Ήταν μία βροχερή αυγουστιάτικη ημέρα, όταν η σπουδαία ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγιεβα περπατώντας στην Μόσχα με την κορούλα της, άκουσε την φωνή ενός αγοριού εφημεριδοπώλη να φωνάζει:
- Η εκτέλεση του Νικολάι Ρομανόφ! Τον Ρομανόφ εκτέλεσε ο εργάτης Μπελομπορόντοφ!
Στο ημερολόγιο της ποιήτριας, βρίσκουμε την αντίστοιχη σημείωση. Συγκλονισμένη η Τσβετάγιεβα, ζήτησε από την κόρη της να προσευχηθεί υπέρ της ανάπαυσης της ψυχής του δολοφονημένου τσάρου της Ρωσίας.
Ο προσδιορισμός «εργάτης» σε αντίστιξη με το «Τσάρος» στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, κάθε άλλο παρά τυχαίος ήταν για την κομμουνιστική προπαγάνδα. Οι Μπολσεβίκοι ήθελαν να δείξουν πως ένας εργάτης σκότωσε τον μισητό τσάρο.
Την εποχή εκείνη, ο Αλεξάντρ Μπελομπορόντοφ ήταν ο πρόεδρος του Σοβιέτ των Ουραλίων, όταν στο Αικατερινμπούργκ δολοφονήθηκε η τσαρική οικογένεια.
Στους κύκλους των Ρώσων εμιγκρέδων στην Δύση κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν τάχα εβραϊκής καταγωγής και το πραγματικό του επίθετο ήταν Βάισμπαρτ, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο Αλεξάντρ Μπελομπορόντοφ ήταν γνήσιος ρώσος, γόνος ρώσων εργατών, οι οποίοι δούλευαν στο εργοστάσιο Αλεξαντρόφσκι, στην περιοχή της πόλης Περμ.
Στις σοβιετικές «Αγιογραφίες» διαβάζουμε για αυτόν τον άνθρωπο παραγράφους όπως «Μεγάλο οργανωτικό ταλέντο, το οποίο συνδυαζόταν με ιδιαίτερες ρητορικές ικανότητας. Ο Αλεξάντρ Γκριγκόρεβιτς μιλούσε καλά, άνετα, με επίζηλη αυτοκυριαρχία και επινοητικότητα απέκρουε τις επιθέσεις των πολιτικών του αντιπάλων».
Λέγεται, μάλιστα, πως τα νεαρά μέλη του κόμματος, τον αποκαλούσαν «Βαρύ πυροβολικό».
Τελείως διαφορετική εικόνα, είχε σχηματίσει ο έμπειρος ανακριτής της Στρατιάς του Κολτσ΄κ Νικολάι Σόκολοφ, ο οποίος είχε αναλάβει την διερεύνηση της δολοφονίας της τσαρικής οικογένειας.
«Θέλουν να τον μετατρέψουν σε μεγάλο επαναστάτη. Δεν είναι αλήθεια. Ένας εργάτης που γοητεύτηκε από την προπαγάνδα ήταν, αγράμματος, γέννημα θρέμμα της βαθιά ενδοχώρας των Ουραλίων. Ίσως, να μην τον είχαν μάθει ποτέ έξω από τα όρια των Ουραλίων, αν δεν γινόταν η δολοφονία της τσαρικής οικογένειας. Μόνο μετά από αυτό, βρέθηκε μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και επιφανές στέλεχος της ΤΣΕ.ΚΑ. Δεν ήταν ποτέ αυθύπαρκτος ούτε καν όταν ήταν πρόεδρος του Σοβιέτ της περιοχής».
Ο έμπειρος ανακριτής συγκρίνει τον Μπελομπορόντοφ με άλλους επιφανείς μπολσεβίκους και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πρόεδρος του Σοβιέτ των Ουραλίων χάνει σε σύγκριση με τους Γκολοστσέκιν και Γιουρόφσκι αλλά και από τον «μαλακό μπολσεβίκο» Αβντέγιεφ διαφέρει μόνο ως προς τον καλό γραφικό χαρακτήρα.
Η υπογραφή του Μπελομπορόντοφ υπάρχει στα λαχεία που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή εκείνη την εποχή. Μετά τον Εμφύλιο πόλεμο, ο Α. Γ. Μπελομπορόντοφ ως Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων της δημοκρατίας, ήταν επικεφαλής της Επιτροπής Παιδιών της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής. Οι υπογραφές του βρίσκονται και στα πρώτα χαρτονομίσματα της περιοχής των Ουραλίων. Αυτό εξηγείται από το γεγονός πως το 1918 η κεντρική κυβέρνησης δεν μπορούσε να τροφοδοτήσει με χαρτονομίσματα της περιφέρειες και έτσι το Λαϊκό Κομισαριάτο Οικονομικών επέτρεψε στο Σοβιέτ των Ουραλίων να τυπώσει σοβιετικά ομόλογα, τα οποία κυκλοφορούσαν στα όρια των τεσσάρων κυβερνείων της περιοχής. Τα χαρτονομίσματα αυτά, ο απλός λαός τα αποκαλούσε «των εκτελεστών» γιατί είχαν την υπογραφή του Μπελομπορόντοφ.
Πώς, όμως, βρέθηκε, στην κορυφή της κομματικής ηγεσίας και καβάλα στο κύμα της ιστορίας, ενός απλός αμόρφωτος εργάτης;
Ο Αλεξάντρ Μπελομπορόντοφ, δεν κατάφερε να σπουδάσει. Φοίτησε μόνο στο ενοριακό σχολείο του χωριού του και στην συνέχεια εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος σε εργοστάσια των Ουραλίων. Το 1907 έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και της φράξιας των Μπολσεβίκων και από εκείνη την στιγμή, έγινε επαγγελματίας επαναστάτης, αφιερώνοντας την ζωή του στην υπόθεση της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την εκμετάλλευση των καπιταλιστών.
Όπως ήταν φυσικό, ο Μπελομπορόντοφ, φοίτησε σε όλα τα «πανεπιστήμια των φυλακών» της εποχής εκείνης και κατά την διάρκεια μίας τέτοιας «φοίτησης» γνώρισε τον Γιάκοβ Σβερντλόφ, μελλοντικός πρόεδρο της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, ο οποίος ήταν ο εμπνευστής, οργανωτής και καθοδηγητής της εκτέλεσης της τσαρικής οικογένειας.
Ο Μπελομπορόντοφ, ανήκε στον κύκλο των έμπιστων κομματικών στελεχών του Β. Λένιν, ο οποίος συχνά - πυκνά του ανέθετε «ευαίσθητες» αποστολές. Ο Μπελομπορόντοφ, είχε την ευκαιρία να αποδείξει το «μεγάλο οργανωτικό του ταλέντο», οργανώνοντας προβοκάτσιες όπως με την υποτιθέμενη δραπέτευση της τσαρικής οικογένειας, την δολοφονία των κρατούμενων συγγενών του Τσάρου στο ορυχείο Αλαπάγιεφ, με την υπόνοια πως θα απαγάγουν την τσαρική οικογένεια με αεροπλάνο.
«Τον Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ (μεγάλος πρίγκιπα σ.τ.σ.) θα πρέπει επειγόντως να τον «μεταφέρουμε» στην φυλακή Μοτοβιλίχινσκαγια». Έτσι κωδικοποιημένα οι μπολσεβίκοι αποκαλούσαν ένα νησάκι απέναντι στο εργοστάσιο κατασκευής όπλων, όπου εκτελούσαν διάφορους «αντεπαναστάτες».
Σιγά - σιγά, ο Μπελομπορόντοφ έγινε ο υπασπιστής γενικών καθηκόντων του ηγέτη του προλεταριάτου. Ο Λένιν τον έστελνε πάντα εκεί που είχε μεγάλα προβλήματα. Όταν ξέσπασε η εξέγερση των Κοζάκων στο Βεσένσκ, ο Λένιν έστειλε τον Μπελομπορόντοφ να την καταπνίξει.
«Η βούληση της επανάστασης εκτελέστηκε, αν και παραβιάστηκαν πολλές τυπικές πλευρές της αστικής δικαιοσύνης και δεν τηρήθηκε η παραδοσιακή ιστορική διαδικασία της εκτέλεσης των «εστεμένων προσώπων». Η εργατο-αγροτική εξουσία και σε αυτή την περίπτωση εκδήλωσε την ακραία δημοκρατικότητά της, δεν έκανε εξαιρέσεις για τον πανρωσικό δολοφόνο και τον εκτέλεσε σαν κοινό ληστή».
Αυτή είναι η κυνική ομολογία της δολοφονίας της τσαρικής οικογένειας που φέρει την υπογραφή του Μπελομπορόντοφ.
Κατά την δεκαετία του 1920 ο Μπελομπορόντοφ ήταν επικεφαλής της εκστρατείας δήμευσης των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων. Ως επικεφαλής του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, υλοποιούσε στο ακέραιο την λενινιστική γραμμή: «Όσο μεγαλύτερο αριθμό εκπροσώπων του αντιδραστικού κλήρου και της αντιδραστικής μπουρζουαζίας καταφέρουμε να εκτελέσουμε, τόσο το καλύτερο». (Επιστολή με την ένδειξη «Απόρρητο» από 19 Μαρτίου 19221). Ο ηγέτης του παγκόσμιου προλεταριάτου απαιτούσε «την άγρια και ανελέητη καταστολή, για όσους δεν υπάκουαν» (Από την επιστολή του προς τον Γ. Γ. Σοκόλνικοφ, ο οποίος έγινε ο πρώτος υπουργός Οικονομικών της Ε.Σ.Σ.Δ.).
Αξίζει να θυμίσουμε πως παρόμοιες εντολές του Λένιν, φέρουν πάντα την σημείωση: «Χωρίς αντίγραφα, να επιστραφεί σ’ εμένα».
Ο «μαθητής» και προστατευόμενος του Μπελομπορόντοφ γράφει στον γραμματέα της Κ.Ε του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ι. Κρεστίνσκι:
«Η γραμμή του Β. Ι. (Λένιν σ.τ.σ), είναι απολύτως σωστή, αν και ορισμένοι σύντροφοι... βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά... Γενικά, πρέπει να πούμε πως εκείνους που χρειαζόταν να τους περάσουμε μαχαίρι, εδώ δεν το έκαναν...»
Σε ένα από τα υπηρεσιακά του σημειώματα στην Κ.Ε. του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος από την Λευκορωσία, αναφέρει:
«Δεν δημεύεται τίποτα... Οι επιτροπές (για την δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας σ.τ.σ.) αδρανούν, ξεκινούν ατελείωτες συζητήσεις με μεμονωμένα πρόσωπα, προσπαθούν να πείσουν. Ποιος ο λόγος να συζητάμε μαζί τους; Θαρρείς και χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη τους. Θαρρείς και μπορούν να μας την δώσουν. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δεν λαμβάνονται μέτρα κατά του σαμποτάζ. Δεν πραγματοποιούνται διώξεις, δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση αυστηρής τιμωρίας των σαμποτέρ, ούτε μία δίκη. Θα πρέπει να αρχίσουμε να δουλεύουμε αποφασιστικά...»
Στις 17 Μαΐου 1922 με την ένδειξη «Απόρρητο» εστάλη το παραπάνω σημείωμα. Πέντε ημέρες αργότερα ανάβει το πράσινο φως. Στο συγκεκριμένο έγγραφο, με την υπογραφή του Καλίνιν στο περιθώριο της σελίδας υπάρχει η φράση: «Να ληφθεί η σχετική απόφαση». Ακολούθησαν διώξεις, επί δικαίων και αδίκων. Οι πρώτοι απλά, για προληπτικούς λόγους, ώστε να φοβηθούν όλοι οι υπόλοιποι.
Η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων των εκκλησιών, ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την διάλυση της Εκκλησίας ως κοινωνικής οργάνωσης και θεσμού. Κατά την διάρκεια των αιμοσταγών διώξεων, εκτελέστηκαν περίπου 25.000 άτομα, κυρίως κληρικοί.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την δήμευση των εκκλησιαστικών, περιουσιακών στοιχείων, ο Α. Γ. Μπελομπορόντοφ, με εντολή του Στάλιν, θα εκτελεστεί ως «τροτσκιστή».
Έχει ενδιαφέρον αυτή η δεκαπεντάχρονη διαδρομή του άτεγκτου Ιακωβίνου ρωσικής κοπής.
Ακολουθώντας την συμβουλή του μέντορά του Γιάκοβ Σβερντλόφ, να πηγαίνει στην πόλη Περμ για «να βοηθάει τους συντρόφους», δηλαδή να ενισχύει την επιρροή των Μπολσεβίκων έναντι των άλλων ιδεολογικών ρευμάτων, ο Μπελομπορόντοφ ανέπτυξε ιδιαίτερους δεσμούς με το κομματικό ακροατήριο και τον στελεχειακό μηχανισμό των Ουραλίων. Η δεκαετία του 1930 ήταν όμως μια εποχή όπου γίνονταν ιλιγγιώδεις αλλαγές.
Το λάθος του Μπελομπορόντοφ ήταν πως έφερε τροτσκιστικά έντυπα την πόλη, πράγμα που υπέπεσε αμέσως στην αντίληψη των πιστών στον Στάλιν στελεχών. Άρχισαν να παρακολουθούν στενά το πρώην ίνδαλμα των προλεταρίων των Ουραλίων, με αποτέλεσμα, σε σύντομο χρονικό διάστημα να βρουν τις αναγκαίες αποδείξεις για φραξιονιστική δουλειά. Καθαιρέθηκε από Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων και πότε τον διέγραφαν από το κόμμα και πότε τον ξανάκαν μέλος του.
Κάποια στιγμή, ένα κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα από το κέντρο, έφερε την εντολή: να συλληφθεί ο Μπελομπορόντοφ. Ταυτόχρονα, η μυστική αστυνομία ξεκίνησε ένα πογκρόμ συλλήψεων όλων των οπαδών του. Ο ίδιος, όπως εκμυστηρεύτηκε πολλά χρόνια αργότερα η κόρη του, καταλαβαίνοντας πως τελειώνει ο χρόνος του, έκαψε ένα σεντούκι με έγγραφα, τα οποία θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την θέση του.
Το 1936 τον συνέλαβαν. Στις 26 Μαΐου 1937 ο Νικολάι Γιεζόφ, έστειλε στον Στάλιν αντίγραφο της κατάθεσης του Μπελομπορόντοφ για τα πρόσωπα που συμμερίζονταν τις απόψεις του Τρότσκι.
Ο Στάλιν απάντησε:
«Προς τον Γιεζόφ
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως η φυλακή για τον Μπελομπορόντοφ είναι βήμα για να βγάζει ομιλίες, να κάνει δηλώσεις για διάφορα πρόσωπα, αλλά όχι για τον ίδιο. Μήπως ήρθε η ώρα να πιέσουμε αυτόν τον κύριο και να τον υποχρεώσουμε να μας πει για τα βρώμικα έργα του. Πού είναι φυλακισμένος, στην φυλακή ή σε ξενοδοχείο;»
Το 1938 ο Μπελομπορόντοφ εκτελέστηκε και το 1962 αποκαταστάθηκε.