Του Κώστα Μποτόπουλου
Εκ των πραγμάτων το τέλος κάθε χρονιάς προσφέρεται για απολογισμούς. Ειδικά της χρονιάς που φεύγει προσφέρεται για συνολικότερους απολογισμούς, μιας και το 2019 θα είναι εκλογική χρονιά και, πιθανότατα, θα σημάνει το τέλος της παρούσας διακυβέρνησης.
Δουλεύοντας πρόσφατα πάνω στην εξέλιξη και τις συνέπειες του Brexit, σκέφτομαι πόσες ομοιότητες, αν και όχι με την πρώτη ματιά, έχει με την ελληνική περίπτωση και την ανάρρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Κι εδώ, όπως κι εκεί, είχαμε μια κοσμογονική αλλαγή, μέσα από τη λαϊκή ετυμηγορία και σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς και διάχυτης δυσανεξίας. Κι εδώ, όπως κι εκεί, η εκλογική νίκη στηρίχθηκε πάνω σε οφθαλμοφανή ψέματα, των οποίων, στη συνέχεια, η απόλυτα προβλέψιμη ανάδειξή τους ως ψεμάτων έγινε τεράστια προσπάθεια να παρουσιασθεί ως fake news.
Κι εδώ, όπως κι εκεί, οι νέοι κυβερνήτες παρέλαβαν μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, με τις χώρες τους σε βαθιά κρίση, την οποία επιβάρυναν ακόμα περισσότερο με τους χειρισμούς αλλά και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Κι εδώ, όπως κι εκεί, η αρχικά άκαμπτη και «εθνικά περήφανη» θέση -Brexit is Brexit στη Βρετανία, το τέλος των μνημονίων στην Ελλάδα- γύρισε γρήγορα στο αντίθετό της, αλλά όταν πλέον το αντίθετο αυτό είχε καταστεί χειρότερο από τη θέση εκκίνησης. Κι εδώ, όπως κι εκεί, όποιοι κράτησαν ανοιχτά τα μάτια βλέπουν ότι δεν υπάρχουν λύσεις, μόνον αδιέξοδα.
Ειδικά στη χώρα μας, νομίζω ότι τέσσερις πρωθυπουργικές φράσεις, δύο πριν φθάσει, και για να φθάσει, στην εξουσία, και δύο αφότου είχε αναλάβει, αλλά και κατά κάποιον τρόπο ήδη απολέσει, το τιμόνι της χώρας, εικονογραφούν εύγλωττα την πορεία από την άρνηση της πραγματικότητας ως τη βαριά επιδείνωσή της.
Οι δύο προεκλογικές φράσεις είναι βέβαια εκείνες για την «κατάργηση των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο» και για τις «αγορές που θα χορεύουν» υπό τους ήχους των ελληνικών νταουλιών. Δείχνουν αφενός ασύγγνωστη άγνοια του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η οικονομία στη σύγχρονη εποχή και αφετέρου συνειδητή προσπάθεια να προσφερθούν στον λαό διλήμματα και «λύσεις» που δεν στηρίζονταν σε κανένα δεδομένο του πραγματικού κόσμου (η αναλογία με το Brexit βρίσκεται στις εξαγγελίες περί «επανάκτησης της κυριαρχίας» και «πιο εύκολης συμφωνίας του κόσμου»).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε στον Έλληνα πρωθυπουργό, όπως αργότερα θα έδειχνε και στη Βρετανίδα ομόλογό του, ότι η συνοχή της και τα κοινά συμφέροντα των 27 χωρών είναι ισχυρότερα από «εθνικές ιδιαιτερότητες», ενώ οι περίφημες «αγορές» θα αποδείκνυαν και στους δύο ότι πίεση δέχεται αυτός που ζητά, όχι εκείνος που παραχωρεί.
Οι δύο φράσεις της εποχής της εξουσίας είναι πιο βαριές, γιατί αναδεικνύουν, η μία, πλήρη ανακολουθία έργων και λόγων και, η άλλη, βαθύ αμοραλισμό. «Θα είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος», ενώ η κυβερνητική πρακτική οδήγησε στη μεγαλύτερη υποχώρηση του κράτους δικαίου από τη Μεταπολίτευση και ύστερα.
«Στόχος μας είναι η κατάληψη και όχι απλώς η κατάκτηση της εξουσίας», αντίληψη που οδήγησε σε κομματισμό, φανατισμό, σκληρή πόλωση και ηθική κατάπτωση. Αυτή η κυβέρνηση υπονόμευσε τη δημοκρατία, όχι μόνο χωρίς να επιφέρει την παραμικρή πρόοδο, αλλά -είναι το μάθημα από τους απανταχού λαϊκιστές- βυθίζοντας το συλλογικό καράβι.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 21 Δεκεμβρίου