Μια υπόθεση που ποινικά έχει παραγραφεί μπορεί να γίνει αντικείμενο μόνον ενός «λαϊκού δικαστηρίου», στο οποίο δεν υπάρχουν δικονομικοί κανόνες. Δικάζει ο λαός, διαμορφώνοντας έτσι το «περί δικαίου αίσθημα», που είναι μια έννοια η οποία σαφώς δεν συνάδει με την φιλελεύθερη δημοκρατία. Το «λαϊκό δικαστήριο» βρίσκεται έξω από τον νομικό πολιτισμό μας. Κι όμως υπάρχει, διαμορφώνει συνειδήσεις, τις περισσότερες φορές καταδικάζει, τις λιγότερες αθωώνει. Σε αυτή την διαδικασία συμμετέχουν κυρίως οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης που αναλαμβάνουν ρόλο κατηγόρου ή υπερασπιστή. Σημαντικό ρόλο στο «λαϊκό δικαστήριο» παίζει η προσωπικότητα του θύματος και του θύτη, βέβαια το «πνεύμα της εποχής» και η ισχύς των διαμορφωτών της κοινής γνώμης , καθώς τεκμήρια και μνήμες έχουν ξεθωριάσει με την πάροδο του χρόνου.
Το λαϊκό δικαστήριο δικάζει με ηθικούς όρους, έτσι όπως αυτοί διαμορφώνονται σε κάθε εποχή. Είναι προφανές πως υπάρχει ένας αναχρονισμός. Συμπεριφορές που σήμερα ξεσηκώνουν την γενική κατακραυγή, πριν από 20 ή και 30 χρόνια, θα περνούσαν απαρατήρητες, στο επίπεδο της κοινής γνώμης. «Λαϊκά δικαστήρια» πάντα υπήρχαν, τα προς κρίση θέματα άλλαζαν.
Αυτή η «λαϊκή δικαιοσύνη», όταν υποκαθιστά την θεσμική δικαιοσύνη είναι καταδικαστέα; Όταν η θεσμική δικαιοσύνη -λόγω παραγραφής- αδυνατεί να παρέμβει, τότε παραγράφεται και η ηθική διάσταση της συμπεριφοράς που καταγγέλθηκε από το θύμα ή τα θύματα; Είναι αυτό δίκαιο; Με απλά λόγια η νομική παραγραφή μιας πράξης επιφέρει και την ηθική παραγραφή της;
Ο αναγνώστης μπορεί να αντιτείνει πως το θύμα θα έπρεπε να κάνει την καταγγελία του αν όχι αμέσως, τουλάχιστον μέσα στο χρόνο που μπορεί να εκδικασθεί η υπόθεση από τα ποινικά δικαστήρια. Η απάντηση είναι πως το θύμα αυτό θα επιλέξει πώς θα κινηθεί, καθώς αυτό γνωρίζει τους σκοπούς της καταγγελίας του. Ηθικός στιγματισμός του θύτη; Προσπάθεια να μιλήσουν και άλλα θύματα; Απόπειρα να αποκαλυφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι σε συγκεκριμένους χώρους; Άλλωστε, ο καταγγελλόμενος ως θύτης έχει την δυνατότητα αυτός να προσφύγει, εδώ και τώρα, στην δικαιοσύνη ζητώντας να καταδικασθεί ο καταγγέλλων ή η καταγγέλλουσα για συκοφαντική δυσφήμιση. Η σιωπή του είναι τεκμήριο ενοχής, τουλάχιστον ηθικής.
Βέβαια, αν παραμείνουμε στην στενή νομική ορολογία--οπτική, ακόμα και η λέξη «θύμα» αμφισβητείται, καθώς δεν υπάρχει έγκυρη νομική κρίση -λόγω παραγραφής- περί αυτής της ιδιότητος. Παρατηρούμε, πως γύρω από μια υπόθεση που εκ πρώτης όψεως φαίνεται απλή, εγείρονται πολλά παράπλευρα ζητήματα. Αυτά τα ζητήματα ακριβώς έρχεται να αντιμετωπίσει, εξωθεσμικά, το «λαϊκό δικαστήριο». Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αναλαμβάνουν να προωθήσουν τις θέσεις τους. Είναι ευνόητο πως όσο πιο συντριπτικές είναι οι μαρτυρίες τής μιας πλευράς και όσο πιο καλά συντονισμένες είναι με το «πνεύμα της εποχής», τόσο αποδυναμώνεται ο λόγος τής άλλης. Πολλές φορές δεν ακούγεται, καν. Βέβαια στα «λαϊκά δικαστήρια» διαπράττονται και ακρότητες και είναι λογικό. Κάθε διαδικασία στην οποία δεν υπάρχουν εγγυήσεις, είναι εξ ορισμού διαβλητή και προσφέρεται για χειραγώγηση. Το βασικό ερώτημα όμως παραμένει. Η ποινική παραγραφή επιφέρει και την ηθική; Και αν όχι, πώς θα αποδοθεί, στο ηθικό επίπεδο, η δικαιοσύνη;
Η Πολιτεία μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, ώστε και να αποφεύγονται φαινόμενα κοινωνικού στιγματισμού και να ικανοποιείται το θύμα, τουλάχιστον, ηθικά;