Ανεξάρτητα από το ιδεολογικό/πολιτικό στίγμα των κυβερνήσεων και καθεστώτων που έχουν κυβερνήσει τη γειτονική μας χώρα, η πάγια τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα σχετικά με τις διαφορές μας στο Αιγαίο, χαρακτηρίζεται από την προσήλωση στην επιλεκτική νομική ερμηνεία και τη σώρευση επιχειρημάτων που ως επί των πλείστων στερούνται νομικής βάσης.
Επίσης, με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, το εφαρμοστέο δίκαιο στις μεταξύ μας διαφορές είναι το διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό συμπίπτει με τις συμβατικές διατάξεις. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι βασικά ελληνικά επιχειρήματα, όπως η παραγωγή θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας από τα νησιά, το δικαίωμα σε αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ναυτικών μιλίων και η εφαρμογή της αρχής της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης, δεν αμφισβητούνται.
Σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις, η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης διέπεται από: α) το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926 που οριοθετεί την περιοχή νοτίως των εκβολών του ποταμού Έβρου, β) την ιταλο-τουρκική Συμφωνία και το Πρωτόκολλο του 1932 για τα Δωδεκάνησα, στα οποία η Ελλάδα διαδέχθηκε την Ιταλία με τη Συνθήκη Ειρήνης του 1947, και γ) την αρχή της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης στο υπόλοιπο Βορειοανατολικό Αιγαίο (νοτίως των εκβολών του Έβρου και μέχρι τα νότια της Σάμου) ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης. Ακολούθως, για την Ελλάδα οι μόνες νομικές διαφορές που υπάρχουν με την Τουρκία σχετίζονται με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Η υφαλοκρηπίδα, ως μια γεωλογική πραγματικότητα, υφίσταται εξαρχής και αυτοδικαίως. Με άλλα λόγια, τα παράκτια και νησιωτικά κράτη «γεννιούνται» με υφαλοκρηπίδα και συνεπώς απομένει μόνο να την οριοθετήσουν. Αντίθετα, η ΑΟΖ καλύπτει το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας και προσθέτει τα υπερκείμενα ύδατα, και τα κράτη πρέπει πρώτα να την ανακηρύξουν/θεσπίσουν και στη συνέχεια να την οριοθετήσουν.
Το μέγιστο εύρος και των δύο ζωνών φθάνει στα 200 ν.μ., όμως αυτός ο κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Αιγαίο. Αυτό συμβαίνει, διότι η απόσταση ανάμεσα στις νησιωτικές ακτές μας και τα μικρασιατικά παράλια οδηγεί σε αλληλεπικαλύψεις, και συνεπώς, αμφότερες οι ζώνες πρέπει να χαραχθούν με βάση την αρχή της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα δεν έχει καταθέσει συντεταγμένες για να προσδιορίσει τα όρια της υφαλοκρηπίδας της, ούτε και έχει ανακηρύξει ΑΟΖ και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα οριοθέτησής της. Συναφώς, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, έστω και μερική, είναι σημαντική, διότι μετά την πρόσφατη ελληνο-ιταλική συμφωνία, επιχειρούμε να εφαρμόσουμε ομοιόμορφα αρχές και κανόνες του δικαίου της θάλασσας που είναι αντίθετες με τις τουρκικές θέσεις.
Η Τουρκία θεωρεί τα 6 ν.μ. ως ανώτατο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο και φαίνεται να αποδέχεται την οριοθέτηση στο Βορειοανατολικό Αιγαίο με βάση την αρχή της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης. Ωστόσο, αμφισβητεί το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. Μάλιστα, ήδη από το 1995 η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει και στρατιωτικά μέσα για να εμποδίσει την επέκταση της ελληνικής χωρικής θάλασσας στα 12 ν.μ. (casus belli), γεγονός που σαφώς παραβιάζει τον θεμελιώδη κανόνα της απαγόρευσης της απειλής χρήσης βίας.
Κατά την τουρκική άποψη, ο κανόνας των 12 ν.μ. δεν έχει εθιμική ισχύ και στην περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, διότι θα οδηγήσει σε ελληνική κυριαρχία στο 72% περίπου του Αιγαίου, ενώ η τουρκική θα περιοριστεί σε κάτι λιγότερο του 9%. Κατά πάγια πρακτική, η Τουρκία επικαλείται ειδικές συνθήκες/περιστάσεις στο Αιγαίο για να προβάλλει την άποψη πως οποιαδήποτε οριοθέτηση πρέπει να γίνεται με όρους αμοιβαιότητας, ενώ παράλληλα θέτει το ζήτημα της πρόσβασής της στην ανοιχτή θάλασσα/διεθνή ύδατα.
Η επίμονη αντίθεση της Τουρκίας στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. συνοδεύεται με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου, δηλαδή το λεγόμενο γκριζάρισμα μετά την Κρίση των Ιμίων, καθώς επίσης και με τον ισχυρισμό ότι τα νησιά στο Αιγαίο παράγουν ελάχιστη ή και μηδενική επήρεια αναφορικά με τις υπόλοιπες ζώνες δικαιοδοσίας, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις τουρκικές θέσεις τα ελληνικά νησιά βρίσκονται στη λάθος μεριά της μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές των δύο κρατών, και αντιτάσσουν αμελητέα παράκτια μήκη απέναντι στον τουρκικό παράκτιο ηπειρωτικό όγκο. Ωστόσο, με βάση τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης στη Χάγη, οι θέσεις της Τουρκίας είναι νομικά εξαιρετικά αδύναμες και σαθρές.
Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι το σύμπλεγμα της Μεγίστης ανήκει στα Δωδεκάνησα, και πως ως νησιωτικό συγκρότημα που αποτελεί συνέχεια της συστάδας των νησιών του Αιγαίου, διαθέτει και μπορεί να αναπτύξει όλες τις θαλάσσιες ζώνες. Η επήρειά του είναι μια διαφορετική ιστορία που θα ξεκινήσει από τη μέση γραμμή/ίση απόσταση σύμφωνα με το δίκαιο των θαλάσσιων οριοθετήσεων. Το πού θα φθάσει, ώστε να επέλθει δίκαιο αποτέλεσμα, μπορεί να κριθεί στη Χάγη. Αλλά για να λύσεις πολιτισμένα και ειρηνικά τέτοιες διαφορές, χρειάζονται δύο καλόπιστα μέρη. Στην προκειμένη περίπτωση, λείπει και η καλοπιστία και το άλλο μέρος.
*Ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομική Σχολή ΑΠΘ