Η πλατεία Υπαπαντής στην Καλαμάτα, με αρχαιολογικά κατάλοιπα της πόλης των Φαρών, προγόνου της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, θα διερευνηθεί αρχαιολογικά, ώστε να διαπιστωθεί η σημασία των αρχαιοτήτων και η δυνατότητα διάσωσης και ανάδειξής τους. Η γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ύστερα και από την πλήρη συμφωνία της τοπικής εφορείας αρχαιοτήτων, έδωσε το πράσινο φως. Άλλωστε, στη συνεδρίαση παρέστη και η έφορος Ευαγγελία Μηλίτση- Κεχαγιά, καθώς είναι μέλος του ΚΑΣ.
Οι αρχαιότητες είχαν βρεθεί τυχαία προ έξι δεκαετιών κατά τη διάρκεια των εργασιών διαμόρφωσης της πλατείας γύρω από το Μητροπολιτικό Ναό της Υπαπαντής και διακόπηκαν ξαφνικά. Σύμφωνα με έγγραφο της ομάδας «Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής», ο εργολάβος μπάζωσε τα αρχαία των οποίων τα ίχνη χάθηκαν. Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα πριν από 20+ χρόνια όταν ξεκίνησε η συζήτηση για αναπλάσεις στο ιστορικό κέντρο της πόλης και έγινε ακόμη πιο έντονη όταν πριν 12 χρόνια τέθηκε το ζήτημα ανάπλασης της πλατείας Υπαπαντής. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας υποβλήθηκε μελέτη η οποία προέβλεπε την ανάδειξη και προστασία των αρχαιοτήτων σε μια επιφάνεια 300 τετραγωνικών μέτρων στη νοτιοανατολική πλευρά της πλατείας. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έκρινε τότε ότι η κατάχωση είναι προτιμότερη γιατί έτσι προστατεύονται καλύτερα. Αγνοούσε όμως ότι δεν έχει γίνει κατάχωση με την από το νόμο προβλεπόμενη διαδικασία αλλά απλό μπάζωμα για να κλείσουν τα ορύγματα και να διαμορφωθεί η πλατεία.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, η Διευθύντρια Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας Ε. Μηλίτση – Κεχαγιά ενημέρωσε ότι έχει εντοπισθεί ο χαμένος επί μακρόν φάκελος της ανασκαφής μέσα από τον οποίο επιβεβαιώνεται ότι οι αρχαιότητες έχουν μπαζωθεί και προσδιορίστηκε η θέση τους. Ταυτοχρόνως τονίστηκε ότι ο τότε προϊστάμενος αρχαιοτήτων Νίκος Γιαλούρης που έκανε την ανασκαφή δεν είχε προτείνει κατάχωση αλλά ανάδειξη των ευρημάτων. Ο Νικόλαος Γιαλούρης είχε ανακαλύψει υπολείμματα δημοσίου κτηρίου του 4ου π. Χ. αιώνα που βρέθηκαν στο όριο της πλατείας Υπαπαντής και του δρόμου κατά μήκος της οδού Χρυσοστόμου Θέμελη. Ακόμα και μετά το μπάζωμα, επεσήμανε το 1961 την ανάγκη να ανασκαφούν εξολοκλήρου τα ευρεθέντα αρχαία σε μεταγενέστερο χρόνο.καθώς πιστοποιούν με βεβαιότητα τη θέση των αρχαίων Φαρών στην πόλη της Καλαμάτας.
Όπως αναφέρουν η εφορεία αρχαιοτήτων και η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, τα αρχαιολογικά δεδομένα για την κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή πόλη των Φαρών αυξάνονται σημαντικά στις δεκαετίες του 1950 και 1960, καθώς εντοπίζονται κινητά και ακίνητα μνημεία αυτών των περιόδων στην πλατεία της Υπαπαντής αλλά και στην περιοχή νότια και ανατολικά αυτής (περιοχές Φραγκόλιμνας και Μονής Καλογραιών).
Η αρχαία πόλη των Φαρών, η οποία από τους περισσότερους ερευνητές τοποθετείται στη σύγχρονη πόλη της Καλαμάτας, μνημονεύεται στον Όμηρο και σε άλλους συγγραφείς της αρχαιότητας όπως ο Ξενοφών, ο Στράβων και ο Παυσανίας. Σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν μια από τις επτά πόλεις, που υποσχέθηκε ο Αγαμέμνονας να χαρίσει στον Αχιλλέα για να εξευμενίσει την οργή του και να επιστρέψει στον πόλεμο. Από τους υπόλοιπους συγγραφείς αντλούμε πληροφορίες για τη θέση τους στη νότια Μεσσηνία και εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι Φαρές ήταν παραλιακή πόλη κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέδοντα. Πρόκειται για μια πόλη της αρχαίας Μεσσηνίας, που με την ίδια ονομασία (Φαραί) παρουσιάζει διαχρονική κατοίκηση από την Προϊστορική περίοδο μέχρι και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους καθώς τον 6ο αι. μ.Χ. αναφέρεται στον συνέκδημο του Ιεροκλέους.
Η πλειονότητα των μελετητών συγκλίνει στην άποψη ότι οι Φαρές βρίσκονταν στη θέση της Καλαμάτας χωρίς ωστόσο να υπάρχουν πάντα επαρκή και σαφή αρχαιολογικά τεκμήρια. Οι παλαιότερες μαρτυρίες αφορούν σε αρχαιότητες, όπως επιγραφές συχνά εντοιχισμένες σε οικήματα και οικοδομικό υλικό από την περιοχή νότια και δυτικά της πλατείας της Υπαπαντής, σε απόσταση περίπου 110-130 μ. από τον ναό της Υπαπαντής. Τα περισσότερα οικοδομικά κατάλοιπα είχαν εντοπιστεί νότια της Υπαπαντής και πλησίον της πλατείας Φραγκόλιμνας αλλά και σε περιοχές του ιστορικού κέντρου της Καλαμάτας. Στην ίδια περιοχή το 1901 ο Ανδρέας Σκιάς αποκάλυψε τα κατάλοιπα αρχαίου οικοδομήματος κτισμένου με μεγάλους πωρόλιθους θεωρώντας ότι πιθανότατα ήταν πύργος του τείχους της κλασικής πόλης των Φαρών.
Προϊστορικά ευρήματα που πιστοποιούν τη μυκηναϊκή κατοίκηση στην περιοχή εντοπίστηκαν από τον R. Hope Simpson το 1956-1957.Κατά τη διάρκεια επιφανειακής έρευνας εντοπίστηκαν ίχνη μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων και όστρακα της ΥΕΙΙΙ (Υστεροελλαδικής ΙΙΙ) περιόδου στον λόφο «Τούρλες» σε απόσταση περίπου 500 μ. βορειοανατολικά του μεσαιωνικού κάστρου. Kατά τη διάρκεια της επιστημονικής ερευνητικής αποστολής του πανεπιστημίου της Minnesota κατά τα έτη 1962-1963, εντοπίστηκαν στη νότια πλαγιά του Κάστρου Καλαμάτας όστρακα της ΥΕΙΙΙ περιόδου ενισχύοντας την άποψη για τη χωροθέτηση των ομηρικών Φαρών στο κάστρο της Καλαμάτας και πέριξ αυτού.
Από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. και έως το 369 π.Χ. οι Φαρές όπως και η υπόλοιπη Μεσσηνία τελούσαν υπό σπαρτιατική κυριαρχία. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που διασώζονται από αυτή την περίοδο είναι περιορισμένα και περιλαμβάνουν θραύσματα από πήλινα κεραμίδια στέγης ύστερων αρχαϊκών χρόνων με γραπτή φυτική διακόσμηση καθώς και έναν ταφικό πίθο Γεωμετρικών χρόνων (ύστερος 8ος αι. π.Χ.) που περιείχε ένα χάλκινο ιππάριο και τέσσερις χάλκινες περόνες, στη θέση «Πέρα Καλαμίτσι».
Την ίδια περίοδο με το παραπάνω έγγραφο του Γιαλούρη κυκλοφόρησε το δημοσίευμα του Μίλτου Παρασκευαΐδη στην εφημερίδα «Καθημερινή»της 14ης Αυγούστου 1960. Δεδομένου ότι τα αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα που βρέθηκαν στην Πλατεία Υπαπαντής το 1960 δεν δημοσιεύθηκαν σε κάποιο αρχαιολογικό περιοδικό, όπως το Αρχαιολογικό Δελτίο, το εν λόγω δημοσίευμα αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο εκτεταμένη αναφορά σε δημόσιο έντυπο για τα αποτελέσματα των ανασκαφικών εργασιών στην πλατεία της Υπαπαντής. Σύμφωνα με αυτό οι ανασκαφές ξεκίνησαν το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1960 και διεξάγονταν από τους επιμελητές αρχαιοτήτων Θεόδωρο Σπυρόπουλο και Παναγιώτη Κριμπά, υπό τη διεύθυνση του τότε Προϊστάμενου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Ν. Γιαλούρη. Οι εκσκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μεταξύ του ναού της Υπαπαντής και του κτηρίου της Επισκοπής. Ερευνήθηκε έκταση διαστάσεων 60Χ10 μ., και εντός τάφρων αποκαλύφθηκαν αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα της ύστερης κλασικής περιόδου που θεωρήθηκαν ότι προέρχονταν ενδεχομένως από την Αγορά της αρχαίας πόλης. Η κεραμική γεωμετρικής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου μαρτυρά τη διαχρονική χρήση του χώρου. Σημειώνεται επίσης ότι από τους τάφους που βρέθηκαν στις ανασκαφές της πλατείας Υπαπαντής, ο ένας ήταν ρωμαϊκών χρόνων και οι άλλοι δύο βυζαντινής περιόδου. Σύμφωνα πάντα με ίδιο δημοσίευμα τα κατάλοιπα του μεγάλου δημόσιου οικοδομήματος φαινόταν ότι επεκτείνονται κάτω από τη θέση, όπου είχε οικοδομηθεί το Ιεροδιδασκαλείο της Επισκοπής.
Επισημαίνεται επίσης στο δημοσίευμα ότι ανάλογο κτηριακό συγκρότημα πρέπει να υπήρχε στα 150μ. ανατολικά της πλατείας της Υπαπαντής στον περίβολο της Μονής Καλογραιών (Άγιος Κωνσταντίνος), όπως προέκυψε από ορισμένα ευρήματα του 1952, στα οποία δεν δόθηκε τότε η δέουσα σημασία. Το ίδιο φαίνεται ότι συνέβη όταν κτιζόταν το Ιεροδιδασκαλείο της Επισκοπής και προήλθαν ορισμένα ευρήματα «… έχοντα εύγλωττον σημασία δια τους ειδικούς αρχαιολόγους. Αυτό με απλά λόγια, σημαίνει ότι καταστράφηκαν…
Ύστερα από τη συνεδρίαση, ο δήμαρχος Καλαμάτας Θαν. Βασιλόπουλος ενημέρωσε ότι από το ΚΑΣ δόθηκε έγκριση για τη διενέργεια σωστικής ανασκαφής στο νοτιοανατολικό άκρο της πλατείας Υπαπαντής, σε έκταση περί τα 160 τ.μ., θέση που δεν εμποδίζει την υλοποίηση του έργου της ανάπλασης, όπως έχει αποτυπωθεί στο τοπογραφικό διάγραμμα κι έχει προσδιοριστεί στην εγκεκριμένη μελέτη ανάπλασης του χώρου της πλατείας.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Ηλία Μπιτσάνη, που είχε αφιερωθεί, ανάμεσα σε άλλα, και στην σωτηρία των αρχαιοτήτων μέσω της ομάδας «Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής», η ομάδα αριθμεί περίπου 3.000 μέλη. Χιλιάδες Καλαματιανοί ενδιαφέρθηκαν για την τοπική ιστορία και το παρελθόν της πόλης, και η ομάδα με συνεχείς αναρτήσεις ιστορικών στοιχείων, αποσπάσματα βιβλίων και ερευνών λειτούργησε και λειτουργεί ως σχολείο τοπικής ιστορίας και αρχαιογνωσίας.
Ο Ηλίας Μπιτσάνης σημειώνει πως ένα πλήθος προσωπικοτήτων τάχθηκαν υπέρ της ανασκαφής και ανάδειξης των αρχαιοτήτων (με διαφορετικές προσεγγίσεις) όπως ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο Καθηγητής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης, ο πρώην υπουργός Πολιτισμού και δήμαρχος Καλαμάτας Σταύρος Μπένος, οι πρώην δήμαρχοι Γιώργος Κουτσούλης και Παναγής Κουμάντος, ο (καλαματιανός) πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου Κώστας Γουλιάμος, περιφερειακοί και δημοτικοί σύμβουλοι κ. α.»