Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Γράφαμε χθες ότι «η ευρωπαϊκή Αριστερά, που πρωτεύουσά της είναι το Παρίσι, έχει καταντήσει ένα παιχνίδι για πλούσιους που βαριούνται θανάσιμα. (Από κει που ήταν ένα παιχνίδι για πλούσιους που δεν βαριούνταν). Ένα hunting με ανθρώπινα θηράματα και τρόπαια πάνω από το τζάκι, που τα κοιτάς με συμπάθεια. […] Είναι, τα τρόπαια εκείνα, τα χαζούτσικα ανθρωπάκια που έβγαλες στους δρόμους να διαδηλώσουν και στις πλατείες να χορέψουν».
Άρεσε αυτό στους φίλους μας τους δεξιούς, αυτό δα έλειπε, και δεχτήκαμε την αναμενόμενη κριτική από κάποιους φίλους τής αντίπερα όχθης: πολύ λογικό, αναμενόμενο και, εν πολλοίς, επιθυμητό — στη δουλειά αυτή, αν δεν σου δίνουν σημασία οι αντίπαλοι, και αν δεν έχεις αντιπάλους γενικώς, κάτι δεν κάνεις καλά.
Εν πάση περιπτώσει, επιτρέψτε μας να μιλήσουμε λίγο ακόμη πάνω σ' αυτό σήμερα, ελπίζοντας πως δεν κουράζουμε. Γιατί η περίπτωση Γαβρά (να 'ναι καλά ο άνθρωπος τόσο που τον μελετάμε) δεν είναι μεμονωμένη ή περιθωριακή. Και δεν είναι καινούργια. Ανέκαθεν οι διανοητές των Παρισίων χαίρονταν να παίρνουν τη μεριά του πόπολου, όταν το πόπολο έτεινε να θέλει να υπηρετήσει μία αριστερή, επαναστατική κ.τ.π. εξουσία. Και από πάντα ήταν εναντίον εκείνης της μερίδας του πόπολου που έδειχνε αντεπαναστατική συμπεριφορά, κάτι απαράδεκτο και μη επιτρεπτό: τότε αμέσως αυτοί οι εχθροί του Λαού-με-κεφαλαίο έπρεπε να πάνε σε στρατόπεδα, να εκτοπιστούν, να στηθούν στα δέκα βήματα κ.ο.κ. — δεν μας τα λέγανε καλά? δεν μας τα λέγανε καθόλου καλά. Γενικά ο Λαός-με-κεφαλαίο υποχρεούται να είναι με τις δυνάμεις της προόδου, αλλιώς δεν είναι λαός, είναι εχθρός.
Κατ' αυτά, εμβληματικοί διανοητές όπως ο Σαρτρ λάτρευαν εκδοροσφαγείς ακραία απολυταρχικών καθεστώτων περισσότερο και από τις σερβιτόρες των καφέ, ή και από τις φοιτητριούλες ακόμη. Ήταν μια στάση, αυτή, που έθετε έναν κανόνα, ένα μέτρο: δεν μπορούσες να την υπερβείς ή να την αμφισβητήσεις. Δέκα περιοδικά, πάνω από τις μισές εφημερίδες και όλο το τένις θα σε βύθιζαν στο χώμα, κάτω από την άσφαλτο, περνώντας σε από τη σήτα του υπονόμου. Το επόμενο κιόλας πρωί.
Υπάρχει, βέβαια, μια διαφορά από το τότε στο τώρα. Για παράδειγμα (και για να μη μιλήσουμε για το νέο οικονομικό περιβάλλον στον πλανήτη, που άλλαξε το τοπίο άρδην και διά παντός), για μία σειρά από λόγους ο Λαός-με-κεφαλαίο πήγε με τους φασίστες, με κάτι Λεπέν και κάτι άλλα τέτοια μούτρα. Η Αριστερά έχασε, η σοσιαλδημοκρατία ηττήθηκε, η Κεντροδεξιά τα 'χε χαμένα, οι φιλελεύθεροι εξασκούσαν τη μύτη τους στην οινογνωσία — και οι φασίστες άρχισαν λάου-λάου μια θριαμβευτική προέλαση, γδέρνοντας τα μούτρα της Ευρώπης με τα βρόμικα νύχια τους. Οπότε η από τα αριστερά απάντηση δεν ήταν αυτή ενός ΚΚ, βέβαια (τι να μας πουν τα έρμα, κακογερασμένα ΚΚ…), αλλά η γένεση μιας σειράς λαϊκίστικων γκρουπούσκουλων, κινημάτων, «συνιστωσών» κλπ. κλπ., που είδαν ότι, λέγοντας τις ΙΔΙΕΣ πομφόλυγες με τους φασίστες, τους ακροδεξιούς και τους εθνικιστές, αλλά τυλιγμένες σε αριστερή λαδόκολλα, θα μπορούσαν να ελπίζουν σε μια ανανέωση του μισθωτηρίου συμβολαίου με τον πρ. Λαό-με-κεφαλαίο.
Η άνοδος των εθνικιστικών κομμάτων της Ακροδεξιάς σε όλη την ήπειρο δεν εμπόδιζε την αντίστοιχη άνοδο των εθνικιστικών κομμάτων της Αριστεράς. Ίσα-ίσα, όλοι βολεύονταν μ' αυτό: και οι μεν, και οι δε. Οπαδοί υπήρχαν για όλους: έκαναν ουρές. Τα «προτάγματα», άλλωστε, ήταν ολόιδια? φτυστά. Πράγμα που γνωρίσαμε από πρώτο χέρι το 2010 και εξής στην Ελλάδα. (Αν και δεν το γεννήσαμε εμείς αυτό το φαινόμενο: ουσιαστικά γεννήθηκε το 1989, όταν τα κακομοιριασμένα μέλη των κομουνιστικών κομμάτων τού πρώην Ανατολικού Μπλοκ έσπευσαν να φτιάξουν ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΓΡΑΦΕΙΑ νεοφασιστικά κόμματα).
Ε, κάπου εδώ μπαίνουν και οι παράγοντες. Αυτοί είναι είτε νέοι, που —επιτρέψτε μας— είδαν φως κι ανέβηκαν (βλέπε, εδώ, τους σαραντάρηδες τού ΣΥΡΙΖΑ: Τσίπρας, Παππάς, Τζανακόπουλος, δεν θυμάμαι άλλους, δεν είμαι πρόχειρος), είτε ήταν παλιοί και μπαρουτοκαπνισμένοι, που έπαιρναν εκδίκηση για τις παλιές ανά χώρα ήττες και ήταν σίγουροι πως εκείνο το «παρά πόδα» τούς αφορούσε προσωπικά και τους είχε μείνει άχτι (λέγε με Λαφαζάνη). Είτε ήταν διανοούμενοι του Χώρου-με-κεφαλαίο. Ε, κάπου εδώ μπαίνει και ο Γαβράς. Που είναι καλή περίπτωση: η Ελλάδα είναι γεμάτη από μικρούς Γαβράδες — στα βιβλία, στις εφημερίδες, στα πανεπιστήμια, στα ράδια, παντού.
Εν πάση περιπτώσει, ας μην είμαστε αυστηροί. Η ζωή θέλει διαρκώς επιβεβαίωση και «σταθερές», και είναι ένας μακρύς δρόμος που αντί για νερό πίνεις εκλογίκευση. Δεν μπορείς να τη βγάλεις καθαρή αλλιώς — θα καταλήξεις να παραμιλάς σε κάνα μπαρ, νομίζοντας πως σε προσέχει στ' αλήθεια η μπαργούμαν. Που όμως δεν θα σε προσέχει. Δεν θέλεις την μπαργούμαν, θέλεις τη φοιτητριούλα. Κι ας μη σ' έχει ερωτευτεί, γιατί έχει βγάλει τη σχολή κάτι δεκαετίες τώρα.
Και αν δε είσαι ΚΑΙ διανοούμενος ΚΑΙ πλούσιος, συγγνώμη αλλά τι έχεις να χάσεις; Τι, στ' αλήθεια; Αύριο μπορεί να μην είσαι εδώ, τι σε νοιάζει για κείνα τα χαζούτσικα ανθρωπάκια που βγήκανε στους δρόμους να διαδηλώσουν και στις πλατείες να χορέψουν; Σάμπως εσύ τούς είπες να βγουν; Δεν θυμάσαι να έχεις κάνει κάτι τέτοιο.
Όχι. Το μόνο που κάνεις εσύ είναι να επιβλέπεις μια σκακιέρα? και να αναλύεις μες στο μυαλό σου το παιχνίδι. Δεν σε νοιάζει ακριβώς η θυσία εκείνου ή του άλλου πιονιού. Σου αρέσει ακριβώς το παιχνίδι καθαυτό. Η γοητεία του. Οι πιθανότητες. Και βέβαια η λέσχη όπου παίζεται.
Είναι ωραίες λέσχες αυτές, και κανείς μας δεν θα έλεγε όχι έτσι και μας έδιναν μια ισόβια πρόσκληση μέλους.
Ας χαλαρώσουμε, που λένε.
ΥΓ. Λέγαμε επίσης στο χθεσινό μας σημείωμα: «Και πολύ καλά κάνει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Αν μη τι άλλο, έχει απέναντί της μία χυδαία Δεξιά». Αλλά επ' αυτού αύριο.