Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Η κυβέρνηση που σήκωσε την παντιέρα της σκανδαλολογίας για τα πεπραγμένα προκατόχων της στο χώρο της Υγείας και του φαρμάκου, ειδικότερα, δεν δίστασε, μέσα σε μια νύκτα, να αλλάξει βασικές παραμέτρους της τιμολόγησης των φαρμάκων, πρωτότυπων και γενόσημων, προσφέροντας «δώρα» μεγάλης αξίας στις εταιρείες του κλάδου και αδιαφορώντας για την επιβάρυνση του Δημοσίου και των ασθενών.
Η τιμολόγηση των πρωτότυπων φαρμάκων με βάση τις δύο χαμηλότερες τιμές της ευρωζώνης -και όχι με βάση τις τρεις χαμηλότερες τιμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης-, αλλά και η σημαντική αύξηση της αποζημίωσης των γενόσημων είναι δύο αλλαγές καίριας σημασίας στον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων, που προωθήθηκαν αιφνιδιαστικά, χωρίς δημόσια διαβούλευση και σοβαρή μελέτη των επιπτώσεών τους.
Με την ψήφιση του σχετικού νομού στη Βουλή, διαμορφώνεται ένα νέο και έντονα αμφισβητούμενο πλαίσιο σχετικά με την φαρμακευτική πολιτική της χώρας, που επαναφέρει στο προσκήνιο όλες τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Είναι αδιανόητο να κατατίθεται νομοσχέδιο τιμολογιακής πολιτικής φαρμάκου και να μην παρουσιάζονται οι προβλέψεις σχετικά με την εκτιμώμενη ετήσια φαρμακευτική δαπάνη από τις αναμενόμενες αλλαγές που θα επιφέρει ο νέος νόμος.
Σε ένα χώρο όπου… τα λεφτά είναι πολλά, αυτή η έλλειψη μελέτης οικονομικών επιπτώσεων ίσως να μην αποτελεί αθώα παράλειψη. Ακόμη, όμως, και η λιγότερο καχύποπτη προσέγγιση του θέματος, οδηγεί σε διόλου τιμητικά συμπεράσματα για το υπουργείο Υγείας: προδίδει, αν μη τι άλλο, σοβαρή δυσκολία και έλλειψη τεχνικών γνώσεων για την παρουσίαση μιας οικονομοτεχνικής μελέτης, η οποία θα έπρεπε να προσκομιστεί και να αναλυθεί με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου.
Η φαρμακευτική δαπάνη επηρεάζει άμεσα τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας, τον παραγωγικό ιστό των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων και τους χιλιάδες εργαζόμενους και επαγγελματίες υγείας. Τα αρνητικά αποτελέσματα της ατελούς πολιτικής φαρμάκου οδηγούν σε τεχνητές ελλείψεις σκευασμάτων και έχουν αντίκτυπο στον ασθενή, ο οποίος δεν ενημερώνεται επαρκώς για τη συμμετοχή του στη δαπάνη για φάρμακα.
Στις περιπτώσεις που επιλέγεται φάρμακο με λιανική τιμή υψηλότερη από την τιμή αποζημίωσης, ο ασθενής καλύπτει εκτός από την προβλεπόμενη θεσμοθετημένη συμμετοχή, το σύνολο της διαφοράς μεταξύ της τιμής αποζημίωσης και της λιανικής τιμής του φαρμάκου. Έτσι ο ασθενής, χωρίς να γνωρίζει πώς ακριβώς υπολογίζεται η συμμετοχή, καταβάλλει σχεδόν το σύνολο του κόστους του φαρμάκου από την εφαρμογή της υψηλής τελικής συμμετοχής.
Το αναγραφόμενο ποσό της συμμετοχής του στην ηλεκτρονική συνταγή μόνο ανακριβές ή παραπλανητικό μπορεί να θεωρηθεί, καθώς αυτό έχει οδηγήσει με βάση τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ για το 2018, η συμμετοχή των ασθενών να υπολογίζεται σε 680 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 261 ευρώ στην επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής-ασφαλιστικής τιμής.
Ο υπουργός Υγείας υπεραμύνθηκε των αλλαγών στη διαδικασία τιμολόγησης των φαρμάκων, ενώ τόνισε την ενεργοποίηση της Διακήρυξης της Βαλέτας (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Κύπρος, Μάλτα, Ιρλανδία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία), με στόχο την οργάνωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης προσιτών τιμών αποζημίωσης σε καινοτόμα φάρμακα (ογκολογικά, «ορφανά», βιολογικοί παράγοντες) που έχουν εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, αλλά δεν έχουν ακόμα κυκλοφορήσει και δεν έχουν τιμολογηθεί σε εθνικό επίπεδο.
Από αυτές τις τοποθετήσεις προκύπτει, εύλογα, ένα ερώτημα: το υπουργείο Υγείας έκανε συναντήσεις με τα τεχνικά κλιμάκια των χωρών της Διακήρυξης της Βαλέτας και θα ήταν χρήσιμο να μάθουμε από τα πρακτικά των συναντήσεων, εάν προτάθηκε ο συγκεκριμένος σχεδιασμός από το υπουργείο και εάν έγινε αποδεκτός από τις άλλες χώρες ή υπήρξαν αντιδράσεις. Μήπως η συγκεκριμένη διάταξη δεν ευνοεί ούτε τις χώρες τις Βαλέτας, αφού τεχνικά θα επηρεάσει τις τιμές αποζημίωσης στην χώρα τους;
Επισημαίνεται ότι, η Ελλάδα, είναι χώρα αναφοράς και επηρεάζει την τιμολογιακή πολιτική των άλλων χωρών λόγω της αυξομείωσης των τιμών. Είναι προφανές, επομένως, ότι επηρεάζεται άμεσα ο τρόπος υπολογισμού και η τελική τιμή αποζημίωσης στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., δίνοντας προφανή «κίνητρα» στις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες για να πιέσουν την ελληνική κυβέρνηση για αυξήσεις τιμών.
Η χάραξη στρατηγικής για συλλογική διαπραγμάτευση και αποζημίωση των καινοτόμων φαρμάκων από τις χώρες του Νότου είναι θετική, όμως για την επιτυχή έκβαση της θα πρέπει να έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενοι παράγοντες.
Πάλι με νόμο – έκπληξη, η Επιτροπή Διαπραγμάτευση τιμών φαρμάκων πέρασε στην εποπτεία του υπουργού, ενώ λειτουργούσε στον ΕΟΠΥΥ. Έτσι, παρόλο ότι λειτουργεί στο υπουργείο Υγείας Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκου σε συνδυασμό με την Επιτροπή Αξιολόγησης Φαρμάκου δεν έχουν επιφέρει ακόμη κανένα αποτέλεσμα, πέραν της συμφωνίας για την ηπατίτιδα c, η οποία ολοκληρώθηκε όσο η Επιτροπή λειτουργούσε στον ΕΟΠΥΥ.
Σε μια περίοδο αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και την εφαρμογή κλειστών προϋπολογισμών δεν δικαιολογείται η καθυστερημένη και μη αποδοτική λειτουργία των επιτροπών, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν επιτευχθεί επωφελείς συμφωνίες αποζημίωσης με τις φαρμακοβιομηχανίες.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από την ηγεσία του υπουργείου (η οποία εποπτεύει τις διαδικασίες) ότι οι επιτυχείς διαπραγματεύσεις στηρίζονται στην καλή προετοιμασία με την εφαρμογή τεχνικών που γίνονται σε ένα κατ' ελάχιστο σταθερό πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, ώστε να υπάρχουν αποδεκτά εργαλεία μέτρησης (πληθυσμός στόχος, κλινικής αποτελεσματικότητας, κόστους – οφέλους κ.α.) ενός αποτελέσματος διαπραγμάτευσης με την φαρμακοβιομηχανία, με βασικό μέλημα την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα.
Επιστέγασμα της προχειρότητας και της έλλειψης ουσιαστικής πολιτικής στην αποζημίωση φαρμάκου ήταν οι αιφνιδιαστικές αλλαγές στην τιμολόγηση, που υποκρύπτουν και μία ακόμη σοβαρή αντίφαση: από τη μια, στον ίδιο νόμο επιβάλλονται -μέσω αμφισβητούμενων «στατιστικών» αναλύσεων- εξοντωτικές κυρώσεις σε ιατρούς και φαρμακοποιούς, όταν δεν συνταγογραφούνται και εκτελούνται γενόσημα φάρμακα αντί των πρωτότυπων της ίδιας κατηγορίας και από την άλλη, διαμορφώνεται μια πολιτική αποζημίωσης που δεν ευνοεί τη διάθεση γενοσήμων, παρόλη την αξιοπιστία τους και την κλινική τους αποτελεσματικότητα.
Το τελικό συμπέρασμα είναι θλιβερό: η κυβέρνηση που κατηγορεί όλους τους προκατόχους της για σκάνδαλα ή κακοδιαχείριση στο χώρο του φαρμάκου αποδεικνύει σε κάθε ευκαιρία ότι αδυνατεί να χαράξει και να εφαρμόσει σοβαρή πολιτική για το φάρμακο και παλινδρομεί σε κακές πρακτικές του παρελθόντος. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι με τις αδιαφανείς μεθοδεύσεις της και τη συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης εξουσιών και αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Υγείας αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης των αγαθών της προθέσεων…
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, μέλος δ.σ. του ΕΟΠΥΥ.