Του Ανδρέα Λοβέρδου
H είδηση ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί καταρχήν θετικά, αν ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν ο περιβόητος για την αναξιοπιστία του Πρωθυπουργός.
Η ουσία των δηλώσεων των κεφαλών Κράτους και Εκκλησίας είναι μία: Όποιος διαπραγματεύεται με τον Αλέξη Τσίπρα, ουσιαστικά «κλέβει εκκλησία». Μόνο που εν προκειμένω ήταν η ίδια η Εκκλησία που βγήκε αν όχι θριαμβευτής σίγουρα νικητής από αυτή την διαπραγμάτευση.
Αναφορικά τώρα με τα επιμέρους ζητήματα που συνθέτουν αυτό το σύγχρονο «κονκορδάτο», όπως τουλάχιστον έχουν προς ώρας γνωστοποιηθεί, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία βεβαιότητα και πολλά ερωτηματικά.
Και επειδή τα ερωτήματα είναι συγκεκριμένα: Που κατέληξε το πολυσυζητημένο ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας; Έκλεισαν οι ανοικτές υποθέσεις; Και σε επίπεδο τελευταίας ανάλυσης όλα όσα για χρόνια διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Πρωθυπουργός υλοποιήθηκαν;
Η απάντηση είναι απλή αλλά και ενδεικτική του απύθμενου καιροσκοπισμού των κυβερνώντων και ειδικά του Πρωθυπουργού. Και τούτο γιατί αυτό που συμφωνήθηκε είναι ουσιαστικά μια ανταλλαγή. Ζητούμενο ήταν να μην διατυπωθούν αντιρρήσεις στην προτάσεως του ΣΥΡΙΖΑ για την Αναθεώρηση του Συντάγματος όπως κατετέθη πριν μία εβδομάδα από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και πώς εξασφαλίζεται η σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας; Με το αντίβαρο της καταβολής από πλευράς Κράτους με μορφή επιδότησης ποσού αντίστοιχου με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου προκειμένου να αμείβονται οι κληρικοί της.
Αυτή όμως η ανταλλαγή που συνιστά και την βεβαιότητα, στην οποία προαναφέρθηκα, επιβεβαιώνει τον κανόνα που διέπει τις συναλλακτικές και διαπραγματευτικές δραστηριότητες του Πρωθυπουργού. Όποιος διαπραγματεύεται με τον κ.Τσίπρα τελικά του τα παίρνει όλα.
Από κει και πέρα για όλα τα υπόλοιπα επιμέρους ζητήματα τα γκρίζα στοιχεία της υποτιθέμενης συμφωνίας είναι πολλά και μεγάλα. Πως θα υλοποιηθούν οι προβλέψεις για το νέο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας με δεδομένο ότι πλέον εντάσσονται σε αυτό και οι αμφισβητούμενες ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Εκκλησία περιουσίες;
Δημιουργούνται ή όχι συνθήκες ανασφάλειας στους κατά τόπους κληρικούς που εφεξής θα υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας άρα ουσιαστικά εξασθενεί η συνθήκη της ισότητας και της αντικειμενικότητας αφού θα μεσολαβεί και η ανθρώπινη βούληση με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Και ακόμη είναι φρόνιμο το Ελληνικό κράτος να δεσμευτεί για «εις το διηνεκές» ετήσια καταβολή 200 εκατομμυρίων Ευρώ;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι τα ζητήματα που μένει να αποσαφηνιστούν είναι ακόμη πολλά και πριν τις προχθεσινές δηλώσεις που, όπως συγκεκριμένα εκ των υστέρων χαρακτήρισε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αποτελούν καταγραφή προθέσεων, μετουσιωθούν σε Νόμο ο δημόσιος διάλογος για το συγκεκριμένο ζήτημα θα είναι όχι απλώς εκτενής αλλά και ενδεχομένως έντονος. Γιατί η υπόθεση σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δεν είναι ούτε νεοφανής ούτε απρόβλεπτη.
Με δεδομένο ότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ήδη αρχίζουν σφοδρές αντιδράσεις από διαφορετικά μέτωπα και με διαφορετικές στοχεύσεις, κανείς δεν μπορεί επί του παρόντος να ισχυριστεί ποιο από τα δύο ισχύει. Αν δηλαδή πρόκειται για μια χρυσή ευκαιρία ή για ένα ακόμη ναυάγιο.