Του Ευτύχη Βαρδουλάκη*
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο Eurogroup η κυβέρνηση έχει να επιλέξει μεταξύ τριών δρόμων:
Πρώτος δρόμος, να κλείσει άμεσα την αξιολόγηση, με τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές ή κάποιες μικρές βελτιώσεις της τελευταίας στιγμής.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η συνοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ θα δοκιμαστεί. Αλλά ακόμα και αν τα μέτρα ψηφιστούν από την κυβερνητική πλειοψηφία, η κυβέρνηση
θα έχει τεράστιο πολιτικό κόστος. Θα έχει μετακινηθεί, μια ακόμα φορά, από τις "κόκκινες γραμμές" της και θα έχει προχωρήσει στη λήψη μέτρων που θα πλήξουν μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Και αυτό, χωρίς να διαθέτει πλέον τη στήριξη ή έστω την ανοχή που διέθετε παλαιότερα. Η περαιτέρω δημοσκοπική της κατάρρευση θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Ο δεύτερος δρόμος είναι η ρήξη με τους δανειστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα σηκώσει το λάβαρο της αντίστασης και θα προχωρήσει σε εκλογές καταγγέλλοντας τους δανειστές και αφήνοντας ουσιαστικά την καυτή πατάτα στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης καθώς οι πιθανότητες επανεκλογής του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θεωρούνται απειροελάχιστες.
Η άποψη αυτή κερδίζει συνεχώς έδαφος στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς πολλοί θεωρούν ότι με μία τέτοια ρητορική ο ΣΥΡΙΖΑ θα επανασυσπειρώσει μέρος της κοινωνικής του βάσης, θα χάσει αξιοπρεπώς και θα οργανώσει την πολιτική επιστροφή του, πιθανότατα το 2020 με τις τότε προεδρικές εκλογές.
Αυτό που δεν υπολογίζουν, βέβαια, είναι ότι ένα τέτοιο σενάριο, οι ψηφοφόροι μπορεί να το εκλάβουν ως απόδραση από προβλήματα που ίδιοι δημιούργησαν και η ψήφος τους να είναι άκρως καταδικαστική.
Ο τρίτος δρόμος είναι να μην κλείσει η αξιολόγηση και να μη γίνουν εκλογές. Το σενάριο αυτό, είναι ίσως το χειρότερο για την οικονομία, η οποία θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε μία παρατεταμένη αβεβαιότητα.
Η Ελλάδα δεν θα μπει στην ποσοτική χαλάρωση, η οικονομία δεν θα αποκτήσει καμιά αναπτυξιακή δυναμική. Θα υπάρξει επιβάρυνση του οικονομικού – αναπτυξιακού κλίματος και αυτό θα πλήξει ακόμα περισσότερο την πραγματική οικονομία.
Ακόμα και αν η κυβέρνηση καταφέρει να διαχειριστεί τις υποχρεώσεις της (ιδίως το μεγάλο ομόλογο του Ιουνίου) θα είναι δύσκολο έως αδύνατον, σε ένα τέτοιο κλίμα, να επιτευχθούν οι υπόλοιποι δημοσιονομικοί στόχοι, οι οποίοι στηρίζονται σε προβλέψεις που δύσκολα θα επαληθευθούν λόγω της όλης αποσταθεροποίησης. Ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017 – τον οποίο ήδη πολλοί θεωρούν ως υπερβολικά αισιόδοξο - θα πρέπει να θεωρείται από τώρα όνειρο απατηλό.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η κυβέρνηση θα έχει κερδίσει κάποιο χρόνο ζωής, αλλά σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και θα έχει απλώς μεταθέσει το πρόβλημα για αργότερα.
Δεν θα κάνω εκτιμήσεις για το ποιο δρόμο από τους τρεις θα επιλέξει η κυβέρνηση.
Είναι όμως απολύτως σαφές, ότι η λάθος ανάγνωση – για μία ακόμα φορά – των ισορροπιών και των δεδομένων στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, έχει εγκλωβίσει την κυβέρνηση σε επιλογές από τις οποίες δεν μπορεί να αποδράσει χωρίς σημαντικό κόστος. Όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τη χώρα και τους πολίτες της.
* Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος πολιτικής στρατηγικής και επικοινωνίας.