Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Όποτε ακούω για το “Σκοπιανό πρόβλημα”, αυτόματα μου έρχονται στο μυαλό οι άκρως επίκαιρες αναφορές του Μπίσμαρκ που πιστεύω ότι προσπαθούν να αφυπνίσουν τις εθνικές μας συνειδήσεις πριν αντιμετωπίσουμε εθνικές περιπέτειες. «Ζούμε σε μία εποχή, όπου ο δυνατός είναι αδύνατος λόγω των ηθικών του αναστολών και ο αδύνατος γίνεται δυνατός λόγω του θράσους του. Η ευγνωμοσύνη και η εμπιστοσύνη δε θα φέρει ούτε έναν στο πλευρό μας. Μόνο ο φόβος θα το κάνει αυτό, εάν τον επιβάλλουμε με δεξιοτεχνία και σύνεση».
Υπάρχει εμμονή στο Σκοπό;
Γνωρίζουμε ότι σε οποιαδήποτε διαμάχη, περισσότερο από κάθε άλλη κατάσταση, είναι πολύ πιθανό τα πράγματα να εξελίσσονται αντίθετα προς τις αρχικές μας προβλέψεις. Έτσι οι ηγέτες βρίσκονται σε μια συνεχή περιδίνηση μεταξύ ανακριβειών και αναληθών πληροφοριών. Σφαλμάτων λόγω πολιτικού κόστους, αμέλειας ή υπερβολικής βιασύνης.
Αντιδράσεων προερχομένων από εσφαλμένες αντιλήψεις, καλώς ή κακώς νοούμενης συναισθήσεως ευθυνών, οκνηρίας ή κοπώσεως. Και τέλος ακόμη και από συμπτώσεις που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν. Ένας πραγματικός ηγέτης έχει την ευχέρεια να αξιολογεί όλες τις παραπάνω αναφερόμενες αντιξοότητες, με εμμονή στον τελικό σκοπό. Όλοι οι ενδιάμεσοι σκοποί, τακτικής που καθορίζονται, πρέπει να οδηγούν και να συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στην επίτευξη του τελικού σκοπού στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Η εμμονή στο σκοπό μας υλοποιείται με την καθοδήγηση κάθε σκέψης και ενέργειας προς την επίτευξή του. Η αξία της εμμονής έγκειται στην πίστη ότι μπορούμε να επιβάλουμε την δική μας άποψη στον αντίπαλο. Οπωσδήποτε αυτή δεν έχει νόημα αν από την εξέλιξη των καταστάσεων καταστεί προφανές ότι δεν υπάρχει δυνατότητα και προοπτική επιβολής. Εμμονή στον σκοπό σε μία τέτοια περίπτωση αποτελεί αφροσύνη κάτι που έχει καταδειχθεί πλήρως στο παρελθόν.
Οι πολιτικοί μας ηγέτες αντιμετώπισαν το Σκοπιανό με υπέρμετρο καιροσκοπισμό και χωρίς ίχνος εμμονής στον σκοπό. Αντί να επικεντρώσουν την προσοχή τους στη γεωπολιτική διάσταση του πράγματος αναλώθηκαν στο πώς να είναι αρεστοί στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλάζοντας θέσεις συνεχώς. Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτοποίηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας των Σκοπίων μας προσέφερε μια ευκαιρία για να επηρεάσουμε καθοριστικά, από θέση γεωπολιτικής ισχύος, τη διαμόρφωση των εξωτερικών προσανατολισμών της. Ως η μόνη όμορή της χώρα που δεν υποβλέπει την ανεξαρτησία και ακεραιότητά της. Και επίσης ως η μόνη που ανήκει στους βασικούς ευρωατλαντικούς θεσμούς, ΝΑΤΟ και ΕΕ, στους οποίους από την πρώτη στιγμή οι σκοπιανοί προσέτρεξαν για βοήθεια.
Με ποια λοιπόν ακολουθούμενη στρατηγική προσπαθούμε να διαπραγματευθούμε;
Οι Σύμμαχοι είναι βέβαιο ότι ασκούν πιέσεις στην αντιπροσωπεία μας, να αποδεχθεί μια συμβιβαστική λύση, εφόσον δηλώνουν ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διεύρυνση θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην περιφερειακή σταθερότητα και θα εγείρουν ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τη θεσμική υγεία της Συμμαχίας. Κατά τους συμμάχους, αρνούμενοι την ένταξη της ΠΓΔΜ δημιουργείται ένα επικίνδυνο προηγούμενο για άλλες περιφερειακές αντιπαλότητες, ότι δηλαδή μία χώρα μπορεί να κωλυσιεργεί επ'' αόριστον την είσοδο μιας άλλης. Από την άλλη πλευρά το ΝΑΤΟ θα πρέπει να είναι ένας συνασπισμός για τη σύσφιξη των σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών ολοένα και περισσότερο μέσω των αμοιβαίων υποχωρήσεων και των αμοιβαίων συμφερόντων με σεβασμό στις ιστορικές αλήθειες, που να ανατρέπει τις δηλητηριώδεις εθνοτικές διαφορές.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εμφανίζεται επικεντρωμένη στην έναρξη ολοκληρωμένων τελικών διαπραγματεύσεων, που φαίνεται να οδηγούνται περισσότερο από πολιτική βάσει στρατηγικού ενδιαφέροντος παρά από τις επιταγές αξίας που βασίζονται στο θυμικό του λαού. Το χρονοδιάγραμμα για την «απόλυτη συμφωνία» είναι ευέλικτο και πιστεύουμε θα καθυστερήσει λόγω κυρίως των λαϊκών αντιδράσεων.Αυτό το αναφέρω καθώς τις αλλαγές για τις αλυτρωτικές αναφορές στο Σύνταγμα της FYROM και το erga omnes που ζήτησε η αξιωματική αντιπολίτευση μετ'' επιτάσεως στη διαπραγμάτευση ανάγκασε, εκών άκων να ακολουθήσει ο κύριος Πρωθυπουργός. Με αυτό τον τρόπο “τον έδεσαν” και δεν μπορεί χωρίς αυτά να δεχθεί το όνομα που θα περιέχει επιθετικό προσδιορισμό «Μακεδονία», όπως φαίνεται ότι ήταν πρόθυμος να το κάνει και όπως το είχε υποσχεθεί στους έξω. Αυτός εκτιμάται ότι είναι ο κύριος λόγος που ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι πλέον η λύση για το όνομα βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού.
Συμπεράσματα
Με βάση τη γεωπολιτική λογική, η Ελλάδα έπρεπε να μεριμνήσει για τη διαμόρφωση αρνητικού κλίματος για τις σκοπιανές αλυτρωτικές φαντασιώσεις και δραστηριότητες. Μετά δε και την υιοθέτηση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ της θέσης για την εύρεση λύσης του ονόματος ως κριτηρίου για την πιθανή εισδοχή του νέου κράτους, η χώρα μας πλέον μπορεί να προωθήσει από θέση διπλωματικής και γεωπολιτικής ισχύος μια διαπραγμάτευση σοβαρή και τεκμηριωμένη που να καλύπτει τα ουσιώδη συμφέροντά μας.
Η ελληνική αντιπροσωπεία δεν πρέπει να δεχθεί ονόματα όπως Βόρεια Δημοκρατία της Μακεδονίας ή άνω Δημοκρατία της Μακεδονίας ή οποιοδήποτε παρόμοιο παράγωγο διότι είναι το ίδιο με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ως εκ τούτου, ταυτίζεται με τη Μακεδονία. Αν αναλογιστούμε ότι η Ιορδανία ονομάζεται επίσημα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας και η Αυστραλία ονομάζεται επίσημα Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας. Στην καθομιλουμένη οι χώρες αυτές είναι γνωστές ως Ιορδανία και Αυστραλία αντίστοιχα. Η Ελλάδα απέρριψε όλα αυτά στο παρελθόν και πρέπει να συνεχίσει να το κάνει, όσο οι σκοπιανοί εμμένουν στο εθνοτικό μεγαλείο του μακεδονισμού.
Έχουμε γράψει και στο παρελθόν ότι η de facto αναγνώριση της ονομασίας ακόμη και από 190 κράτη της διεθνούς κοινότητας, δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Αυτό που πρέπει να ψάξουμε είναι το γιατί τα Σκόπια εμφανίστηκαν πιο διαλλακτικά και γιατί σύρθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μια αρχή των διαπραγματεύσεων είναι πως πρέπει να λύνουμε ζητήματα των οποίων η σημερινή λύση, αποκλείεται να είναι χειρότερη από μια μελλοντική (στο προσεχές μέλλον). Η κρατική υπόσταση των Σκοπίων, είναι πιο επισφαλής από ποτέ. Άλλωστε τα ζητήματα αυτού του τύπου, δεν έχουν απαραίτητα γραμμική εξέλιξη.
Τέλος ο γεωγραφικός προσδιορισμός, χωρίς μάλιστα την απόρριψη της Μακεδονικής ταυτότητας, θα αποτελέσει την επισφράγιση και το νομικό εφαλτήριο για ένα domino αλυτρωτισμού. Με έναν γεωγραφικό προσδιορισμό, η κάθε αντιπολίτευση των Σκοπίων, για προεκλογικούς λόγους και για λόγους συσπείρωσης του εκλογικού σώματος στο οποίο επιθυμεί να απευθυνθεί, δε θα έχει συμφέρον να προβεί σε αλλαγές εντός του Σκοπιανού Συντάγματος, αλλαγές που αφορούν το πώς θα ονομάζονται οι πολίτες ή το πώς θα διδάσκεται στα σχολεία η Ιστορία και η Γεωγραφία.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαιλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ.
Φωτογραφία: Intimenews