Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μια γρήγορη ματιά, το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, στις timeline των λογαριασμών μας στα social media αρκούσε για να μας υπενθυμίσει πόσο όμορφο και τέλος πάντων ανθρώπινο είναι να συμμετέχεις στα κοινά. Μετρώντας τους φίλους που κατεβαίνουν στις Δημοτικές Εκλογές, έχασα πολύ γρήγορα τον λογαριασμό. Ακόμη και εγώ, έχω μερικές δεκάδες που κυνηγούν τον σταυρό — ίσως πάνω από εκατό. Και μιλώ μόνο για τους μεγάλους δήμους και περιφέρειες. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, θα εκλεγούν. Μικρή χώρα: όλοι μας ξέρουμε προσωπικά από τουλάχιστον έναν αρχηγό κόμματος, και σίγουρα δυο-τρεις υποψηφίους δημάρχους. Και τους περισσότερους δημοτικούς συμβούλους…
Από την άλλη, μεγάλος λόγος και καζούρα έγινε για την απελπισμένη, και οπωσδήποτε κωμική, προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δειχτεί… προοδευτικός και ταυτόχρονα μοντέρνος, μαζεύοντας ό,τι ράκος της πολιτικής ξέμεινε ανέστιο και πλημμυρισμένο μοναξιά, για να τους κολλήσει —όπως λέμε για τους παρά μία σεζόν παλαιμάχους ποδοσφαιριστές— τα τελευταία ένσημα… Αξιοθρήνητες περιπτώσεις και πολιτικό σκουπιδαριό η συντριπτική πλειονότητά τους, ή: ένα κόμμα-χωματερή. Οι ομοιότητες με εκείνο το παλιό, ασπρόμαυρο ελληνικό φιλμ με τον αδελφό που πάσχιζε να παντρέψει τη γεροντοκόρη αδελφή του είναι τεράστιες: «Είναι όμορφη η νύφη;» «Χρυσοχέρα!» «Βρε όμορφη είναι;» «Και εξαιρετικότατη νοικοκυρά». «Μα δεν μου λες αν είναι ωραία». «Μωρέ κάνει κάτι γιουβαρλάκια».
Ή εκείνο τον φοβερό διάλογο:
«Λοιπόν. Δεσποινίς… Πόσων ετών να βάλουμε;» «Γιατί; Είναι ανάγκη να βάλουμε ετών;» «Βέβαια… απαραιτήτως, βρε Τηλέμαχε». «Βρε να πάρει ο διάολος. Δε μου λες; Συνδυασμός χωράει;» «Τι συνδυασμός δηλαδή;» «Ε, να! Να πούμε, δεσποινίς τριάκοντα ετών και επτακοσίων πεντήκοντα μηνών…» «Έλα, μωρέ, τώρα… Σαχλαμάρες». «Εσύ τι λες; Πόσο σηκώνει;» «Να σου πω… Τα σαράντα, χτυπάνε άσχημα». «Πα, πα, πα, τι λες τώρα…» «Να βάλω τριάντα εννέα;» «Όχι… λίγο… λίγο το τριάντα εννέα, Σταμάτη μου». «Να βάλω τριάντα εννέα, μισό;» «Αυτό πάλι, είναι σαν πυρετός».
Εν πάση περιπτώσει, κάπως έτσι κυλά φαινομενικά η ζωή μας. Με μικρές αγγελίες. Αλλά: μόνο φαινομενικά. Γιατί δεν είναι έτσι τα πράγματα. Όλα αυτά, ακριβώς σαν κάτι ματς που δίνονται εν μέσω πολέμου, κάτι αθλοπαιδιές που διοργανώνονται για να σπάει η μονοτονία του χάους και του αίματος, ΟΛΑ αυτά είναι μια επιφάνεια, μια μαγική εικόνα. Είναι μία συνήθεια της Δημοκρατίας. Η όντως αλήθεια είναι πέρα από τη συνήθεια και τους θεσμούς. Και η αλήθεια είναι μία: ότι ο κόσμος περνά άσχημα και δεν έχει λεφτά. Κατ' αυτά, ΟΛΑ τα άλλα —ξαναλέμε— είναι μία φενάκη. Και η χαρά και η λαχτάρα των υποψηφίων για μια έδρα ή εδρούλα (που μακάρι να την πάρουνε οι άξιοι κατά ένα κάπως μεγαλύτερο ποσοστό από τους άχρηστους, τους επαγγελματίες του χαμόγελου και τα κτήνη που την πήραν την τελευταία φορά), και η ταραχή του καημένου τού ΣΥΡΙΖΑ που βλέπει το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει και κάνει ό,τι μπορεί για να ξεχαστεί (που αν δεν ήταν κόμμα αλλά άνθρωπος, θα έπεφτε μά τον Θεό στα ναρκωτικά, θα ξημεροβραδιαζόταν στα σουπερμάρκετ των Εξαρχείων για ένα φακελάκι σπασμένη πρέζα).
Όλα. Όλα μα όλα. Μια γελοία φενάκη. Ένα ποστίς. Μέσα σε μια μικρούλα περιοχή στα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης, έχουν ξεμείνει κάτι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν τα λεφτά να πάνε μετανάστες. Και υποφέρουν. Αυτή είναι η αλήθεια.
* * *
Έχουμε με τη γυναίκα μου μία Σελίδα στο Facebook με τα κατοικίδιά μας, όπου ανεβάζουμε φωτογραφίες τους. Την παρακολουθούν έντεκα χιλιάδες άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς στέλνουν και μηνύματα. Είναι πολλών λογιών, και τα περισσότερα είναι τρομερά συγκινητικά ή ευχάριστα, αγαπησιάρικα, αλλά πολλά από αυτά, δεκάδες κάθε μήνα, αφορούν εκκλήσεις για βοήθεια σε άλλα ζώα, κυρίως σκύλους. Δεν μιλάμε για αδέσποτα σκυλιά ή για σκύλους περιορισμένους σε καταφύγια. Μιλάμε για ζώα που τα έχουν άνθρωποι στο σπίτι, που ζουν δηλαδή μαζί για χρόνια. Μας λένε να βοηθήσουμε δημοσιοποιώντας το πρόβλημά τους. Εννιά στις δέκα φορές πρόκειται για επεμβάσεις που πρέπει να γίνουν για να μην πεθάνουν τα «παιδιά» τους, ή για φάρμακα που πρέπει να αγοραστούν για να γίνουν καλά από μια αρρώστια — επεμβάσεις που αδυνατούν να πληρώσουν και φάρμακα που δεν είναι σε θέση να προμηθευτούν, καθώς δεν έχουν πια την οικονομική δυνατότητα. Ποτέ δεν το κάνουμε, γιατί ακριβώς είναι πολλά αυτά τα μηνύματα. Και καθημερινά. Είναι δέκα-είκοσι κάθε μήνα. Ή θα κάνεις για όλα, ή δεν θα κάνεις για κανένα. Επιλέξαμε με πολλή δυσκολία το δεύτερο, που ίσως είναι το σωστό. Ίσως όμως και όχι.
Αυτό εδώ στάλθηκε προχθές από φίλη, όχι στη Σελίδα μας αλλά με προσωπικό μήνυμα. Είναι το τελευταίο που λάβαμε, και είναι χαρακτηριστικό:
Παιδιά, καλησπέρα. Σας κάνω έκκληση βοήθειας. Σας παρακαλώ αν θέλετε μοιραστείτε το αυτό, διότι η κατάσταση του μικρούλη μου είναι οριακή και πρέπει πλέον να εγχειρήσω το σκυλάκι μου. Ο δικός μου τοίχος δεν έχει αναγνωσιμότητα σαν τη δική σας. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω. Έχω βρεθεί σε κενά μεταξύ μιας δουλειάς στην άλλη. […] Εννοείται θα ξαναφύγω, αλλά ώς τότε ΠΡΕΠΕΙ να εγχειρήσω τον σκυλάκο μου. Σας παρακαλώ αν θέλετε ανεβάστε το στον τοίχο σας. […] Για το μικράκι μου το κάνω, ρε γαμώτο. Αν τα δώσω όλα για την εγχείρηση, τελείωσα μετά.
Δεν τρέχει τίποτα, θα πείτε, η ζωή προχωρά με τους τρόπους της, τα funds αγοράζουν μαζικά διαμερίσματα και γκαρσονιέρες για να τα εκμεταλλεύονται μέσω AirBnB, οπότε κινείται έτσι το χρήμα, άνοιξε ο καιρός, έρχεται το Πάσχα και θα φάμε αρνί και θα ακούσουμε κλαρίνα, νά σου και το καλοκαίρι, κάποτε θα γίνουν και οι εκλογές — δεν βαριέσαι. Για σκυλιά θα συζητάμε τώρα;
Δεν θα πω περισσότερα, αν και ξέρετε πολύ καλά ότι θα μπορούσα. Άλλη φορά. Μόνο δύο πραγματάκια ακόμα, και κλείνω:
1. Ναι, θα πεθάνουν αυτά τα σκυλιά. Θα ψοφήσουν. Δεν τα καταφέραμε: χάσαμε. Ψοφήσαμε. Μία χώρα που μέχρι χθες ήταν μέσα στις είκοσι πλουσιότερες της ανθρώπινης ιστορίας, δεν έχει να αγοράσει χάπια για τα κατοικίδιά της. Μπράβο μας. Μας αξίζουν τα χειρότερα.
2. Αδυνατώ να καταλάβω ανθρώπους όπως ο Μητσοτάκης, που αφήνουν τη ζωή τους, μια ζωή που τα 'χει όλα —κουλτούρα, χρήμα, ιστορία, μέλλον—, για να κάνουν την ίδια δουλειά που έκαναν οι κλεφτοκοτάδες του Τσίπρα. Ναι μεν είναι ηρωικό και ευγενές, αλλά είναι και ανόητο. Για να σωθεί αυτή η χώρα, πρέπει να κάνει, κατ' αναλογίαν, περισσότερα από όσα έκανε σχεδόν 200 χρόνια πριν. Ένα τιτάνιο έργο. Για να σωθεί αυτή, και για να σωθούν όσοι έμειναν μέσα στα σύνορά της.
Και για να σωθούν τα σκυλιά της.