Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 μαύρα σύννεφα μαζεύονται πάνω από την αχανή χώρα που γέννησε δοξασμένους στα πέρατα του κόσμου ποιητές και συγγραφείς. Είχε προηγηθεί το 1933 το Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, όπου ο Στάλιν τους χειροτόνησε «μηχανικούς ψυχών» κι εκείνοι με τη σειρά τους ανέλαβαν να υλοποιήσουν το φαραωνικών διαστάσεων τερατούργημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αποκόπτοντας κάθε σχέση με την μακραίωνη παράδοση αυτής της πλούσιας λογοτεχνίας.
Ο Οσίπ Μαντελστάμ (1891-1938) ήταν μία από τις πιο έντονες ποιητικές φυσιογνωμίες του Αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης, κατά τον φιλόσοφο και θεολόγο Νικολάι Μπερντιάγιεφ, ο οποίος προσπάθησε με τον όρο αυτό να περιγράψει την ηφαιστειακή έκρηξη δημιουργικότητας και ταλέντου κατά την εικοσαετία 1900- 1920.
Πνεύμα ευρυμαθές, πολυσχιδές και πολυτάλαντο ο Οσίπ Μαντελστάμ δεν χωρούσε στη νέα πραγματικότητα. Προικισμένος με λεπτό χιούμορ, έγραψε ένα σύντομο ποίημα για «το μουστάκι του Στάλιν» και το διάβασε σε στενό κύκλο φίλων του.
Ο Ιλιά Έρενμπουργκ, κατά την μαρτυρία της συζύγου του ποιητή, δεν μπορούσε να συλλάβει καν πως είναι δυνατόν να γράφονται ποιήματα για τον Στάλιν, λέγοντας πως πρόκειται για «στιχάκια». Απεναντίας, πιο έντονη ήταν η αντίδραση του Μπορίς Παστερνάκ μόλις άκουσε το ποίημα, λέγοντας: «Αυτό που μας διαβάσατε δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Δεν είναι λογοτεχνία, μα αυτοκτονία, την οποία δεν εγκρίνω και δεν θέλω να λάβω μέρος. Δεν μου διαβάσατε τίποτα, δεν άκουσα τίποτα και σας παρακαλώ πολύ να μην το διαβάσετε σε κανέναν άλλον».
Ο Μαντελστάμ, φυσικά, γνώριζε τους κινδύνους. Ήξερα καλά πως το να γράψει ένα τέτοιο ποίημα και πολύ περισσότερο να το απαγγείλει, έστω και σε ένα στενό κύκλο, έμπιστων φίλων, ενέχει θανάσιμο κίνδυνο. Γιατί το έκανε; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά.
Ο Μαντελστάμ συνελήφθη τη νύχτα της 13ης προς 14η Μαΐου του 1934.
Μετά τη σύλληψη του Μαντελστάμ, ο Παστερνάκ, μετά από παράκληση της Άννας Αχμάτοβα, πήγε στα γραφεία της εφημερίδας «Ιζβέστια» για να συναντήσει τον Νικολάι Μπουχάριν, ο οποίος συμπαθούσε και προστάτευε τον Οσίπ Εμίλιεβιτς.
Ο Μπουχάριν αμέσως έγραψε μία επιστολή στον Στάλιν, παρακαλώντας τον να μειωθεί η ποινή του Μαντελστάμ, προσθέτοντας στο τέλος την φράση: «Και ο Παστερνάκ ανησυχεί πολύ».
Κατά την Αχμάτοβα, αυτό το ενδιαφέρον του Μπουχάριν, αλλά και άλλων, όπως του στρατάρχη Τουχασέφσκι «επιτάχυναν και, μάλλον, βοήθησαν την υπόθεση». Είναι γνωστό άλλωστε, πως λίγα χρόνια αργότερα, αμφότεροι θα δικαστούν και θα καταδικαστούν παραδειγματικά, κατά τη διάρκεια των περιβόητων δικών της Μόσχας, στο απόγειο της Μεγάλης Τρομοκρατίας του σταλινικού καθεστώτος.
Δύο εβδομάδες μετά τη σύλληψη του ο Μαντελστάμ εξορίστηκε στο Τσερντίν για τρία χρόνια. Εκεί, αρρώστησε βαριά, έπαθε νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να προσπαθήσει να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, μα το μόνο που κατέφερε ήταν να σπάσει το χέρι του.
Η σύζυγος του ποιητή Ναντιέζντα, έστειλε τηλεγράφημα προς την Κεντρική Επιτροπή του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι).
Ο Στάλιν διέταξε να επανεξεταστεί η υπόθεση και επέτρεψε να επιλεγεί ένας άλλος τόπος εξορίας για τον Μαντελστάμ.
Ακολούθησε ένα από τα πιο μυστηριώδη τηλεφωνήματα της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας. Υπάρχουν έντεκα διαφορετικές εκδοχές που θησαυρίζονται σε απομνημονεύματα συγγραφέων, ποιητών, συγγενών του ποιητή, αλλά και της άλλης πλευράς, στα απομνημονεύματα του γραμματέα του Στάλιν, Ποσκρεμπίστσεφ.
Δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει και χώρος για να τις παραθέσουμε όλες. Κοινή συνισταμένη των εκδοχών αυτών είναι, περίπου, η παρακάτω.
Μετά από αυτό, τηλεφώνησε στον Μπορίς Παστερνάκ. Αφού του ανακοίνωσε τις εντολές που είχε δώσει αναφορικά με τον Μαντελστάμ, τον ρώτησε περιπαικτικά, για ποιο λόγο ο Παστερνάκ επέδειξε τέτοιο ενδιαφέρον για τον φίλο του.
Ο Παστερνάκ του απάντησε ότι αν δεν το έκανε, τότε δεν θα μάθαινε ποτέ ο ηγέτης της χώρας αυτή την υπόθεση της εξορίας ενός ποιητής. Τότε ο Στάλιν τον ρώτησε γιατί δεν ζήτησε τη βοήθεια των Ενώσεων Συγγραφέων και ο Παστερνάκ απάντησε πως οι οργανισμοί αυτοί «δεν ασχολούνται με τέτοια πράγματα από το 1927».
Στη συνέχεια ο Στάλιν με επιμονή προσπάθησε να μάθει αν ο Παστερνάκ θεωρεί ότι ο φίλος του Μαντελστάμ είμαι μεγάλος ποιητής. Ο Παστερνάκ φοβούμενος ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Στάλιν προσπαθεί να μάθει αν γνωρίζει τα «σκωπτικά» ποιήματα που είχε γράψει ο κρατούμενος ποιητής, αρχικά απάντησε με υπεκφυγές, στη συνέχεια όμως προσπάθησε να αλλάξει το θέμα της συζήτησης και να συζητήσει με τον Πατέρα όλων των λαών το ζήτημα «της ζωής και του θανάτου». Ακούγοντας αυτή την απάντηση ο Στάλιν έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να αποχαιρετήσει τον ποιητή.