Όλα τα κράτη του κόσμου ακροβατούν, σε ρητορικό επίπεδο, ανάμεσα στην ειρήνη και το δίκαιο. Χωρίς εξαίρεση, όλα λένε ότι επιθυμούν την ειρήνη και ότι στηρίζονται στο δίκαιο. Και αφού όλες οι χώρες ερείδουν τις αξιώσεις τους στο δίκαιο και στόχος τους είναι η ειρήνη, προς τι τότε οι εξοπλισμοί, οι συγκρούσεις, οι πολεμικές συρράξεις και οι θάνατοι εκατομμυρίων ανθρώπων;
Τα ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την ανωτέρω παραδοχή εκπλήσσουν τον αναγνώστη. Ο Χίτλερ το 1938 επιχειρηματολογούσε, με βάση το δίκαιο, για την ένωση της Σουδητίας με την Γερμανία. Πρόταγμα για εκείνον ήταν το δίκαιο των Σουδητών Γερμανών, πραγματικός στόχος, όμως, ήταν η επέκταση προς τα ανατολικά (Drang nach Osten). Η Ευρώπη, μη έχοντας συνειδητοποιήσει την μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, επέλεξε την υποχώρηση στο – μην ξεχνάτε: «δίκαιο» – αίτημα των Γερμανών και έτσι είχε πόλεμο. Γιατί, άραγε, είχε πόλεμο, αφού ο Χίτλερ ήθελε το δίκαιο των Σουδητών και ειρήνη;
Το δεύτερο ιστορικό παράδειγμα επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση τις διαφωνίες περί των γεγονότων της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας, το 1962. Στην ακμή του ψυχρού πολέμου, η Δύση εγκαθιστά αμερικανικούς πυρηνικούς πυραύλους στα εδάφη της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιταλίας και της Τουρκίας. Η Δύση θεωρούσε ότι δικαίως όφειλε να προστατεύσει τους συμμάχους της από την σοβιετική απειλή. Εις απάντηση αυτής της όντως προωθημένης ενέργειας, η Σοβιετική Ένωση σκέφτηκε να εγκαταστήσει πυρηνικούς πυραύλους στο υπογάστριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ήτοι στον Κόλπο των Χοίρων στην κατακόκκινη Κούβα. Κατά τους σοβιετικούς, οι δυτικοί ήρξαντο χειρών αδίκων, οπότε η δική τους αντίδραση ήταν δίκαιη και, για την ακρίβεια, το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν. Οι δυτικοί ήταν πεπεισμένοι ότι η πράξη τους ήταν δίκαιη και διασφάλιζε την ειρήνη. Ωστόσο, από την άλλη, και οι σοβιετικοί το ίδιο ακριβώς φρονούσαν. Γιατί φτάσαμε, λοιπόν, στο κατώφλι του πυρηνικού ολέθρου και της εξαΰλωσης της ανθρωπότητας, αφού και οι δύο αντίπαλοι επικαλούνταν το δίκαιο και αποσκοπούσαν στην ειρήνη;
Καθίσταται αντιληπτό από τα παραδείγματα ότι όλα είναι σχετικά. Και τούτο, διότι επί κάθε μίας από τις προηγηθείσες προτάσεις, επί κάθε λέξης εξ αυτών, χωρούν ερμηνείες επί ερμηνειών, διασταυρωμένες με το αντικειμενικό δίκαιο και υπό το πρίσμα της διατήρησης της ειρήνης. Λ.χ., η εξέλιξη της συμπεριφοράς της χιτλερικής Γερμανίας κατέδειξε ότι η επίκληση στα ιδανικά «δίκαιο» και «ειρήνη» ήταν προσχηματική. Στην πραγματικότητα αυτό που εννοούσε εξαρχής ο Χίτλερ ήταν φωτιά και σφαγές∙ φωτιά ήταν το δήθεν δίκαιό του και σφαγές η υποτιθέμενη ειρήνη του. Στο δεύτερο παράδειγμα, αντιθέτως, η πορεία του ψυχρού πολέμου αποκάλυψε ότι οι δύο αντίπαλοι εννοούσαν με διαφορετικό τρόπο το δίκαιο, όμως –και εδώ έγκειται η διαφορά– απέδιδαν την ίδια σημασία στην ειρήνη. Γι’ αυτόν τον λόγο, την διαφύλαξαν, έστω και δια ελεγχόμενου πυρός και δι’ αντιπροσώπων.
Το παγκόσμιο σύστημα, σήμερα, δείχνει να είναι σε μεταβατική περίοδο. Κάποιοι αναλυτές επιχειρηματολογούν ότι μεταβάλλεται σε πολυπολικό, την ίδια ώρα που άλλοι ισχυρίζονται ότι γίνεται διπολικό και μερικοί ότι παραμένει μονοπολικό. Το πλέον βέβαιον είναι ότι βρίσκεται σε φάση αλλαγής.
Και αυτή η ένταση που συνοδεύει τις περιόδους των αλλαγών αφορά και την Ελλάδα. Τώρα ίσως περισσότερο από ποτέ.
Διότι δίπλα μας, στην Τουρκία, μεγάλωσε ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο πρωτίστως καταπιέζει τους πολίτες του. Συλλαμβάνει με αβάσιμα εντάλματα, προφυλακίζει με αναιτιολόγητες διατάξεις και καταδικάζει με αποφάσεις που πόρρω απέχουν από το Δίκαιο, τους αντιφρονούντες. Οι προληπτικοί περιορισμοί στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, προκαλούν ασφυξία στα υπολείμματα δημοκρατίας στην Τουρκία. Η εξουδετέρωση δικαστών, δικηγόρων, καθηγητών πανεπιστημίου, αξιωματικών του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας, δημοσιογράφων και λοιπών, έχει μετατρέψει την Τουρκία σε ένα αδιόρατο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η διαιώνιση της προφυλάκισης προσωπικοτήτων που επηρεάζουν την κοινή γνώμη στοχεύει στην πνευματική πάρεση. Αυτό που προέχει για το καθεστώς είναι το Ισλάμ και οι βουλές του πρώτου πολίτη της χώρας.
Για ποια ελευθερία στην Τουρκία συζητούν οι εταίροι μας στην Ευρώπη, όταν στην γείτονα είναι ποινικό αδίκημα να σατιρίσεις τον πρόεδρο; Πως γίνονται αποδεκτά τα αποτελέσματα των εκλογών, όταν πολιτικός αρχηγός κόμματος είναι κρατούμενος εδώ και χρόνια, και ο πρόεδρος του δεύτερου κόμματος απειλείται καθημερινά να τον ακολουθήσει; Ποια τεκμήρια πανεπιστημιακής ελευθερίας κομίζει η Άγκυρα, όταν δια της βίας επιδιώκει να χειραγωγήσει και την έρευνα και την διδασκαλία;
Παρεμπιπτόντως, όσοι λένε ότι οι Τούρκοι καλούνται να πιστέψουν στον Μωάμεθ σφάλλουν. Τον πρόεδρο της Τουρκίας καλούνται πιεστικά να προσκυνούν. Τα δικά του λόγια είναι «θέσφατα», οι δικές του πράξεις είναι «θεάρεστες».
Για να το συνδέσουμε με τα παραδείγματα στην αρχή, είναι προφανές σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή ότι το δίκαιο, που επικαλείται το αυταρχικό καθεστώς, και η ειρήνη, στην οποίαν αναφέρεται, δεν ανταποκρίνονται στις αληθείς σημασίες των εννοιών. Όταν διατείνεται ότι δικαιούται να κατέχει εδάφη της Συρίας, κάνει λάθος. Όταν κραυγάζει ότι δικαιούται να παρενοχλεί Ελλάδα και Κύπρο – και να κατέχει την μισή Κύπρο – έχει άδικο. Όταν ψελλίζει ότι κινδυνεύει από τους (πάρα πολλούς πια) αντιφρονούντες πολίτες και έχει δίκιο να τους εξαφανίζει, ψεύδεται. Το δίκαιο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι από την άλλη μεριά.
Την ίδια καχύποπτη στάση πρέπει να επιδεικνύει η Ελλάδα (και το πράττει), κάθε φορά που προσκαλείται από το τουρκικό καθεστώς να συμμετέχει στην «ειρήνη» που αυτό σχεδιάζει. Πρόκειται με βεβαιότητα περί πολέμου και, μάλιστα, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε στρατιώτες και αμάχους, αν λάβουμε υπόψη μας το πώς αντιμετωπίζει τους πολίτες του.
Το τουρκικό καθεστώς αποπειράται να πείσει Ευρωπαίους και άλλους ότι έχει δίκαιο και αποσκοπεί στην ειρήνη. Ψεύδεται και στα δύο. Το αντίθετο συμβαίνει: επιχειρεί να υφαρπάξει τον φυσικό πλούτο των γειτονικών χωρών, κραδαίνοντας το τσεκούρι του πολέμου.
Σε έρευνα που δημοσίευσε η «Hürriyet» τα επίπεδα χαράς-ευτυχίας στους Τούρκους από 18 ετών και άνω υποχωρούν συνεχώς. Το 2019 ήταν 52,4, ενώ το 2020 έπεσαν στο 48,2. Τουλάχιστον ο ένας στους δύο Τούρκους είναι δυστυχισμένος. Το εύρημα αυτό σε συνδυασμό με τις μεγάλες ομάδες πληθυσμού που πεινάνε και κρυώνουν, καταυγάζει μιαν αναντίρρητη αλήθεια: ότι το καθεστώς χάνει ταχύτατα την εσωτερική του νομιμοποίηση.
Επομένως, θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει τον κανόνα ότι στην Τουρκία δεν επικρατεί το δίκαιο ούτε υφίσταται ειρήνη μεταξύ καθεστώτος και πολιτών.
Και στο εξωτερικό, όπως είπαμε, οι τουρκικές πράξεις προσβάλλουν τα γειτονικά κράτη και προκαλούν, δημιουργούν προβλήματα. Το καθεστώς ευαγγελίζεται το «δίκαιο» και την «ειρήνη». Εν τούτοις, πραγματικά εννοεί, αφενός μεν, την αποκλειστική ικανοποίηση των παρανόμων συμφερόντων του εις βάρος όλων των άλλων και, αφετέρου δε, απειλεί με πόλεμο όποιο κράτος αντιτάσσεται στις ανυπόστατες απαιτήσεις του.
Η Ελλάδα ενεργοποιήθηκε αρκούντως, κατά κοινή ομολογία, τέλη Φεβρουαρίου του 2020. Αντέδρασε επιτυχώς και αντιμετώπισε εν τη γενέσει της την – με την καθοδήγηση της Άγκυρας - μεταναστευτική πολιορκία στον Έβρο. Από τον Ιούλιο έως και τον Νοέμβριο του 2020 το τουρκικό ερευνητικό «Ορούτς Ρέις» διεξήγαγε έρευνες σε χώρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, καθώς η πρώτη γραμμή της ελληνικής αποτροπής είχε αποτύχει.
Η Ελλάδα αναγνώρισε την άμεση και ζωτική απειλή και άρχισε να εξοπλίζεται. Προς τον σκοπό αυτόν, επιθυμεί να κερδίσει χρόνο. Χρόνος που αποβαίνει εις βάρος της Τουρκίας. Με βάση την λογική, όταν η μία πλευρά εξοπλίζεται, ενώ στην άλλη έχουν επιβληθεί κυρώσεις, τότε η τελευταία βιάζεται να μην μεταθέσει την λύση της διαφοράς στο μέλλον. Αλλά να επιβάλει το συμφέρον της άμεσα, δια της ισχυρής, ακόμη, πολεμικής της απειλής. Έτσι κάνει το παν για να ματαιωθούν οι διερευνητικές συνομιλίες και προσθέτει στις προκλήσεις ένα γερασμένο σκαρί όπως το ΤΣΕΣΜΕ.
Και κάπου εδώ, πρέπει να ανοίξει μια νέα συζήτηση στην Ελλάδα. Συζήτηση που πρέπει να διεξαχθεί ψυχρά και αντικειμενικά.
Ένα δεδομένο είναι ότι το τουρκικό καθεστώς προφασίζεται ότι ενεργεί με γνώμονα το δίκαιο και δεν αποβλέπει στην ειρήνη. Έχοντας το άδικο με το μέρος του, σκοπίμως δημιουργεί επεισόδια, στοχεύοντας σε διπλό αποτέλεσμα: ή στον εξευτελισμό του αντιπάλου ή σε πόλεμο. Ένα δεύτερο δεδομένο είναι ότι η Ελλάδα βαδίζει με κριτήριο το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, καθώς επίσης και ότι επιθυμεί την ειρήνη.
Άρα, συγκρούονται σαφώς ένα άδικο με ένα δίκαιο, και μια πρόθεση πολέμου με μια διάθεση ειρήνης.
Το ζητούμενο είναι πόσο μακριά θα φτάσει η Ελλάδα για την ειρήνη; Θα κάνει ό,τι πρέπει ακόμη και για να την επιβάλει δια της ισχύος; Ιδού το ερώτημα;
* Ο Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης είναι δικηγόρος, μέλος του ΕΛΙΣΜΕ και συγγραφέας.