Ξεκίνησαν οι εισαγωγικές εξετάσεις για τη τριτοβάθμια εκπαίδευση, φορτισμένες όπως πάντα, με την αγωνία των υποψηφίων και με την προσδοκία των γονέων. Όποτε φέρνω στο μυαλό μου τις εισαγωγικές εξετάσεις του 1978, με πιάνει το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι. Θυμάμαι καλά, ότι τότε οι υποψήφιοι ήμασταν 87.417 και οι θέσεις στα ΑΕΙ ήταν 12.715.
Το ποσοστό επιτυχίας ήταν λίγο κάτω από το 15%. Μετά από 42 χρόνια, η εικόνα έχει αλλάξει θεαματικά. Στις φετινές εξετάσεις για τη ακαδημαϊκή χρονιά 2020-2021, ο αριθμός των υποψηφίων βρίσκεται στο επίπεδο των 105.000 και ο αριθμός των εισακτέων, ανέρχεται πλέον στους 78.000. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το ποσοστό επιτυχίας, των υποψηφίων ανέρχεται στο 74%.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται στη πρώτη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην αναλογία του αριθμού φοιτητών, σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας. Θα μπορούσε αυτή η αναλογία να είναι ενθαρρυντική αν δεν συνοδευόταν και από τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία η χώρα μας κατέχει τα πρωτεία στην ανεργία των νέων πτυχιούχων.
Από ρεκόρ, σε ρεκόρ, δηλαδή. Ρεκόρ εισακτέων, ρεκόρ φοιτητών σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό και ρεκόρ ανεργίας στους νέους επιστήμονες. Αν σε αυτά τα ρεκόρ προσθέσουμε και την έκθεση της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην οποία διαπιστώνεται ότι τουλάχιστον το 50% των αποφοίτων των λυκείων της χώρας είναι λειτουργικά αναλφάβητοι, τα πράγματα δείχνουν πολύ δύσκολα.
Και όχι μόνο είναι δύσκολα, αλλά η ελληνική κοινωνία ως σύνολο, αρνείται να αντιμετωπίσει την δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα και να κινηθεί προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι όλοι μαζί, κοροϊδευόμαστε και κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Ένας εντελώς εξωπραγματικός αριθμός νέων πολιτών, λαμβάνει την ιδιότητα του φοιτητή, που αυτόματα του δίνει σε βάθος χρόνου την ιδιότητα του αδιόριστου, σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη.
Αυτός ο μη ρεαλιστικός αριθμός εισακτέων, δεν διαθέτει ούτε τα προσόντα, αλλά ούτε και τις δυνατότητες να παρακολουθήσει και να περατώσει τους κύκλους των σπουδών, γεγονός που αντιμετωπίστηκε από την πολιτεία με την προχειρότητα της μετατροπής των ΤΕΙ σε ΑΕΙ, χωρίς προδιαγραφές. Ένα γεγονός που άφησε τους πάντες ικανοποιημένους. Τους εισακτέους που ονομάζονται φοιτητές και όχι σπουδαστές, τους γονείς τους που αισθάνονται υπερήφανοι για την επιτυχή αναβάθμιση των τίτλων σπουδών, τους καθηγητές που ξαφνικά έγιναν καθηγητές πανεπιστημίων και τους πολιτικούς που ικανοποίησαν τους ψηφοφόρους τους. Και φυσικά στον κύκλο των ικανοποιημένων, δεν θα πρέπει να λησμονούμε τις ντόπιες κοινωνίες που βιοπορίζονται μέσα από την πολυδιάσπαση των πανεπιστημίων και πολυτεχνείων σε κάθε γωνία της πατρίδας μας, με κλασσικό και κραυγαλέο παράδειγμα το Τμήμα Αεροδιαστημικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, το Τμήμα Διαχείρισης Λιμένων και Ναυτιλίας, το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου και το Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης, Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων, με έδρα τα Ψαχνά του νομού Ευβοίας.
Έφτασε όμως η στιγμή, ο λαϊκισμός να δώσει την θέση του στον ρεαλισμό και η πτυχιολατρεία στον ορθολογισμό. Διαθέτουμε το μεγαλύτερο αριθμό γιατρών, φαρμακοποιών και οδοντιάτρων κατά κεφαλή στην Ευρώπη, αλλά έχουμε ένα από τα χειρότερα και πιο υποβαθμισμένα συστήματα υγείας. Διαθέτουμε επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό κατά κεφαλή φοιτητών, πτυχιούχων και εν ενεργεία παιδαγωγών, δασκάλων, φιλολόγων, μαθηματικών, φυσικών, χημικών, θεολόγων και λοιπών καθηγητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ίσως σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά μια ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση. Υπάρχουν σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων και Κοινωνιολογίας σχεδόν σε κάθε επαρχιακή πόλη. Όλα τα ανωτέρω είναι παραδείγματα προς προβληματισμό, αλλά απαιτούν άμεση λύση.
Τι ενδιαφέρει τους νέους; Να έχουν τον τίτλο του φοιτητή ή να κάνουν κάτι ουσιαστικό στη ζωή τους; Τι ενδιαφέρει τους γονείς; Να είναι υπερήφανοι που το παιδί τους σπουδάζει, είναι να κάνει κάτι που αύριο θα αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο; Τι ενδιαφέρει το πολιτικό προσωπικό; Να γεμίζει τα πανεπιστήμια με κόσμο ή να διαχειριστεί το περίπλοκο θέμα της ανεργίας των πτυχιούχων; Τι ενδιαφέρει τους φορολογούμενους; Να πιάνουν τα λεφτά τους τόπο, ή να τα εκμεταλλεύονται οι ντόπιες κοινωνίες, μέσω των διάσπαρτων πανεπιστημιακών σχολών;
Ακολουθούμε ένα μοντέλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ήδη αποσύρεται από όλες τις χώρες του κόσμου. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, σίγουρα υπάρχουν. Όμως η γενική εικόνα είναι ζοφερή. Η Ελλάδα διαθέτει 23 Πανεπιστήμια και 459 τμήματα. Οι αριθμοί αυτοί από μόνοι τους θα έπρεπε να σημάνουν συναγερμό. Τα ποσοτικά στοιχεία είναι επιβαρυντικά. Αν περάσουμε και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα.