Του Δημήτρη Καμπουράκη
Κοντά στο χωριό μου κάτω στα Χανιά, την Μεγάλη Παρασκευή γίνεται ένα παραδοσιακό παζάρι που συγκεντρώνει πολύ κόσμο. Παλιότερα ήταν ζωοπανήγυρη στην οποία οι ντόπιοι προμηθεύονταν τα ζώα που έσφαζαν για το Πασχαλινό τραπέζι. Τώρα έχει μετατραπεί σε υπαίθρια αγορά τροφίμων, τοπικών προϊόντων και κινέζικων μπιχλιμπιδιών. Επίσης τόπος νηστήσιμης φαγοποσίας και παρέλασης πολιτικών ανδρών. Υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές και επίδοξοι υποψήφιοι του νομού, κάνουν απαραιτήτως την βόλτα τους απ' τις Βουκολιές Μεγαλοπαρασκευγιάτικα για να τους δουν οι χιλιάδες επισκέπτες. Παλιές πρακτικές, αναλλοίωτες στον χρόνο.
Εγώ πάω κάθε χρόνο από τότε που ήμουν παιδάκι. Είναι άλλωστε ελάχιστη απόσταση απ' το χωριό μου. Ξέρω πια τα χούγια του παζαριού, μυρίζομαι με το πρώτο το κλίμα που υπάρχει. Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια ήταν μια τραγωδία, μνημόσυνο κανονικό. Το παζάρι του 2015 ήταν η αποθέωση της ελπίδας, λες και κόσμος βίωνε μια απελευθερωτική επανάσταση. Τα επόμενα δυο χρόνια, η διάψευση και η απογοήτευση ανέθρωσκε από το πλήθος περισσότερο κι από τις μυρωδιές των τηγανητών καλαμαριών και των λουκουμάδων. Φέτος είχε μια χαρμόσυνη Πασχαλινή ατμόσφαιρα παραίτησης, λες και ο κόσμος έχει αποφασίσει πια να το ρίξει έξω ανεξαρτήτως συνθηκών. Σα να βαρέθηκε την κλάψα, την μιζέρια και την κρίση. Σα να θέλει να τα ξεχάσει ή -ίσως- σαν να το 'χει πάρει απόφαση πως έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Εγώ έκατσα σ' ένα γωνιακό μαγαζάκι στριμωγμένος και παρατηρούσα τον κόσμο. Υποχρεωτικά παρακολούθησα και την παρέλαση των πολιτικών που ήρθαν σχεδόν όλοι μαζί την ώρα που ήξεραν ότι μαζεύεται ο περισσότερος κόσμος, μεταξύ δώδεκα και μια το μεσημέρι. Επειδή το ίδιο σκηνικό παρακολούθησα και πέρυσι και πρόπερσι, μπορώ να κάνω την σύγκριση. Ένα πράγμα μου έκανε εντύπωση: Η απόλυτη αδιαφορία με την οποία οι άνθρωποι αντιμετώπισαν τους κυβερνητικούς. Πέρασαν δύο υπουργοί και δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον αυτούς είδα εγώ. Ο κόσμος ούτε γύρισε να τους κοιτάξει.
Δεν τους ενόχλησαν, δεν τους επιτέθηκαν, δεν τους φώναξαν, δεν τους γιούχαραν. Απλώς οι θαμώνες τους παρατηρούσαν να περνούν, δίχως να δείχνουν κανένα συναίσθημα, έχοντας στο πρόσωπο τους μια μάσκα απόλυτης αδιαφορίας. Αν τύχαινε ο βουλευτής ή ο υπουργός να τους απλώσει το χέρι, τότε οι άνθρωποι συγκαταβατικά έδιναν το δικό τους. Διαφορετικά ο κυβερνητικός μαζί με το τσούρμο που τον ακολουθούσε περνούσε δίχως κανένας να τους σταματήσει, έστω για ένα «χρόνια πολλά». Επρόκειτο για μια αποκαρδιωτική εικόνα, αν την σύγκρινε κανείς με τις εικόνες που εκτυλίσσονταν στο ίδιο παζάρι πριν δυο ή τρία χρόνια. Τότε ο κόσμος στριμώχνονταν για να επευφημήσει, να χαιρετίσει και να χτυπήσει φιλικά στην πλάτη τους ΣΥΡΙΖΑίους. Φέτος, λες και δεν υπήρχαν.
Το κλίμα με τους ΝεοΔημοκράτες ήταν καλύτερο, αλλά επ' ουδενί θριαμβικό. Ο κόσμος τους χαιρετούσε ευκολότερα απ' ότι τους ΣΥΡΙΖαίους, αλλά και στην δική τους αντιμετώπιση διακρινόταν η αμφιβολία και η επιφυλακτικότητα. Σαν οι άνθρωποι να είχαν απορρίψει τους μεν, δίχως να έχουν επιλέξει οριστικά και με πίστη τους δε. Πριν τρία χρόνια οι ΝεοΔημοκράτες κι οι ΠΑΣΟΚοι ήταν το παλιό, ενώ οι ΣΥΡΙΖΑίοι το καινούριο. Φέτος ο κόσμος αντιμετώπιζε τους ΣΥΡΙΖΑίους ως παλαιότατους και τους ΝεοΔημοκράτες ως παλιούς που πάνε να ανανεωθούν αλλά δεν τα κατάφεραν ακόμα. Μυστήριο κλίμα, γκαστρωμένο θα το έλεγε ο Χαρίλαος αν ζούσε. Μιλάμε βέβαια για μια περιοχή όπου ο ΣΥΡΙΖΑ σάρωνε, έχει τέσσερις στους τέσσερις βουλευτές του νομού.
Το δικό μου απλοϊκό συμπέρασμα από την εμπειρική μου παρατήρηση; Ο ΣΥΡΙΖΑ το 'χασε ήδη το παιχνίδι, η ΝΔ έχει πολλά να κάνει ακόμα για να το κερδίσει…