Με την ευκολία κριτικής που πάντα χαρακτηρίζει αυτούς οι οποίοι είναι μακριά από το πρόβλημα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που για την απόλυτη «μπαχαλοποίηση» των ελληνικών πανεπιστημίων κατά τις τελευταίες δεκαετίες ενοχοποιούν την -υποτιθέμενη- απάθεια, αδράνεια ή τον συμβιβασμό των καθηγητών. (Ειδικά, δε, σε εμάς τους παντειακούς πολλοί καταλογίζουν επίσης ανοχή στο οικονομικό σκάνδαλο που ταλάνισε το πανεπιστήμιο, παρά το ότι -γεγονός σπάνιο στα πανεπιστημιακά δρώμενα- η καθηγητική ψήφος άφησε εκτός δευτέρου γύρου των πρυτανικών εκλογών τον εν ενεργεία πρύτανη, για το «σύστημα» του οποίου υπήρχαν υποψίες κακοδιαχείρισης και ατασθαλιών).
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, σε σχέση με το ζήτημα του «εκμπαχαλισμού» να καταθέσω, κόντρα στις συνήθειές μου, ένα προσωπικό βίωμα: υπήρχε εκλογική διαδικασία για ανάδειξη νέου αντιπρύτανη, τα καλόπαιδα μιας παράταξης αποφάσισαν να πάρουν την κάλπη λίγο πριν από την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας και να την κάψουν και στην παρατήρησή μου για την έκνομη, βάρβαρη και αντιδημοκρατική ενέργειά τους, ένας απ’ αυτούς με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής –σχεδόν μου ακούμπησε το μέτωπο, όπως κάνουν οι ποδοσφαιριστές όταν καυγαδίζουν σαν κοκοράκια- και με απίστευτη προπέτεια, σε έναν χυδαίο ενικό, μου είπε: «Αντίθετα στην επιθυμία τη δική σου και τύπων σαν κ’ εσένα, μας καλύπτει το πανεπιστημιακό άσυλο»!
Οι καθηγητές είχαν θεσμοθετήσει το άσυλο; Ή μήπως ένα πολιτικό σύστημα περιδεές και υποταγμένο στο μεταπολιτευτικό σύνθημα περί απαγόρευσης της απαγόρευσης που επέτρεψε την αναγόρευση κάποιων σε «προστάτες» -με όλες τις έννοιες του όρου- των ακαδημαϊκών διαδικασιών;
Και μήπως ήταν επίσης το πολιτικό σύστημα το οποίο –με την πίεση της κοινωνίας ασφαλώς- λειτούργησε υπό το κράτος της κυρίαρχης ιδεολογίας περί «παμπανεπιστημιοποίησης» της χώρας, κάτι που έδωσε μαζική πρόσβαση στην τριτοβάθμια –πλέον σχεδόν ολοσχερώς πανεπιστημιακή- παιδεία, ατόμων επί της ουσίας λειτουργικώς αναλφάβητων, πλήρως ανίκανων για απόκτηση επιστημονικών γνώσεων και ασφαλώς χωρίς αγάπη γι’ αυτές; Με αποτέλεσμα αυτοί οι άνευ ουσιαστικής επιλογής και άνευ κινήτρου «φοιτητοποιηθέντες» αντί να εισκομίσουν γνωστική περιέργεια και ακαδημαϊκή ενέργεια να εισαγάγουν στον χώρο τραμπούκικη παρενέργεια.
Αλλά για να φανεί πόσο σύνθετο είναι το θέμα και πόσο διάχυτες οι ευθύνες για τη μπαχαλοποίηση να θέσω και ένα ακόμη ερώτημα: Ποιος αθώωσε, ο καθηγητικός κόσμος ή η δικαιοσύνη (το πλημμελειοδικείο Ροδόπης χωρίς να ασκηθεί έφεση ή αναίρεση), αυτούς που «έκτισαν» στο δημοκρίτειο τους πρυτάνεις; Με το απίστευτο σκεπτικό πως «παρανόμησαν μεν, αλλά όμως εσφαλμένως πλην συγγνωστώς θεώρησαν πως η πράξη τους –το κτίσιμο!- καλύπτεται από το ακαδημαϊκό άσυλο και άρα δεν υπάρχει καταλογισμός»!!!
Και φταίνε οι καθηγητές που η αστυνομία δεν παρενέβαινε για να κάνει συλλήψεις μετά τον ξυλοδαρμό του Άγγελου Συρίγου, έως ότου εκδήλωσε προσωπικό ενδιαφέρον ο πρόεδρος της Δημοκρατίας που ειδοποιήθηκε από καθηγητές για τα τεκταινόμενα;
Με αυτά δεν υπονοώ βέβαια πως δεν υπήρξαν συνάδελφοι που αναίσχυντα συνηλλάγησαν με παρατάξεις και – ακόμη και τραμπουκίζοντες- φοιτητοπατέρες, πρωτίστως για να διασφαλίσουν θώκους, αφού πάλι η πολιτεία είχε δώσει καθοριστικό ρόλο στην ψήφο των φοιτητών… (Κάποτε που ήμουνα υποψήφιος για την Ακαδημία Αθηνών ο Δημήτρης Τριχόπουλος μού είπε πως με προτιμούσε έναντι ενός συναδέλφου πρύτανη, γιατί είχε απαξιωτική κρίση για καθέναν που μετά το 1981 διεκδίκησε αυτό το αξίωμα…). Ωστόσο, έχοντας ζήσει τέσσερες δεκαετίες ως διδάσκων στα πανεπιστήμια, ειλικρινά πιστεύω πως οι καθηγητές, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, αν δεν είναι πλήρως ανεύθυνοι –πολλοί συμβιβάστηκαν άλλωστε με τη θεωρία της ελάσσονος προσπάθειας και του «δημοκρατικού 5»- πάντως δεν είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κατάντια της πανεπιστημιακής παιδείας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, τώρα με τον «ταμπελωμένο –και φωτογραφισμένο, άρα δημόσια διαπομπευόμενο- πρύτανη» κατεβήκαμε ένα μεγάλο σκαλί στου κακού τη σκάλα. Γιατί οι ένοχοι τραμπούκοι αυτή τη φορά μετήλθαν καθαρά παραναζιστικών μεθόδων! (Και ας λένε διάφοροι καλοπροαίρετοι ίσως, πλην σίγουρα αφελείς, πως κάθε προσομοίωση με τη ναζιστική θηριωδία ουσιαστικά οδηγεί σε έκπτωση της απαξίας της: οι πρώτοι χιτλερικοί που άρχισαν να ξευτελίζουν ανθρώπινες υπάρξεις, πρωτίστως εβραίους, ίσως δεν είχαν συνείδηση πως έτσι δρομολογούσαν μια διαδικασία που θα κατέληγε σε «σαπουνοποίηση» των θυμάτων). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως, εκτός από τα αστέρια που υποχρεώθηκαν να φοράνε οι εβραίοι επί 3ου Ράιχ, έχει υπάρξει και η διαπόμπευση με ταμπέλες των διανοούμενων-«εχθρών του λαού» επί Μάο.
Οπότε τη στιγμή αυτή η κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα δεν έχουν μπροστά τους μια μάχη –εδώ και καιρό χαμένη άλλωστε- για την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημίων. Αλλά μια μάχη για την προστασία του πολιτισμού. Την οποία ως κοινωνία δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε. Και η οποία μόνο με την εξοντωτικά σκληρή τιμωρία των χολερικών ανθρωποειδών θα έχει κερδηθεί. (Άλλο αν μορφή νίκης επίσης θα είναι αν η πολιτεία, αφού τιμωρήσει σήμερα τους βασανιστές, να δείξει αργότερα μια κάποια επιείκεια σε όσους δείξουν πως συνειδητοποίησαν τι αγαθό προσέβαλαν…).