Όσο #menoume_spiti ας εξερευνήσουμε σπίτια κλεισμένοι στα οποία συγγραφείς και συγγραφείς έγραψαν τα αριστουργήματά τους. Σήμερα, το σπίτι των υπέροχων αδερφών Μπροντέ, που μας έδωσαν μερικά από τα ωραιότερα βιβλία της λογοτεχνίας.
Βρίσκεται στο μικρό ορεινό χωριό Χάουορθ (Haworth) του Δυτικού Γιορκσάιρ. Οι Μπροντέ είναι ακόμα παντού: στα μαγαζιά, στα καταλύματα, στα μονοπάτια γύρω από το χωριό, μέχρι και στις δημόσιες συγκοινωνίες. Όλα εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί, το νεκροταφείο, το Πρεσβυτέριο όπου έζησε η πολυμελής οικογένεια του Πάτρικ Μπροντέ και σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Η οικογένεια Μπροντέ έφτασε στο Χάουορθ το 1820, όταν ο Πάτρικ Μπροντέ διορίστηκε εφημέριος της τοπικής εκκλησίας. Μαζί του στον χωριό ήρθε και η οικογένειά του: η γυναίκα του Μαρία και τα έξι παιδιά τους, η Μαρία, η Ελίζαμπεθ, η Σάρλοτ, ο Μπράνγουελ, η Έμιλι και η Άννα. Δεκαοχτώ μήνες μετά την άφιξή τους, η γυναίκα του πέθανε από καρκίνο και την ανατροφή των παιδιών ανέλαβε ο Πάτρικ με τη βοήθεια της αδελφής της συζύγου του, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ.
Προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις και στην ανατροφή των έξι παιδιών του, ο Πάτρικ έστειλε τις τέσσερις μεγαλύτερες κόρες του σε ένα κοντινό εκκλησιαστικό σχολείο. Οι συνθήκες εκεί όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολες και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές, Ελίζαμπεθ και Μαρία, αρρώστησαν και πέθαναν η μια μετά την άλλη. Μετά από αυτήν την τραγωδία, η Έμιλι και η Σάρλοτ επέστρεψαν πίσω και ο πατέρας τους αποφάσισε να φροντίσει για τη μόρφωση των παιδιών του κατ’ οίκον. Την περίοδο εκείνη ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική τα παιδιά, και ιδιαίτερα τα κορίτσια, να εκπαιδεύονται εντός του σπιτιού. Η τραυματική αυτή εμπειρία φέρεται να στιγμάτισε βαθύτατα τη Σάρλοτ, η οποία παρουσίασε εκτενέστατα τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στο σχολείο στην «Τζέιν Έιρ».
Την εποχή εκείνη ο πιο συνηθισμένος επαγγελματικός προσανατολισμός για μια γυναίκα ήταν το επάγγελμα της δασκάλας ή της γκουβερνάντας. Τα καθήκοντα μιας γκουβερνάντας ήταν αρκετά καθώς εκτός από την επίβλεψη των παιδιών, όφειλε να τους παρέχει εκπαίδευση και ψυχαγωγία. Γι’ αυτό έπρεπε να γνωρίζει ξένες γλώσσες, να ζωγραφίζει, να παίζει μουσική και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να θεωρηθεί επιθυμητό για μια κατ’ οίκον εκπαίδευση. Τα νεαρά κορίτσια εκείνης της εποχής ασχολούνταν με διάφορα πράγματα, ζωγράφιζαν, μάθαιναν μουσική, κεντούσαν και ασχολούνταν με την κουζίνα και τις οικιακές δουλειές.
Τα παιδιά της οικογένειας Μπροντέ, εκτός από όλες αυτές τις ενασχολήσεις, απολάμβαναν να περνούν τον χρόνο τους σκαρώνοντας φανταστικούς κόσμους που τους αποτύπωναν στο χαρτί σε μορφή ποιημάτων και ιστοριών. Μέσα σε ένα τέτοιο δημιουργικό κλίμα αλληλεπίδρασης και αλληλοθαυμασμού και με την υποστηρικτική στάση του πατέρα τους γεννήθηκαν μερικά από τα πιο γνωστά λογοτεχνικά αριστουργήματα του κόσμου.
Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» ((Wuthering Heights, 1847) της Έμιλυ Μπροντέ, μια άγρια παθιασμένη ιστορία με την Κάθριν και τον Χήθκλιφ και τα εξαιρετικά της ποιήματα.
Τα γνωστά βιβλία της Σαρλότ Μπροντέ, η «Τζέην Έυρ» (Jane Eyre, 1847), η «Βιλέτ» (Villette, 1853) και «Ο καθηγητής» (The Professor, 1857). Η «Jane Eyre», θεωρείται από πολλούς η αυτοβιογραφία της συγγραφέως.
Τα ποιήματα της Αν Μπρονέ αλλά και το μοναδικό της «φεμινιστικό» μυθιστόρημα. «Η ένοικος» ή «Άγκνες Γκρέυ» (Agnes Grey, 1847), ευρηματική αντανάκλαση της ζωής της συγγραφέως. Το πείσμα της ηρωίδας να εργαστεί για να βοηθήσει τη φτωχή οικογένειά της και τον άρρωστο πατέρα της, είναι μια προβολή της Anne Brontë στις δικές της προσωπικές επιθυμίες.
Η Έμιλι, η Σάρλοτ και η Αν, που ποτέ δεν σταμάτησαν να γράφουν, κατάφεραν να εκδώσουν τα έργα τους με τα ψευδώνυμα Έλλις, Κάρεκ και Άκτον Μπελ αντίστοιχα. Επέλεξαν να τα δημοσιεύσουν με ψευδώνυμα που δεν θα αποκάλυπταν το φύλο τους. Εκείνη την εποχή επικρατούσε η αντίληψη ότι η συγγραφή ήταν κατεξοχήν ανδρική δουλειά και μοιραία οτιδήποτε γυναικείο κινδύνευε να θεωρηθεί αυτομάτως κατώτερο και ανάξιο λόγου.
Αν και αρχικά οι πωλήσεις ήταν πολύ χαμηλές, σιγά σιγά τα μυθιστορήματά τους άρχισαν να αποκτούν κοινό και μετά από λίγα χρόνια έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή. Δυστυχώς, η Αν και η Έμιλι δεν πρόλαβαν να χαρούν την επιτυχία τους καθώς πέθαναν λίγο μετά τη δημοσίευση των έργων τους, σε ηλικία 29 και 30 χρονών αντίστοιχα, χτυπημένες από φυματίωση.
Εκείνη που έζησε περισσότερα χρόνια και συνέχισε να γράφει και να προωθεί το έργο των αδελφών της ήταν η Σάρλοτ. Σήμερα τα περισσότερα πράγματα που γνωρίζουμε για την οικογένεια και για τις αινιγματικές προσωπικότητες των αδελφών της προέρχονται από εκείνη.
Στο σαλόνι του Πρεσβυτέριου
Στο σπίτι ως παιδιά οι Μπροντέ περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους διαβάζοντας και συνθέτοντας ιστορίες για να ξεφύγουν από τη δυστυχία τους. Η βιβλιοθήκη του πατέρα τους πρόσφερε μια ποικιλία αναγνωσμάτων: τη Βίβλο, τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Σαίξπηρ, τον Μίλτον, τον Μπάυρον, τον Σκοτ, τους Μύθους του Αισώπου , τη «Διασκέδαση στις Αραβικές Νύχτες», την «Ιστορία των Πουλιών της Βρετανίας»…
Την πιο σημαντική όμως επιρροή αυτά τα χρόνια, τη δέχτηκαν από περιοδικά όπως το Blackwood’s Magazine, το Fraser’s Magazine και το Edinburgh Review, όπου σάτιρα, πολιτικοί σχολιασμοί, εκτενείς αναφορές σε βιβλία, τους έδωσαν έναν ολόκληρο πλούτο λεπτομερειών, σπορά στη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους.
Την περίοδο αυτή ο Μπράνγουελ συγκέντρωσε διάφορα παιχνίδια με στρατιωτάκια, Τούρκους μουσικούς και Ινδιάνους. Αυτά τα παιχνίδια έδωσαν την ώθηση στα παιδιά να δημιουργήσουν έναν φανταστικό κόσμο, τη γη της Angria, για τον οποίο ξεκίνησαν να γράφουν έργα με τις φιγούρες των παιχνιδιών τους σε μικροσκοπικά σημειωματάρια. Η Έμιλυ και η Σάρλοτ σκαρφίζονταν ιστορίες που έπαιζαν στα κρεβάτια τους πριν κοιμηθούν, κρυφά από τους μεγάλους και από τα μικρότερα αδέλφια τους. Η Σάρλοτ αποκαλύπτει στις «Ιστορίες των Νησιωτών» (1829), πως η Έμιλυ είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα έργα του σερ Γουόλτερ Σκοτ και γι’ αυτό είχε επιλέξει σαν τόπο των ιστοριών της το Νησί της Άραν και τον ίδιο τον Σκοτ για αρχηγό. Αυτή η συμπάθεια συνεχίστηκε και ενισχύθηκε όταν την πρωτοχρονιά του 1828, η θεία Ελίζαμπεθ δώρισε στα ανίψια της ένα βιβλίο του Σκοτ με τίτλο «Οι Ιστορίες ενός παππού» (1827 1829). H Έμιλυ για κάποιο διάστημα γίνεται η κόρη του σπιτιού και το απολαμβάνει πολύ, ζυμώνει πεντανόστιμο αφράτο ψωμί στην κουζίνα μελετώντας ταυτόχρονα Γερμανικά, καθαρίζει, φροντίζει τα σκυλιά, διδάσκει στο κατηχητικό της Κυριακής, παίζει πιάνο και στον ελεύθερο χρόνο της βγαίνει βόλτες στους χερσότοπους.