Μέχρι πρότινος το πιο ενδιαφέρον ερώτημα κατά τη διάρκεια των πρωινών τηλεοπτικών ενημερωτικών εκπομπών, ήταν το «τι θα γίνει με τις συντάξεις;». Με ένα πλήθος από παράλληλες ερωτήσεις να ακολουθεί, σχετικά με τα «δικαιώματα», τις «κατοχυρώσεις», τα «πλασματικά έτη», το «ύψος των συντάξεων» και τις «αναδρομικές καταβολές». Μια τεράστια ντροπή, απέναντι στους νέους της Ελλάδας.
Αυτές τις ημέρες, η ερώτηση που κυριαρχεί σε όλες τις ενημερωτικές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, στις περισσότερες ιστοσελίδες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι το «αν θα πάμε στο χωριό το Πάσχα;». Είναι η πιο ντροπιαστική ερώτηση, που θα μπορούσε να ακούγεται σήμερα.
Διότι όταν διαβάζεις μόλις χθες, ότι χάθηκαν άλλοι 75 συμπολίτες μας με τον συνολικό αριθμό των θανάτων από τον covid να πλησιάζει το 9.000 και ότι 530 νέοι ασθενείς εισήχθησαν στα νοσοκομεία της χώρας και 781 ασθενείς βρίσκονται διασωληνωμένοι, το τελευταίο που μπορεί να σε απασχολεί είναι το Πάσχα στο χωριό.
Ήδη έχει χαθεί ο πληθυσμός μιας πόλης σαν την Άμφισσα, την Καλαμπάκα ή το Καρπενήσι. Έχει χαθεί ένα ολόκληρο νησί σαν την Αίγινα, τη Νάξο ή τη Λευκάδα. Όμως το μυαλό μας είναι στο χωριό, το Πάσχα.
Το «θα πάμε στο χωριό το Πάσχα», ήρθε να αντικαταστήσει το «πότε θα ανοίξει η αγορά», με την αναφορά να γίνεται κυρίως στα καταστήματα εστίασης, στα μπαράκια και στις καφετέριες. Φαινομενικά, ήταν η κραυγή αγωνίας των νέων για τις επιχειρήσεις που θα κλείσουν και τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν. Ουσιαστικά ήταν η φωνή αντίδρασης της «αγανακτισμένης» γενιάς των millennials, απέναντι στους boomers, που υποτίθεται ότι τους έχουν καταστρέψει τη ζωή.
Όλα όσα δεν είχαν ακούσει οι boomers, κατά τη διάρκεια των μνημονίων και της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, τα ακούν σήμερα. Η αντίδραση στα μέτρα, ήταν αντίδραση στην κοινωνία και στην οικονομία, που οι boomers παρέδωσαν στα παιδιά τους. Οι millennials έπαιρναν την εκδίκηση τους, αδιαφορώντας για την υγειονομική κρίση, που κτυπούσε περισσότερο τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι ανοικτές πλατείες, τα κορονοπάρτι, οι διαδηλώσεις, οι συγκεντρώσεις μπορεί να στηρίχτηκαν πάνω σε διαφορετικές αφορμές, όπως η αιτία ήταν μια. Το gap, το κενό, που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις γενιές, που είχαν και έχουν διαφορετικές προτεραιότητες.
Για πάνω από δέκα χρόνια, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, με νύχια και δόντια φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα και μπλόκαραν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, που θα αφορούσαν το μέλλον της χώρας και των νέων. Σήμερα η νέα γενιά, κοιτάζει πως θα περάσει καλά, πως θα διασκεδάσει, πως θα σπάσει τα μέτρα και τους περιορισμούς, πως θα αντιδράσει στο αδιέξοδο της, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στις γενιές των γονιών της.
Όμως για «το Πάσχα στο χωριό», δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ερμηνεία, ούτε δικαιολογία. Λαμβάνονται πρωτοβουλίες για να ανοίξει η αγορά, να στηθεί και πάλι η οικονομία στα πόδια της, με το εμβολιαστικό πρόγραμμα να κινείται ικανοποιητικά και το γενικότερο σύστημα υγείας να παλεύει να μείνει όρθιο. Με κομμένη την ανάσα, θα έπρεπε να περιμένουμε οι αριθμοί των κρουσμάτων, των εισαγωγών στα νοσοκομεία, των διασωληνωμένων και των θανάτων να αποκλιμακώνονται.
Ωστόσο, αντί να γυρνάνε στο μυαλό μας ερωτήματα, σχετικά με το σήμερα και το αύριο από την υγειονομική και οικονομική άποψη και σχετικά με την τιτάνια προσπάθεια για να αποφύγουμε να μην πάνε χειρότερα τα πράγματα και για να επανέλθει η ζωή μας σε κανονικούς ρυθμούς, ακόμα και των οικογενειών που έχασαν δικούς τους ανθρώπους, διερωτώμεθα για το αν θα μπορέσουμε να πάμε σε λίγες ημέρες, στο χωριό το Πάσχα. Υπάρχει πιο ντροπιαστική ερώτηση, από αυτήν, σήμερα;