Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Γράφαμε εχθές για τους Πυλώνες Ανάπτυξης της Ελλάδας, δηλαδή για τα είδη εκείνα ανάπτυξης και τους συγκεκριμένους τομείς στους οποίους η χώρα μας οφείλει —ή καλύτερα: είναι ιστορικά υποχρεωμένη— να επενδύσει, και δη ανεξαρτήτως κυβερνητικού στιλ, ανεξαρτήτως Χάρβαρντ ή Γκράβας στην εξουσία τέλος πάντων, για να μπορέσει να ευδοκιμήσει και (αυτό είναι το κυριότερο: αυτή είναι η πρώτη πίστα) για να μη γίνει τριτοκοσμικός παρίας απέναντι από τα ισχυρά κράτη, τις υπερισχυρές ομοσπονδίες κρατών και τις αναδυόμενες Τίγρεις, και Ύαινες, τού αύριο. Ενός αύριο που έχει ήδη ξημερώσει και δεν αχνοφαίνεται απλώς. Το αύριο (τι έκπληξη!) ήρθε. Και κουβαλάει πολλή φτώχεια στα χέρια του. Και πλούτο. Αλλά και πολλή-πολλή φτώχεια. Και αφανισμό.
Γιατί, θέλουμε δεν θέλουμε, αναφερόμενοι ειδικά στην Ελλάδα, αφενός δεν μπορούμε να μιλούμε για μία λιγότερο ή περισσότερο πλούσια χώρα σε αυτό το σημερινό αύριο, ή για μία πτωχή πλην τιμία ή κάπως περισσότερο πτωχή πλην αείποτε τιμία χώρα. Μιλάμε για ύπαρξη ή μη. Είναι τόσο απλό: έχει μετρηθεί και δημοσιευτεί. Ή, για να το πούμε και αλλιώς: μπορεί το παρελθόν «μας» να μας έχει σώσει κουτσά-στραβά μέχρι τώρα, αλλά πλέον πάει κι αυτό. Τελείωσε. Σώθηκε. Οριστικά και διά παντός.
Η Ευρώπη δεν έχει πλέον ανάγκη ενός κάποιου ρομαντικού Χθες για να απλώσει τις ρίζες της και να αισθάνεται ιστορικά ασφαλής — η Ευρώπη, αυτή η νέα Άγρια Δύση (εξαιρετικά άγρια λόγω των σεισμικών αλλαγών που έρχονται — και δεν αναφερόμαστε στο δίπολο μετανάστευση-ασφάλεια, που είναι έλασσον πρόβλημα, τροφοδοτείται από τους δεξιούς εθνικολαϊκιστές και γίνεται βούτυρο στο ψωμί των αριστερών εθνικολαϊκιστών, αλλά στην ανάδυση των νέων υπερ-οικονομιών, που είναι το μείζον και το μόνο που θα έπρεπε να μας κινητοποιεί), η Ευρώπη, λέμε, έχει ανάγκη από μηχανικούς, μαθηματικούς, προγραμματιστές, μάνατζερ, ντιζάινερ, δασκάλους, ξενοδοχοϋπαλλήλους… και έχει ανάγκη και από την Εσθονία. Τα καύσιμα στο ρεζερβουάρ της Αρχαίας Ελλάδας (ο μόνος λόγος που υπάρχουμε, ο μόνος λόγος που φτιάχτηκε και συντηρήθηκε το σύγχρονο κράτος πριν από 190 χρόνια) άδειασε. Και βασικά, τόσο που κράτησε, πάλι καλά να λέμε. Άγιο είχαμε. Και τα καταφέραμε, χάρη σε αυτό το όραμα των ξένων (ναι, να 'ναι καλά οι Μεγάλες Δυνάμεις — και να 'ναι καλά και ο «άγιος»), και φτιάξαμε Δημοκρατία, και κοινοβουλευτισμό, και υποδομές και σχολεία και πλούτο και τέχνες και δυο ράφια βιβλία. Συν τη Μύκονο και τις δύο κούπες στο μπάσκετ και την μπάλα.
Μα πάνε αυτά. Όλα τους. Έστω, με την πιθανή εξαίρεση της Μυκόνου για λίγα χρόνια ακόμη.
Οπότε, ναι: ή θα γίνουμε παραγωγικοί σε τομείς στους οποίους σήμερα διαθέτουμε υποδομές Αβοριγίνων του 18ου αιώνα, ή θα πάμε πάλι στην Αμερική να πλένουμε πιάτα. Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ΔΕΝ θα μας δεχτούν στην Αμερική: μας πρόλαβαν οι Μεξικάνοι. Και με την επιπρόσθετη διαφορά ότι υπάρχουν πλέον ρομποτικά μηχανήματα για να πλένουν τα πιάτα — και υπάρχουν και βιοδιασπώμενα πιάτα που, φευ, δεν θέλουν πλύσιμο. Άρα καλό θα ήταν να αρχίσουμε να σταυροφιλιόμαστε. Έχει φτάσει, δυστυχώς, η ώρα της εθνικής φελαχοποίησης — για να θυμηθούμε πάλι τον Σπένγκλερ και τους φελαχολαούς του, που κινούνται σαν σκιές στην περιφέρεια των γεγονότων. (Όποτε ανακαλώ τον Σπένγκλερ στη μνήμη μου θυμάμαι πάντα και το «καραβάνι» των σημερινών κυβερνώντων… αυτή την ανήκουστα φρικτή εικόνα… και με κόβει ιδρώτας). Γιατί η Ιστορία δεν μετρά ψευδεπίγραφες νίκες και παρελθούσες εποχές κλέους. Μετρά μόνο γη, χρυσό, ισχύ και γόητρο.
Έχω πολλούς λόγους να τα λέω αυτά — όλοι έχουμε, και κάθε ημέρα προστίθενται κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Απλώς σήμερα —και για να επαναφέρω, κλείνοντας, την κουβέντα στην 100% «ψηφιοποιημένη» Εσθονία, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενώς μία άλλη φορά— έτυχε να κάνω ένα πληρεξούσιο. Και χάζευα τα χαρτόσημα. Και το ταμπόν των σφραγίδων. Και ξανά τα χαρτόσημα. Και ξανά το ταμπόν των σφραγίδων. Και αναρωτήθηκα ποιες χώρες χρησιμοποιούν ακόμη χαρτόσημα — και σφραγίδες τέτοιου τύπου. Και πού καταφέρνουν και βρίσκουν ακόμη, οι δυστυχείς υπάλληλοι, χύμα μελάνι για τα ταμπόν. Και πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί ΕΝΑΣ και να πει, «Από την πρώτη Ιανουαρίου, τέλος το χαρτομάνι. Οι εξής χίλιες συναλλαγές θα γίνονται εφεξής αποκλειστικά και μόνον ηλεκτρονικά. Γρηγορείτε».
Ένιωσα στ' αλήθεια να ταξιδεύω ορμητικά στο παρελθόν. Εκείνα τα χαρτόσημα —μια συγκλονιστικά άχρηστη σήμερα καινοτομία τού 1931— σαν να μου έκλειναν, χαμογελώντας σαρδόνια, το μάτι.