Ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τόσο ο Covid19, όσο και το κίνημα Me Too, πυροδοτούν κοινωνική «αναστάτωση» που θέτει υπό αμφισβήτηση την μέχρι πρόσφατα κανονικότητα της ζωής μας.
Ας εξετάσουμε κατ’ αρχήν τους πυρήνες τους: Το κίνημα Me Too αμφισβητεί άμεσα την περιρρέουσα ιδέα ότι τα μέλη εξευγενισμένων κοινωνικών ομάδων όπως αυτών που συγκροτούν ευγενή αθλήματα, τέχνες και εκπαιδευτικά ιδρύματα συμπεριφέρονται εξευγενισμένα.
Αντίθετα, αποκαλύπτει έναν κόσμο όπου οι εξουσιαστικές σχέσεις αναπαράγονται, επιβεβαιώνονται ή επιβάλλονται με τον πιο άμεσο, αδιαμφισβήτητο, και ζωώδη τρόπο: την εξαναγκαστική συνουσία. Μας αποκαλύπτει ότι η εκλεπτυσμένη κοινωνικοποίηση και η συμπεριλαμβανόμενη καλλιέργεια του εαυτού δεν μπορεί να εγγυηθεί τον δεοντολογικό αυτοπεριορισμό, δηλαδή την αίσθηση ότι «αν και η εξουσία που κατέχω μου επιτρέπει να γίνω επιβήτορας, εγώ αποφασίζω να μην την εκμεταλλευτώ». Όχι μόνον δεν εγγυάται, αλλά αντίθετα μπορεί να μετατραπεί σε έξοχο εργαλείο χειραγώγησης ατόμων που για τον θύτη μετρούν μόνον ως περιπτώσεις αυτο-επιβεβαίωσής του. Και έτσι λειτούργησε αυτός ο «τρόπος» ώσπου κάποιο θύμα αναφώνησε «ο βασιλιάς είναι γυμνός», θέτοντας σε κίνηση την αρχαία διαδικασία που κάθε γνώστης του αρχαίου δράματος (οποία ειρωνεία!) γνωρίζει: Ύβρις → Άτη → Νέμεσις → Τίσις, όπου κάποιος που αψηφά τα ηθικά όρια της ύπαρξής του παραβαίνει τα ιερά σύνορα των συνανθρώπων του επιφέροντας στο τέλος την κοινωνική απαξία του.
Η Covid19, με τη σειρά του, μάς επιβάλει να θυμηθούμε αυτό που μεταπολεμικά ως παγκόσμιος τεχνολογικός πολιτισμός νομίσαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας: μας υπενθυμίζει ότι το σώμα μας είναι πάντοτε ευάλωτο, έρμαιο τυφλών εξελικτικών διαδικασιών φυσικής ελάττωσης μεγάλων πληθυσμών που η «Μητέρα» Φύση αποφασίζει να αποδεκατίσει. Και ότι η απειλή δεν είναι κάπου εκεί, έξω από τον κοινωνικό μας περίγυρο, αλλά εμφωλεύει στις άμεσες, σωματικές, κοινωνικές μας επαφές, είτε με οικείους ανθρώπους, είτε στη στιγμιαία επαφή με κάποιον περαστικό.
Κατ’ αρχήν λοιπόν, αν και με εξαιρετικά διαφορετικό τρόπο, ακραίως ανήθικες πράξεις όπως ο βιασμός, ή οντότητες που καθαυτά είναι «πέρα από το καλό και το κακό», όπως ένας κορονοϊός, μας υπενθυμίζουν ότι ο πολιτισμός, είτε στην ηθική διάστασή του, είτε στην τεχνολογική του, δεν έχει εξαλείψει το σώμα ως ενεργητικό ή παθητικό φορέα δεινών.
Όμως αυτά τα δεινά δεν είναι πέρα από τις ικανότητές μας να τα αντιμετωπίζουμε. Είναι ευχής έργον ότι ο ίδιος αυτός ο πολιτισμός μας, τόσο στην ηθική-θεσμική, όσο και στην τεχνολογική του διάσταση μάς παρέχει τα όπλα να τα αντιμετωπίσουμε. Κατά την πρώτη διάσταση, ένα πλέγμα θεσμών και λόγων που καταδικάζουν τον θύτη αντί για το θύμα, και που επιβραβεύουν την υπεύθυνη αντί για την ανομική συμπεριφορά, είναι ήδη στη διάθεσή μας. Όσο για την δεύτερη, την τεχνολογική διάσταση, τόσο τα διάφορα μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης και ενημέρωσης, όσο και τα εμβόλια υπόσχονται ότι η πανδημία δεν θα εξαλείψει τα τεράστια τμήματα του πληθυσμού που άλλες πανδημίες αφάνισαν στο παρελθόν.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι στο τέλος της διαδικασίας αντιμετώπισης αυτών των δεινών η ζωή μας, είτε ατομικά, είτε συλλογικά, θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση. Αν μη τι άλλο, η ζωή μας θα έχει προσαρμοσθεί σε καινούργια πλαίσια με θετικές και αρνητικές επιπτώσεις. Και αν ο μεγάλος νικητής θα είναι ο συγκροτημένος, επιγνωστικός και αυτοπειθαρχούμενος εαυτός, αλλά και το τεχνοκρατικό κράτος-προστάτης, οι μεγάλοι ηττημένοι θα είναι ο αυθορμητισμός και η σωματικότητα της κοινωνικής διάδρασης. Η εξ αποστάσεως και συμβολαιακή-συμβατική κοινωνική διάδραση, αλλά και το κράτος ως επιβλέπων υπερ-φορέας ηθικής και τεχνοκρατικής αυθεντίας, αποκτούν ένα πλεονέκτημα που ίσως θα αποδειχθεί μόνιμο – θα εξαρτηθεί από την έκταση που θα λάβει η θεσμοθέτησή τους.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η διπλή κρίση επιβεβαιώνει ότι τόσο η σχέση ατόμου με άτομο, όσο και η σχέση ατόμου-κράτους σε καμία περίπτωση δεν ακολουθούν δεδομένες, προδιαγεγραμμένες, τροχιές. Ελευθερία και εξάρτηση, εξουσία και λογοδοσία, φυσιολογικότητα και τεχνοκρατία, συνεχώς αναδιαμορφώνονται παρασύροντας την ανθρωπότητα σε ένα ταξίδι χωρίς ξεκάθαρο προορισμό.
*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας, Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας, Διευθυντής Θερινού Σχολείου Cultural Trauma Πανεπιστήμιο Αιγαίου