Ο Στέφανος Δασκαλάκης στο εργαστήριό του στην οδό Ρεμούνδου – πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα – λίγη ώρα προτού έρθει το μοντέλο για να ζωγραφίσει. Μεσημέρι Αυγούστου 2020.
Θυμάμαι τα έργα που ο δάσκαλος μου ο Γιώργος Μαυροΐδης έκανε στην Μύκονο. Η γη αποδιδόταν με γαιώδη χρώματα, καθώς ήταν καμένη και τα πάντα σαρωμένα από τον αέρα. Ζωγράφιζε και στην Ύδρα τα καλοκαίρια. Μου είχε δείξει και ένα νυχτερινό από το λιμάνι.
Ο Παναγιώτης Τέτσης συνέχισε και αυτός την παράδοση της ζωγραφικής στο ύπαιθρο. Ζωγράφιζε στην Σίφνο και μια σειρά από εξαιρετικά τοπία μεγάλων διαστάσεων σε άσπρο μαύρο την είχε δείξει στο Χίλτον στην γκαλερί της Μαριλένας Λιακοπούλου. Είδα την έκθεση αυτή όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο γυμνάσιο. Και βέβαια τα φοβερά τοπία του από την Ύδρα που τα δούλευε κατά μέγα μέρος από το φυσικό σε μεγάλες διαστάσεις ακόμα και όταν είχε φτάσει σε ηλικία αρκετά προχωρημένη. Μου έλεγαν ότι πολλά από αυτά τα έκανε από την ταράτσα του Αρχείου της Ύδρας.
Έχω περάσει πολλές ώρες στην Εθνική Πινακοθήκη μπροστά στα τοπία του Παρθένη, του Μαλέα, του Ν. Λύτρα. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία υπάρχει το αίσθημα του καλοκαιριού. Στην ζωγραφική από το φυσικό στο ύπαιθρο υπάρχει πάντα ένα αίσθημα έκστασης, ταύτισης με τον χώρο στον οποίο βρίσκεσαι. Το έχω νιώσει στα λίγα γρήγορα τοπία που έχω ζωγραφίσει. Στην Αίγινα, καλοκαίρι, στην παραλία και στην Καισαριανή που ξαναπήγα μετά από καιρό για πολύ λίγο, ήταν πολύ έντονο το αίσθημα ότι ζωγραφίζοντας γίνεσαι ένα με αυτό που σε περιβάλλει.
Εγώ ανήκω σε μια άλλη γενιά. Βέβαια όταν ήμουν ακόμα στην Σχολή έκανα τοπία όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, στα ταξίδια μου γενικά, αλλά και από τον σταθμό της Ύδρας που πήγαινα κατά προτίμηση το Πάσχα και το καλοκαίρι, στην Μήθυμνα και τους Δελφούς όπου υπήρχαν επίσης σταθμοί.
Από την εποχή όμως του Παρισιού και μετά έγινε μία στροφή στην ζωγραφική μου. Έγινε μία ζωγραφική του «άστεως». Στράφηκε πιο πολύ σε αισθήματα και καταστάσεις που γεννιούνται στο περιβάλλον της πόλης. Επρόκειτο εν μέρει και για μία αντίδραση σε ό,τι ήξερα, και θαύμαζα, που ενώ μου έδινε την επιθυμία να ζωγραφίσω συγχρόνως ήταν και ένα εμπόδιο για να ζωγραφίσω με τον δικό μου τρόπο. Έτσι παρά το ότι το αίσθημα αυτής της ζωγραφικής στο ύπαιθρο, το καλοκαίρι, και η εικόνα όλων αυτών των αγαπημένων ζωγράφων να είναι αδιαλείπτως παρούσα στην συνείδηση μου (ακόμα και τώρα) χρειάστηκε την εποχή εκείνη, δηλαδή γύρω στο 1980, για να μπορέσω να βρω ένα δρόμο προσωπικό να πάρω τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ακόμα και την ζωγραφική από μοντέλα σταμάτησα. Τα ύπαιθρα και οι φιγούρες ήταν τόσο φορτισμένα από τις μνήμες τις σπουδαστικές όσο και από το βάρος της παράδοσης, που ένιωσα την ανάγκη να πάρω τις απαιτούμενες αποστάσεις.
Θυμάμαι στο Παρίσι σε ένα δωματιάκι που έμενα, είχα ζητήσει από μια φίλη να μου ποζάρει, όπως είχε κάνει τόσες φορές μέχρι τότε. Ξαφνικά είχα το αίσθημα του αδιεξόδου. Κατάλαβα πως κάτι έπρεπε να αλλάξει ριζικά. Από την στιγμή εκείνη και για πολλά χρόνια ζωγράφιζα κυρίως τα πράγματα. Στην αρχή σάκους και υφάσματα με ενδιαφέρουσες πτυχολογίες και αργότερα συνθέσεις, αντικείμενα και καρπούς ριγμένους στο πάτωμα. Και αργότερα χώρους, «Εσωτερικά», που μέσα από μια πόρτα ή ένα παράθυρο, το καλοκαίρι ανοιχτά, έχουμε νύξεις για τον εξωτερικό χώρο.
Τον τελευταίο καιρό στο Παρίσι, στο πολύ ωραίο εργαστήριο που είχα στην Rue Norvins (επρόκειτο για ένα από τα εργαστήρια που ο Δήμος του Παρισιού παραχωρούσε στους ζωγράφους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα), άρχισα να ζωγραφίζω και πορτραίτα. Πέρα από τα «Εσωτερικά» που έκανα με την πολύ μεγάλη τζαμαρία με θέα στον κήπο (μου άρεσε πολύ το βράδυ όταν ξύπναγα να κάθομαι να βλέπω τον κήπο αυτό που είχε ένα πρασινογάλανο φως. Νόμιζες ότι βρίσκεσαι στον βυθό). Εκεί λοιπόν ζωγράφισα την Αντρέα (σημ. η σύζυγος του ζωγράφου, Αντρέα Σροτ) , την νύχτα με το παλτό. Μου πόζαρε το βράδυ μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο και νομίζω πως φαίνεται ότι κρυώνει (λίγο). Ζωγράφισα επίσης και το πορτραίτο του Παναγιώτη. Στην εποχή αυτή (1996) έχει την αφετηρία της ολόκληρη η σειρά «Πορτραίτων» που ζωγραφίζω ακόμα και σήμερα.
Όλα αυτά εύκολα εξηγούν το πώς τα δικά μου καλοκαίρια πολύ λίγο ανταποκρίνονται στην παραδεδομένη εικόνα του ευτυχισμένου ζωγράφου που αφήνεται στα στοιχεία της φύσης. Εικόνα που δεν παύει να με ελκύει παρ’ όλα αυτά. Σημασία όμως έχουν λίγο οι επιθυμίες μας. Αποφασίζει η ροή των γεγονότων. Πρέπει πάντως να πω ότι τα καλοκαίρια κάτι αλλάζει, εννοώ ακόμα και για όσους δύσκολα αφήνουν την πόλη.
Αλλάζει η ποιότητα του φωτός. Τα πράγματα έχεις την αίσθηση ότι αποκτούν μια ιδιαίτερη ακτινοβολία, ότι βγαίνουν από τα περιγράμματα τους. Την εσωστρέφεια του χειμώνα διαδέχεται ένα είδος παγανιστικής ευφορίας, μιας ζωής ή οποία διαστέλλεται μέσα στο φως. Νομίζεις ότι η αφή έχει τον πρώτο λόγο. Θα ήθελα πολύ να πιστέψω, να μου πουν, ότι στην ζωγραφική μου φαίνεται κάτι τέτοιο. Τα τελευταία καλοκαίρια έκανα με φυσικό φως, εσωτερικά με φιγούρες και μερικά κατοικημένα μόνο από τα πράγματα. Ελπίζω να έχω αποδώσει αυτό το αίσθημα. Με ενδιαφέρουν τα έργα αυτά γιατί πιστεύω, μαζί με πολλά άλλα μικρών διαστάσεων, ότι είναι ο συγκερασμός όλων των προηγουμένων προσπαθειών. Αν κάποτε ένιωσα την ανάγκη να τοποθετηθώ απέναντι σε ορισμένες αντιλήψεις, σε ένα περιβάλλον και το παρελθόν, η τωρινή μου φροντίδα αφορά στην συνέπεια απέναντι στα δικά μου βιώματα και την αίσθηση που έχω του κόσμου και μόνον.