Της Μαρίας Χούκλη
Έχει λεχθεί ότι τα δημοψηφίσματα μοιάζουν με πέτρα που πέταξες και δεν μπορείς να την πάρεις πίσω. Κακώς. Η περιβόητη ελληνική ιδιαιτερότητα κατέρριψε την παραπάνω ρήση. Το «Όχι» έγινε «Ναι», εν μια νυκτί κι όλα τα άλλα είναι λόγια να κρυβόμαστε.
Φαίνεται, όμως, ότι οι κυβερνώντες έμειναν πολύ ευχαριστημένοι από τη διαδικασία του περασμένου, κολασμένου καλοκαιριού και σκέπτονται να την επαναλάβουν. Να ζητήσουν πάλι από τον λαό –τη γνώμη του οποίου, ως γνωστόν, μόνον εκείνοι τον υπολήπτονται– να εγκρίνει ή να απορρίψει αυτήν τη φορά αλλαγές στο Σύνταγμα.
Η λογική είναι απλή. «Βάζω το δημοψήφισμα, βάζεις την ευθύνη;».
Δεν γίναμε Ιρλανδία της Μεσογείου, δεν γίναμε Δανία του Νότου, δεν γίναμε –ευτυχώς– ευρωπαϊκή Βενεζουέλα, ας γίνουμε Ελβετία, που έχει τη σχετική κουλτούρα από τον 17ο αιώνα. Οι πολίτες να αποφασίζουν με δημοψηφίσματα για βαρύνουσας σημασίας ζητήματα.
Στα σοβαρά τώρα. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία περνάει παντού κρίση. Είναι από τα θέματα συζήτησης σε πολλά διεθνή fora και think tanks.
Σε μας το πρόβλημα προϋπήρχε των μνημονίων, έγινε ωστόσο οξύτερο όταν κατέστησαν αναγκαία τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, κυρίως γιατί η πολιτική και οι πολιτικοί ηττήθηκαν από τις εξελίξεις. Η παράκαμψη της Βουλής με την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και η χρησιμοποίηση των βουλευτών απλώς σαν ανθρώπινων σφραγίδων πάνω σε λεόντειες συμβάσεις απομείωσαν κι άλλο την ισχύ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Προτού, όμως, μετατρέψουμε το πολίτευμα από Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία σε ημι-Προεδρική Δημοψηφισματική Δημοκρατία, μήπως κυβέρνηση και αντιπολίτευση προσπαθήσουν να ενδυναμώσουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αποκαθιστώντας τη χαμένη αξιοπιστία του Κοινοβουλίου; Εκ του Συντάγματος είναι καταρχήν και κατά κύριο λόγο το όργανο που –εξουσιοδοτημένο από τον λαό– καλείται να αποφασίσει για τον λαό.
Πέρυσι, παραμονές του αιφνιδιαστικού δημοψηφίσματος, είχε γίνει πολύς λόγος για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της άμεσης δημοκρατίας. Όσοι ήταν επιφυλακτικοί μιλούσαν για εχέγγυα και ασφαλιστικές δικλίδες που θα αποτρέπουν τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε «λαϊκίστικο συνταγματισμό» και «δικτατορία της πλειοψηφίας» λοιδορήθηκαν από τους «πρώτη φορά αριστερά» ή καταγγέλθηκαν σαν αντιδημοκράτες.
Ο υπουργός Εργασίας επιμένει, πάντως, σε ρητορική 2015. «Μόνον οι δικτατορίες και οι ελίτ φοβούνται τη φωνή των πολιτών», έφα ο κύριος Κατρούγκαλος, που θα έπρεπε ως εκ της επιστήμης του να γνωρίζει τι ακριβώς λέει το Σύνταγμα για τη διαδικασία αναθεώρησής του. Τόσο γρήγορα ξέχασε ότι το κόμμα του είναι κάθε λέξη του Καταστατικού Χάρτη;
Τα δημοψηφίσματα ασφαλώς και χρειάζονται ως συμπληρωματικά, θεσμικά αντίβαρα για την καλύτερη λειτουργία του πολιτεύματος. Δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την κατά τον Πίνδαρο «έμπρακτο μηχανή», την πολιτική που πρέπει να ασκείται από όσους έχουν εκλεγεί για να κυβερνούν και όσους στάλθηκαν στα έδρανα της αντιπολίτευσης για να τους ελέγχουν.
Δεν μπορεί να περιμένουμε από τους θεσμούς και την εργαλειοποίηση του λαού να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Μπορούν να βοηθήσουν στη νομιμοποίηση των πολιτικών που ακολουθούνται, δεν μπορούν να γίνουν φενάκη και πρόσχημα, πολύ περισσότερο όταν έχουμε καταλάβει «η Ιθάκες τι σημαίνουν».
ΥΣ. Άσκηση επί του πραγματικού. Στην Ελλάδα του σήμερα, τι πιθανότητες δίνετε να απορριφθεί πρόταση για χορήγηση «εγγυημένου βασικού εισοδήματος» ύψους περίπου 2.260 ευρώ ανά ενήλικα, σε όλους τους πολίτες, γηγενείς και ξένους οι οποίοι διαμένουν εδώ τουλάχιστον 5 χρόνια, εργαζομένους και ανέργους και από 650 ευρώ σε κάθε ανήλικο;
Για την ιστορία.
Οι Ελβετοί, με ποσοστό κοντά στο 77%, είπαν «Όχι».