Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
Τον Ιανουάριο του 2016, στις εκλογές για την ανάδειξη νέας ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, συντάχθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια προσπάθεια να αλλάξει το παρωχημένο προφίλ ενός συντηρητικού κόμματος και -σε μια επόμενη φάση- να δημιουργήσει τις συνθήκες ανατροπής της κυβέρνησης Τσίπρα.
Είναι ο ψηφοφόρος του φιλελεύθερου κέντρου και των τεχνοκρατικών λύσεων. Είναι ο ψηφοφόρος που η Νέα Δημοκρατία κέρδισε το 2016 χάρη στην υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι ο ψηφοφόρος που πανηγύρισε όσο κανείς την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιτέλους έφυγε», σκέφτηκε τότε. Όμως ήρθε στη θέση του πράγματι μια κυβέρνηση τεχνοκρατών φιλελεύθερων;
Το πρώτο δείγμα γραφής της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι σαφώς ενθουσιώδες αλλά ακόμα δεν μπορεί να κριθεί επαρκές. Ένας τέτοιος ψηφοφόρος μπορεί απλώς να διαβάσει την ομιλία του Πρωθυπουργού κατά την παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησής της ΝΔ. Ζήτησα όμως από τρεις ψηφοφόρους -ένα άτυπο focus group- να το κάνουν και να εκφράσουν τον βαθμό ικανοποίησής τους από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη σε σύγκριση φυσικά με τις προσωπικές τους προσδοκίες από την κυβέρνηση.
Πίσω από την ικανοποίηση για τη συμπερίληψη στην ομιλία στοχεύσεων με ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως η παροχή δικαιώματος ψήφους στους Έλληνες του εξωτερικού, η ενίσχυση της εξωστρέφειας των δημόσιων πανεπιστημίων ή η μείωση της φορολογίας, οι τρεις αναγνώστες εμφάνισαν ερωτηματικά και για δύο συστατικά που προσδοκούσαν να έχει το μείγμα πολιτικής παρουσίας της νέας κυβέρνησης: τον τεχνοκρατισμό και τον φιλελευθερισμό.
Η συζήτηση μαζί τους δεν αποκάλυψε απογοήτευση, θα ήταν άλλωστε εξαιρετικά πρώιμο. Όμως προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για την απόσταση μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας. Πόσο αλήθεια πείθει τον κεντρώο ψηφοφόρο για τον τεχνοκρατισμό του μία κυβέρνηση που αναφέρεται στους επενδυτές και στην ανάπτυξη, κάνοντας περισσότερο αναφορά σε ιδέες και ανάγκες, και όχι τόσο πολύ σε χρονοδιαγράμματα και απτά αποτελέσματα;
Πόσο “αντί-κρατιστική” είναι μία πολιτική που προτάσσει για το κράτος πρόνοιας τις προσλήψεις και στη συνέχεια αναφέρεται στην αξιολόγηση προσώπων και στον εξορθολογισμό υπηρεσιών; Πόσο κοινωνικά ευαίσθητη σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων φαίνεται στα μάτια ενός τέτοιου ψηφοφόρου μία κυβέρνηση που μιλά μεν για κατάργηση ασύλου, εξορθολογισμό των αδειών των κρατουμένων και ενίσχυση της αισθήματος ασφαλείας, αλλά παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στα ίσα δικαιώματα στη δημιουργία οικογένειας για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού;
Ερωτήσεις που δεν είναι εύκολο να προσπεραστούν. «Μία τεχνοκρατική κυβέρνηση δεν μπορεί απλώς να οραματίζεται», σημείωσε ο πρώτος από τους αναγνώστες μου. «Μία φιλελεύθερη κυβέρνηση δεν μπορεί να φοβάται να αντιμετωπίσει τον κρατισμό», υποστήριξε ο δεύτερος. «Και φυσικά, μία φιλελεύθερη κυβέρνηση δεν μπορεί να μην δραστηριοποιείται για την εξέλιξη της κοινωνίας, στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», συμπλήρωσε καυστικότερα ο τρίτος.
Οι συνομιλητές μου εστίασαν στις προσδοκίες τους για μια αποτελεσματική στο διαχειριστικό κομμάτι και μη συντηρητική στο αξιακό κομμάτι κυβέρνηση. Στη συζήτηση προσέθεσα από την πλευρά μου μια ακόμα προσωπική παρατήρηση για την ομιλία του Πρωθυπουργού. «Δεν υπήρξε ουδεμία αναφορά στη Μόρια», αντέτεινα. Και όμως οι ζωές στη Μόρια στοιχειώνουν τις σκέψεις κάθε πολίτη που θέτει τις ευρωπαϊκές αξίες της αλληλεγγύης και της ελευθερίας επιλογών πάνω από όλα.
Η ματαίωση είναι η βασική ερμηνεία διαρροής ψηφοφόρων από ένα κόμμα. Προφανώς και οι ψηφοφόροι «στα αριστερά του Κυριάκου Μητσοτάκη» είναι οι πλέον απαιτητικοί από τους ψηφοφόρους του. Παράλληλα, του είναι όμως και οι πλέον απαραίτητοι. Ο συνδυασμός διαχειριστικής επάρκειας της κυβέρνησης και σαφούς φιλελευθεροποίησης όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας είναι ένας δύσκολος στόχος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ένας στόχος που ξεπερνά τις εκδηλώσεις για την διακοσιοστή επέτειο της εθνικής ανεξαρτησίας.
* Ο κ. Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας