Του Δημήτρη Καμπουράκη
Μου το 'χε πει κυβερνητικός -τότε- βουλευτής, την σκληρή χρονιά του 2014, σε μια στιγμή προσωπικής χαμηλόφωνης εξομολόγησης: «Το χειρότερο δεν είναι αυτό που αντιμετωπίζω στον δρόμο, φροντίζω άλλωστε να μην πολυκυκλοφορώ. Πιο εφιαλτικά είναι τα βράδια που συζητώ με την γυναίκα μου και καταλήγουμε ότι του χρόνου δεν θα ξέρουμε πως θα τα βγάλουμε πέρα».
Λοιπόν αγαπητοί μου, σε περιόδους πολιτικών κλυδωνισμών και ασταθών ισορροπιών, μην αξιολογήσετε ποτέ ως σημαντικά αυτά που λένε δημοσίως οι υπουργοί και οι βουλευτές της –κατά πάσα βεβαιότητα- απερχόμενης πλειοψηφίας. Αυτής που τώρα έχει τα προνόμια, τα οφίτσια και τα ταρατατζούμ της εξουσίας. Αν θέλετε να μάθετε τι πραγματικά σκέφτονται και τι –εν τέλει- θα καθορίσει την στάση τους, θα 'πρεπε να είχατε έναν τρόπο να κρυφακούσετε τις νυχτερινές συζητήσεις με τις ή τους συζύγους τους. Κι επειδή αυτό δεν γίνεται, κρατάτε μικρό καλάθι όταν ακούτε από τηλεοράσεως διάφορα ηρωικά περί «αραγούς πλειοψηφίας» ή «κοινοβουλευτικής ομάδας που είναι μπετόν-αρμέ».
Κατά την διάρκεια της μέρας, ο σημερινός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ συζητά με τους συναδέλφους του στη Βουλή, ανταλλάσσει κοινότοπους προβληματισμούς και εκτιμήσεις με οικεία πρόσωπα ή υπαλλήλους του που δεν τον κακοκαρδίζουν, επαναλαμβάνει στα τηλεοπτικά στούντιο κατά λέξη αυτά που λέει το non paper του Μαξίμου, βλέπει και τίποτα πολίτες που ψάχνουν για ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις, οπότε τους λένε τα καλύτερα. Το πρόβλημα αρχίζει όταν χρειαστεί να βγει στον δρόμο όπου ο κάθε αγαναχτισμένος μπορεί να του πετάξει την κουβέντα του και ο πραγματικός τρόμος για το μέλλον έρχεται το βράδυ όταν κάτσει μόνος ή με τη γυναίκα του στην ησυχία του σπιτιού του.
Εκεί αναπολεί το ένδοξο παρελθόν –πριν μόλις τρία χρόνια δηλαδή- που η ζωή του ήταν σκεπασμένη από τις θριαμβικές ιαχές του πλήθους και από την ανέμελη σιγουριά για μακροβιότητα του Αλέξη και του Πάνου στην εξουσία. Κάνει τις συγκρίσεις και τα βλέπει μαύρα, παρά τα όσα είπε στον Αυτιά λίγες ώρες νωρίτερα. Κοιτά και ξανακοιτά στο κομπιούτερ τις δημοσκοπήσεις και αναρωτιέται πόσοι σταυροί του έχουν απομείνει απ' αυτούς που πήρε την προηγούμενη φορά και πόσους βουλευτές βγάζει το κόμμα του στην εκλογική του περιφέρεια, αφού όλα δείχνουν ότι θα 'ρθει δεύτερο και καταϊδρωμένο στην επικράτεια. Και δεν του βγαίνει ο λογαριασμός.
Τα συζητά με την γυναίκα του ή αν πρόκειται για βουλευτίνα με τον άντρα της. Λογικό. Επίκειται δραματική αλλαγή στον οικογενειακό προγραμματισμό και πρέπει να την αντιμετωπίσουν. Τα πέντε με έξι χιλιάρικα εισόδημα τον μήνα, χώρια οι υπόλοιπες έμμεσες απολαβές, αναμένεται να μειωθούν δραστικά ίσως και να μηδενιστούν. Ξαναρχίζει λοιπόν από κει που ξεκίνησε και μάλιστα δίχως το κύρος που είχε κάποτε. Δεν θα έχει δραχμή, με τους παλιούς φίλους και γνωστούς να μην τον πολυχαιρετούν στον δρόμο. Και οι οικογενειακές υποχρεώσεις; Βουλευτής έξι χρόνια πια, από το 2012 ως το '18 ή το '19, διατήρησε τις υποχρεώσεις στο παλιό επίπεδο ή τις προσάρμοσε σταδιακά στα βουλευτικά δεδομένα; Κι αν έγινε το δεύτερο, που είναι το πιθανότερο, πως θα τα βγάλει πέρα την επομένη της καταραμένης κάλπης;
Το έτερο ήμισυ, σε ορισμένες περιπτώσεις συμπαρίσταται και κρατά χαρακτήρα, σε ορισμένες πάλι παραφουσκώνει τις ανασφάλειες και τους προβληματισμούς του. Λογικά και ανθρώπινα πράγματα. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο, ανεβαίνει έρποντας και σιγά-σιγά το απευκταίο ερώτημα που τόσο καιρό προσπαθούσε να απωθήσει στα κατάβαθα της συνείδησης του: «Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω μήπως και διασωθώ;» Δεν έχετε επίγνωση πόσο διαβρωτικό είναι αυτό το ερώτημα όσο περνά ο καιρός, ειδικά αν η σκέψη υποδεικνύει κάποια ανεπαίσθητα μονοπάτια διαφυγής. Τότε αρχίζει η ύπουλη διεργασία κάθε νύχτας, ανομολόγητη στους υπόλοιπους. Κι αν μεν ο βουλευτής είναι του ΣΥΡΙΖΑ, οι δρόμοι προς άλλο κόμμα ή άλλη καριέρα μοιάζουν κλειστοί. Αν όμως είναι των ΑΝΕΛ…;