Τι άλλαξαν οι (ευρω)εκλογές;

Τι άλλαξαν οι (ευρω)εκλογές;

Του Θανάση Διαμαντόπουλου*

«Πριν από τις εκλογές και μετά τις εκλογές μεσολαβεί ένα γεγονός που αλλάζει τα πάντα. Και αυτό δεν είναι άλλο από τις εκλογές», συνήθιζε να επαναλαμβάνει ο βασιλιάς της ατάκας Φρανσουά Μιτεράν (το ιστορικό κόμμα του οποίου μόλις διασώθηκε χθες, κατορθώνοντας οριακά να διασφαλίσει εκπροσώπηση στην ευρωβουλή).

Ως προς τη χώρα μας πάντως, οι τελευταίες ευρωεκλογές άλλαξαν πολλά, όχι όμως τα πάντα. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι…

Άλλαξαν, βέβαια, το ηγετικό στάτους και διαμέτρημα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι τόσο γιατί έδειξε πως ξέρει να κατακτά εκλογικές νίκες –αυτές κάποιες φορές «πέφτουν στην αγκαλιά σου»-, όσο γιατί απέδειξε πως ξέρει να τις διαχειρίζεται: μετά από μια άτυχη για τον ίδιο περίοδο κατά την οποία και ουραγός στην παροχολογία του Τσίπρα φάνηκε να γίνεται και τον κανόνα που συχνά επαναλαμβάνει ο ανιψιός του –εν εφεδρεία ηγέτης της ΝΔ πλέον- δεν σεβάστηκε, δηλαδή πως «όταν κυλιέσαι στη λάσπη με τα γουρούνια, δεν είναι τα γουρούνια που κινδυνεύουν να λερωθούν», το βράδυ των εκλογών ο ηγέτης της ελληνικής συντηρητικής παράταξης «ανέβηκε πίστα». Πώς; Με μια δήλωση αντάξια πολύ μεγάλων ηγετών. Η οποία ρυμούλκησε όλο το κόμμα σε σώφρονα –άρα μάλλον και εκλογικά αποδοτική στο μέλλον- διαχείριση του θριάμβου.

Ως προς τον Τσίπρα, αντίθετα, δεν άλλαξαν πάρα πολλά: Αυτές ήταν οι προσδοκίες για τον σίριαλ κίλερ της ελληνικής γλώσσας, τον χυδαίο υπονομευτή της δικαιοκρατίας και του θεσμικοπολιτισμικού πολιτισμού της Μεταπολίτευσης, τον εκσταλινιστή της δημόσιας τηλεόρασης, τον κυβερνητικό συγ-καμένο, τον χορηγό Ρουβικώνων, μπαχαλάκηδων και Κουφοντινοπαίδων, τον άνθρωπο που τορπίλισε τη χώρα στο μαλακό δημογραφικό της υπογάστριο. Η μόνη θεσμική του ενέργεια –δηλαδή το να παραδώσει αυτοβούλως την εξουσία στον αντίπαλο, χωρίς βέβαια να συγχαρεί τον νικητή- δεν ήταν πράξη επιλογής. Ήταν πράξη προσαρμογής και υποταγής στην πραγματικότητα. (Αν υποθέσουμε πως τέτοια ήταν και η συμφωνία των Πρεσπών, φαίνεται πως, όπως και το χαλασμένο ρολόι, ο Τσίπρας είναι αναγκασμένος να δείχνει το σωστό δύο φορές το 24ωρο).

Ωστόσο…

Όσο και αν φαίνεται παράδοξο…

Το χθεσινό αποτέλεσμα είχε και τα πολύ θετικά στοιχεία για τον Σύριζα. Πρωτίστως φάνηκε να τον διασώζει οριστικά από τον χαρακτήρα του κόμματος-μετεωρίτη και να τον κατοχυρώνει σε διάρκεια ως τον δεύτερο πόλο τον δεύτερου διπολισμού/δικομματισμού της Μεταπολίτευσης. Αυτό δεν συνάγεται μόνον από το ότι δεν καταβαραθρώθηκε ολοσχερώς εκλογικά –δεν έχασε ούτε τρεις ποσοστιαίες μονάδες, άλλωστε, από τις ευρωεκλογές του 2014- ή από το ότι η διαφορά του από τον βασικό ανταγωνιστή του για την πολιτική ηγεμονία στον πέραν της ΝΔ χώρο παρέμεινε τεράστια, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που τον χωρίζει από το πρώτο κόμμα. Συνάγεται, κυρίως, από το ότι ο Σύριζα πέτυχε να έχει «εθνικοποιημένη ψήφο», που σημαίνει ισχυρή ταύτιση μαζί του ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, ταύτιση ολοσχερώς ανεπηρέαστη από τη συγκυρία: τόσο τα ποσοστά του στην «πρεσπόπληκτη» και «πρεσποευαίσθητη» βόρειο Ελλάδα όσο και αυτά της απεχθέστατης Δούρου –«ένα μέτρο πίσω οι αντιπεριφερειάρχες»- στην περιφέρεια Αττικής υπολείπονται ελάχιστα του εθνικού μέσου όρου του κόμματος! Κόμμα, όπως, με οπαδούς που είναι έτοιμοι να ψηφίσουν οτιδήποτε τους σερβίρει είναι προορισμένο να διαρκέσει. (Όπως και το ΠΑΣΟΚ η βάση του οποίου ανέδειξε βουλευτή μέχρι και τον Κουρή)…

Ένα μόνο κίνδυνο διατρέχει ο Σύριζα, οφειλόμενο στο έλλειμμα ευθυκρισίας του υπερτιμημένου και αλαζονικού παιδάριου που έχει στην ηγεσία του και αποφάσισε να μην διεξαγάγει τις εθνικές εκλογές ταυτόχρονα προς τις ευρωεκλογές: όπως είναι τώρα παραζαλισμένος από την ήττα, θεωρητικώς υπάρχει ενδεχόμενο να «μυριστεί αίμα» το ΚΙΝΑΛ και να φέρει στις εθνικές εκλογές, εκμεταλλευόμενο την απογοήτευση των συριζαίων, αποτέλεσμα που θα εμφανίζει ως διεκδικήσιμη τη θέση και τον ρόλο του αντιδεξιού πόλου του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο κάτι τέτοιο θεωρώ εξαιρετικά απίθανο έως αδύνατον να συμβεί για δύο λόγους: Πρώτον το ΠΑΣΟΚ έχει ενσωματώσει επαρκή κουλτούρα κυβερνητισμού και πραγματισμού στο πολιτικό του DNΑ, ώστε να μπορεί να ξαναενυδατώσει τις θέσεις του με την αναγκαία για κάτι τέτοιο δόση ριζοσπαστιμού. Και δεύτερον, ένας χώρος σαν το ΚΙΝΑΛ με περίπου μηδενική διείσδυση στη νεολαία, ένα κόμμα αναμνήσεων, είναι πολύ δυσχερές να βρει το πολιτικό σφρίγος για μια τέτοια ανάκαμψη, ανάλογη προς την οποία άλλωστε διεθνώς ουδέν πρώην κόμμα εξουσίας που άλλαξε στάτους δεν επέτυχε…

*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.