Του Σάκη Μουμτζή
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ο άλλος πόλος του πολιτικού μας συστήματος. Η εκλογική ήττα του στις εθνικές εκλογές ήταν μεγάλη, αλλά όχι συντριπτική. Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην κεντρική πολιτική σκηνή για να μείνει.
Το ζητούμενο για την ηγετική ομάδα του και τα στελέχη του δεν είναι πλέον αυτό, αλλά αν θα μπορέσει να διεκδικήσει την εξουσία την επόμενη τετραετία. Αν δηλαδή θα είναι ένας μόνιμος δευτεραγωνιστής ή αν θα πρωταγωνιστήσει λίαν συντόμως.
Αυτό το κατάλαβε ο Αλ. Τσίπρας και κατάλαβε επίσης πως απαραίτητη προϋπόθεση για να επανέλθει στην εξουσία είναι η διεύρυνση τού ζωτικού χώρου τού κόμματος του. Κι΄έτσι χάραξε την πολιτική γραμμή της μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά. Σε αυτό βοηθούν και στελέχη του ΠΑΣΟΚ που, εν τω μεταξύ, έχουν προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή βέβαια η επιχειρούμενη στροφή είναι επίπλαστη, καθώς δεν συνοδεύεται από την επεξεργασία νέων πολιτικών και την αλλαγή στην συμπεριφορά και στην εκφορά του δημόσιου λόγου των στελεχών του.
Πολύ απλά, ούτε θέλουν να αλλάξουν ούτε μπορούν, αλλά κάνουν πως αλλάζουν.
Αυτή η τραγελαφική κατάσταση είναι λογικό να προκαλέσει τις αντιδράσεις της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, που υπερασπίζεται την αριστερή φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η βαθύτερη αιτία αυτής της αντιπαράθεσης βρίσκεται στο γεγονός πως ουδέποτε στον ΣΥΡΙΖΑ συζητήθηκαν, σε οργανωμένη βάση, τα αίτια της ήττας του κόμματος. Η ηγεσία απέφυγε να ανοίξει αυτήν την συζήτηση, γιατί φοβήθηκε πως θα της αποδιδόταν ευθύνες.
Η ηγεσίες στα περισσότερα κόμματα πιστεύουν πως, αποφεύγοντας την συζήτηση για μιαν εκλογική ήττα, αποφεύγουν και την εσωστρέφεια. Συμβαίνει όμως το εντελώς αντίθετο.
Η ανυπαρξία διαλόγου βυθίζει τα κόμματα στην εσωστρέφεια, στην περίοδο των ισχνών αγελάδων. Με την συζήτηση και την διεξοδική ανάλυση των αιτιών μιας ήττας, η ηγετική ομάδα ενός κόμματος μπορεί να συνθέσει τις απόψεις πάνω σε μια νέα πολιτική βάση.
Με απλά λόγια, αυτό που επιχειρεί να κάνει ο Αλ. Τσίπρας επιδερμικά, χωρίς καινούργιες πολιτικές που να στηρίζουν το άνοιγμα του στην Κεντροαριστερά, θα μπορούσε να το επιτύχει μέσα από έναν εσωκομματικό διάλογο.
Τώρα, λόγω του τρόπου που χειρίζεται το συγκεκριμένο θέμα έχει απέναντι του την αριστερή πτέρυγα του κόμματος του και όχι μόνον.
Βέβαια, σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εσωστρέφεια παίζουν και οι δημοσκοπήσεις που μέχρι τώρα δίνουν ένα σημαντικό προβάδισμα στην Νέα Δημοκρατία, μεγαλύτερο από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών. Έτσι, η αριστερή τάση έχει κάθε δικαίωμα να κατηγορεί την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για λανθασμένους χειρισμούς και για άσκηση αναποτελεσματικής αντιπολίτευσης.
Αλλά το σημαντικότερο μειονέκτημα αυτής μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά είναι το γεγονός πως αυτό το εγχείρημα το έχει πάρει επάνω του ο Αλ. Τσίπρας, που έχει στο παθητικό του τέσσερις συνεχόμενες ήττες. Ο Αλ. Τσίπρας όταν παραμέριζε τον Αλαβάνο και εξωθούσε σε αποχώρηση το Αριστερό Ρεύμα ήταν παντοδύναμος και αήττητος. Σήμερα, το σκηνικό είναι διαφορετικό και αυτό το γνωρίζουν οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι.
Πάντως, αν κατορθώσει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και εκδιώξει ή περιθωριοποιήσει την αριστερή τάση του κόμματος, τότε ο Αλ. Τσίπρας θα ηγείται ενός κόμματος εντελώς άγνωστου σε αυτόν, καθώς δεν θα διαθέτει ιδεολογικό έρμα.
Μέχρι στιγμής αυτή η κατάσταση δίνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη μεγάλη άνεση στις κινήσεις του.