Τα Στενά του Βοσπόρου, η Θάλασσα του Μαρμαρά και τα Στενά των Δαρδανελίων συνιστούν μια ενότητα τόσο από γεωγραφική όσο και από νομική άποψη, καθώς συνδέουν τον Εύξεινο Πόντο με τη Μεσόγειο Θάλασσα και το καθεστώς τους ρυθμίζεται από τη Συνθήκη του Μοντρέ (1936).
Επομένως, αποτελούν μια ιδιαίτερα κρίσιμη θαλάσσια αρτηρία, η γεωπολιτική αξία της οποίας εξακολουθεί να αποτελεί μήλο της έριδας ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη.
Η υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 έγραψε, έστω και άτυπα, τον διπλωματικό πρόλογο του Ανατολικού Ζητήματος. Η Ρωσία απέκτησε πρόσβαση στον μέχρι τότε οθωμανοκρατούμενο Εύξεινο Πόντο με τον έλεγχο των Στενών του Κιμμέριου Βόσπορου (Στενά Κερτς) και της Αζοφικής Θάλασσας, και εξασφάλισε την ελεύθερη διέλευση των ρωσικών πλοίων από τα Στενά, ώστε να διαθέτει ακώλυτη πρόσβαση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα Στενά εξελίχθηκαν στο κρίσιμο όριο που κρατούσε τη Μεγάλη Βρετανία μακριά από τον Εύξεινο Πόντο και τη Ρωσία μακριά από τη Μεσόγειο, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ρόλο κλειδούχου, γεγονός που αναδείχθηκε με τη μάχη της Καλλίπολης (1915). Λίγο αργότερα, η Τουρκία κατάφερε να εκμεταλλευθεί διπλωματικά τη διελκυστίνδα ανάμεσα σε Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία, και με τη Συνθήκη του Μοντρέ εξασφάλισε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό καθεστώς ελέγχου της ναυσιπλοΐας, ειδικά σε σχέση με τη διέλευση των πολεμικών πλοίων των παρευξείνιων αλλά και των υπόλοιπων κρατών.
Με τη Συνθήκη του Μοντρέ επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί στο εκτόπισμα, τον αριθμό και τις ημέρες παραμονής στον Εύξεινο Πόντο των πολεμικών σκαφών των κρατών που δεν είναι παρευξείνια, καθώς και υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης των τουρκικών αρχών για τη διέλευσή τους.
Αντίθετα, τα πολεμικά πλοία των παρευξείνιων κρατών υπόκεινται σε ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία κρατά τα κλειδιά των Στενών και μπορεί να τα κλείσει σε περίπτωση που η ίδια βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση.
Το περιβάλλον κρίσης που φαίνεται να διαμορφώνεται στην Ουκρανία, αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο της Τουρκίας σε περίπτωση που οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ επιδιώξουν να ενισχύσουν την παρουσία τους στον Εύξεινο Πόντο. Με άλλα λόγια, είναι στο χέρι του καθεστώτος Ερντογάν να κρατήσει το ΝΑΤΟ μακριά από τη Ρωσία, ή να επιτρέψει την κλιμάκωση της έντασης επιτρέποντας σε περισσότερες ναυτικές μονάδες του ΝΑΤΟ να διέλθουν τα Στενά και να πλεύσουν στις ουκρανικές ακτές, και ειδικά την Κριμαία.
Αναμφίβολα, αυτή η επιλογή θα αναδείκνυε εκ νέου τη γεωστρατηγική σημασία των Στενών και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης του Μοντρέ. Ωστόσο, δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Σε ένα από τα πρώτα επεισόδια του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, τον Αύγουστο του 1914, η Τουρκία είχε επιτρέψει την είσοδο δύο γερμανικών θωρηκτών στα στενά, παραβιάζοντας τις διεθνείς συνθήκες που ρύθμιζαν το καθεστώς τους εκείνη την εποχή.
Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση διαφέρει. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αποτελεί την κρίσιμη κατάληξη του νατοϊκού διαδρόμου που ξεκινά από τη Θάλασσα της Βαλτικής και δημιουργεί μια νοητή γραμμή αντιπαράθεσης στην προβολή της ρωσικής ισχύος.
Συνεπώς, το ΝΑΤΟ μπορεί να αναπτύξει χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις εγγύτερα στην Ουκρανία, αλλά και τη ρωσοκρατούμενη περιοχή της Μολδαβίας ανατολικά του Δνείστερου ποταμού (Υπερδνειστερία) και να προβάλει την ισχύ του με τρόπο πιο αποτελεσματικό σε σχέση με τις δυνατότητες που θα του παρείχε η αυξημένη ναυτική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο, ακόμα και κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης του Μοντρέ.
Επομένως, ενδεχόμενη κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία θα αναδείκνυε παράλληλα με τα Στενά, κυρίως τη σημασία του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, και κατ’ επέκταση τον ρόλο της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Απέναντι, λοιπόν, στην παραπάνω νοητή γραμμή που αποτυπώνει τη στρατηγική σημασία της Αλεξανδρούπολης ως πύλη για την ενδοχώρα της Ανατολικής Ευρώπης, το καθεστώς Ερντογάν έχει κάθε λόγο να σχεδιάζει, όχι μόνο την κατασκευή μιας νέας διώρυγας που θα παρακάμπτει τον Βόσπορο και θα εξαιρείται από τη Συνθήκη του Μοντρέ, αλλά ακόμη και την καταγγελία της Συνθήκης.
Φυσικά, μια τέτοια κίνηση θα αύξανε ασφυκτικά τις πιέσεις των ενδιαφερόμενων κρατών σε βάρος της Άγκυρας. Η Μόσχα ήδη επιθυμεί να ενισχύσει και να επεκτείνει τη ναυτική παρουσία της στη Μεσόγειο, ενώ η Ουάσινγκτων παραμένει χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο.
Ωστόσο, μια τέτοια ασφυκτική κατάσταση είναι θεμιτή για τον Πρόεδρο Ερντογάν, καθώς έχει αποδείξει, ότι επιδιώκει να παίζει διπλό παιχνίδι για να αποκομίζει τα μέγιστα δυνατά οφέλη, ειδικά όταν έχει σύμμαχο τη γεωγραφία. Βέβαια, η διαφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση έγκειται στο γεγονός ότι ο Πρόεδρος Πούτιν κρατά τα κλειδιά της τουρκικής παρουσίας στη Συρία, και ίσως τη Λιβύη, ενώ ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν είναι διατεθειμένος να κάνει παζάρια με το καθεστώς της Άγκυρας.
Αν τελικά, το καθεστώς Ερντογάν επιχειρήσει να ισορροπήσει σε ένα σχοινί που οι ΗΠΑ και η Ρωσία χρησιμοποιούν για διελκυστίνδα, τότε μάλλον θα πρόκειται για μια ανεξήγητη πίστη στο αδύνατο. Σε αυτή την υπόθεση εργασίας, ο συνδυασμός μιας σοβαρής ουκρανικής κρίσης και της ενδεχόμενης απειλής καταγγελίας ή καταγγελίας της Συνθήκης του Μοντρέ θα γράψουν τον πολιτικό επίλογο ενός «επιτήδειου» που δεν κατανόησε πώς συμπεριφέρεται ο «ουδέτερος».
* Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομική Σχολή ΑΠΘ.