χριστιανών.
Στις εκλογές του 1912 οι ελληνικές διπλωματικές αρχές τελικά αποφάσισαν στην επιλογή των Ελλήνων υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος του «Πολιτικού Συνδέσμου» για την επιλογή των υποψηφίων ήταν σημαντικός. Επιπλέον, στις εκλογές του 1912 οι υπεύθυνοι της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου, για να μπορέσουν να κερδίσουν τις εκλογές, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον.
Τους βοήθησε ο στρατός επειδή πολλά μεγαλόσχημα μέλη προέρχονταν από το στρατό.Λόγω της εξουσίας τους προσπάθησαν να περιορίσουν τις δυνατότητες εκλογής των βουλευτών που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Εκτός τούτου κατά τη διάρκεια των εκλογών έγιναν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου και των μη-μουσουλμάνων εξαιτίας της καταπιεστικής τους συμπεριφοράς.
Αυτές οι εκλογές αναφέρονται ως «ροπαλοφόρες εκλογές» -Sopalı seçimler-
Από την άλλη η κοινότητα προσπάθησε να διατηρήσει το ρόλο του εθνικού μηχανισμού, σταδιακά όμως έχασε οποιαδήποτε νομιμοποίηση της ως οσμανικού πολιτικού μηχανισμού.
Συγκεκριμένα, η κοινότητα εξακολούθησε να υφίσταται για να δικαιολογεί αφενός τον «οσμανικό» χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας και αφετέρου την «ελληνικότητα» των Ρωμιών.
Δεν μπορούσε όμως να αναπαράγει τους μηχανισμούς της για να εκφράζεται πολιτικά ο πληθυσμός της και για να ενσωματωθεί στο φυσικό του περιβάλλον.
Η κατάσταση άλλαξε καθώς από τη μία πλευρά η ελληνική εξουσία δημιούργησε ένα πολιτικό πεδίο, στο οποίο η ένταξη της κοινότητας δεν ήταν φυσική και από την άλλη, η οσμανική εξουσία δημιούργησε έναν πολιτικό χώρο, στον οποίο η κοινότητα δεν είχε φυσική ένταξη.Οι εκλογικές περιφέρειες απαιτούσαν πλέον άλλη οργάνωση του χώρου και έπρεπε να γίνει άλλη διευθέτηση των πολιτικών κέντρων.
Η εκπροσώπηση του πληθυσμού των κοινοτήτων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη καθόσον πολλές κοινότητες βρίσκονταν πολύ μακριά από το κέντρο αναφοράς.
Τελικά δημιουργήθηκαν δύο χώροι.
Ένας «οσμανικός» κι ένας «ελληνικός».
Οι συνέπειες από τη δημιουργία αυτών των δύο χώρων, ανταγωνιστικών μεταξύ τους , θα φανούν αμέσως μετά, καθόσον άρχιζε, τόσο στην περιοχή όσο και ευρύτερα, μια εποχή που δεν μπορούσε να είναι εποχή ειρήνης.
Α΄ Βαλκανικός πόλεμος
Β΄ Βαλκανικός πόλεμος
Έναρξη Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ρήξη Βασιλιά με Πρωθυπουργό
Λήξη του πολέμου
Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού
Μικρασιατική Εκστρατεία
Συνθήκη Σεβρών (χωρίς εφαρμογή)
Συνθήκη της Λωζάννης
Την επόμενη εβδομάδα θα δημοσιευτεί το 5ο και τελευταίο μέρος αυτής της μελέτης με τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα.
* Ο Σταύρος Τσερπές είναι αντιστράτηγος εν αποστρατεία