Της Μαρίας Χούκλη
Όταν η συντεταγμένη Πολιτεία δεν μπορεί επί 18(!) συναπτά έτη να επιβάλλει τη μετεγκατάσταση δημοσίων υπηρεσιών από ένα κτήριο σ' άλλο, εξοικονομώντας εκατομμύρια ευρώ, ας μην ψάχνουμε τι φταίει για την κατάντια μας.
Το κτήριο του Κεράνη αποκτήθηκε από το Δημόσιο το 1998 και έκτοτε αποτελεί την επιτομή της σύγκρουσης του κράτους με τις ομάδες συμφερόντων που μετέτρεψαν τα «κεκτημένα» σε νέα θρησκεία.
Πρώτοι οι υπάλληλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ αντέδρασαν στην πρόθεση της τότε κυβέρνησης να μεταφερθούν οι υπηρεσίες του υπουργείου στο συγκρότημα των πρώην αποθηκών της καπνοβιομηχανίας Κεράνης, επί της οδού Θηβών, στον Δήμο Νίκαιας - Ρέντη. Και έγινε το δικό τους.
Το 2004, το μεγάλο ΟΧΙ ειπώθηκε από τους υπαλλήλους του υπουργείου Πολιτισμού και φυσικά πέρασε το δικό τους.
Το 2011 ήταν η σειρά των υπαλλήλων του υπουργείου Εργασίας και στη συνέχεια του υπουργείου Οικονομικών να στυλώσουν τα πόδια και επίσης νίκησαν το κράτος.
Κάθε φορά το τροπάρι ήταν το ίδιο. «Είναι μακριά, δεν έχει συγκοινωνία, δεν έχει καταστήματα εστίασης, θα υποβαθμιστούν οι εργασιακές συνθήκες, κάτι ύποπτο κρύβεται κλπ, κλπ, κλπ.». Το μόνο που δεν ακούστηκε είναι ότι έχει κακό μικρόκλιμα η περιοχή ή είναι ανάδρομος ο Ερμής.
Επί κυβέρνησης Παπαδήμου, πάλι το 2011, έγινε απόπειρα να στεγαστούν στο κτήριο όλες οι δικαστικές υπηρεσίες του Πειραιά. Αυτήν τη φορά, ξεσηκώθηκαν οι γύρω δήμοι ισχυριζόμενοι ότι η μετεγκατάσταση των δικαστηρίων στην περιοχή τους θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα εγκληματικότητας! «Αν γίνει απόδραση ή καταδίωξη, οι υπόδικοι μπορεί να καταφύγουν στα σημεία όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος. Μπορεί να παρατηρηθούν φαινόμενα συγκέντρωσης ναρκομανών, διαρρήξεις και ληστείες», έλεγαν τότε τα στελέχη της δημοτικής αρχής Νίκαιας. Φυσικά, η κυβέρνηση έκανε πίσω, εξακολουθώντας να πληρώνει χρήματα των φόρων μας για ένα κενό κτήριο.
Τώρα το έργο ξανά-ανεβαίνει.
Οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών –η ελίτ του δημοσίου κορμού– αρνούνται μια εισέτι φορά να δεχθούν τη μετεγκατάσταση ορισμένων υπηρεσιών στη Λεωφόρο Θηβών, γιατί «οι εργαζόμενοι δεν είναι εμπορεύματα, δεν έχει συγκοινωνία, το κτήριο ίσως έχει προβλήματα στατικότητας, κάτι ύποπτο συμβαίνει κλπ, κλπ, κλπ».
Σύμμαχός τους ο ΓΓ Δημοσίων Εσόδων (!), δηλαδή ο δημόσιος λειτουργός που έχει την ευθύνη του κρατικού ταμείου. Ο λειτουργός που θα έπρεπε να νοιάζεται όσο κανείς για την εξοικονόμηση δημοσίου χρήματος, πολύ περισσότερο σε καιρούς που πήραν φωτιά οι «κόφτες».
Τα πράγματα είναι απλά και τα έχει περιγράψει με ακρίβεια ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου στο βιβλίο του «Κράτος και Ομάδες Συμφερόντων». Οφείλουμε όλοι να το διαβάσουμε, για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις και βρίζουμε μόνο τη διαπλοκή, τον Τόμσεν, τον Τσάβες, την παγκοσμιοποίηση ή τους Νεφελίμ.
Ο επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο εξηγεί λιτά και με σαφήνεια το μοντέλο της κοινωνίας που οικοδομήθηκε μεταπολιτευτικά και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γιατί ακόμη και τώρα δυσκολευόμαστε να κάνουμε τη σωστή επιλογή στο δίλημμα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε».
Το παίγνιο δεν είναι μόνο ελληνικό: οι ομάδες συμφερόντων ασκούν ανοιχτά ή με λανθάνοντα τρόπο πίεση στους πολιτικούς με στόχο να αποσπάσουν ευνοϊκές –κατ'' εξαίρεση– ρυθμίσεις. Σε χρονιές εκλογικών αναμετρήσεων το παίγνιο θεριεύει. Οι πολιτικοί υιοθετούν ορισμένα από τα αιτήματα, είτε για να εξασφαλίσουν εκλογική στήριξη, είτε για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Από τη στιγμή που θα γίνει η παραχώρηση –το περιβόητο κεκτημένο– δεν παίρνεται πίσω.
Η ομάδα δεν είναι μία. Πληθώρα συστημάτων συμφερόντων ισχυρών εγχώριων επαγγελματικών ομάδων (όχι επιχειρηματιών ή ξένων funds) απέκτησαν δύναμη και είναι σε θέση να επιβληθούν πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία, η οποία τελικώς δεν είναι και τόσο έρμαιο στα χέρια της κυβερνώσας παράταξης ή των κομμάτων, όπως μάθαμε να λέμε.
Η στρεβλή λειτουργία της οικονομίας συνοψίζεται στη φράση του Χρυσάφη Ιορδάνογλου:
«Οι πολιτικοί μπορούν θαυμάσια να είναι δέσμιοι ενός θηρίου που είτε οι ίδιοι, είτε οι προκάτοχοί τους (από σχέδιο ή από ενδοτικότητα) εξέθρεψαν».
Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε αν θα κερδίσουν οι πολιτικοί ή το θηρίο.
Θα πρότεινα στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών να μην στοιχηματίσει υπέρ του.