Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Έχουν περάσει πια 46 χρόνια από εκείνη την Παρασκευή. Την στιγμή που όλα αυτά συνέβαιναν τότε κανένας από αυτούς που τα έζησαν σαν πρωταγωνιστές, εκείνοι που είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο και καλούσαν σε εξέγερση ενάντια στην χούντα με το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», δεν είχαν την εντύπωση ότι έκαναν κάτι ηρωϊκό, ότι η πράξη τους θα έμενε στην ιστορία.
Ήμουν ένας από αυτούς.
Μπορεί τότε να πιστεύαμε πολλά, τα περισσότερα τα έχει σκεπάσει η σκόνη του χρόνου, αλλά αν κάτι έχει μείνει στην θύμηση είναι η αίσθηση ότι μπορεί και να τα καταφέρναμε, ότι η χούντα μπορεί να παραδίνονταν, ότι δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί μας, ότι κάθε μέρα που περνούσε μας φαίνονταν ότι ο κόσμος αγκάλιαζε τις διακηρύξεις μας, κάθε μέρα και περισσότερος ερχόταν κοντά για να βοηθήσει και να μας συνδράμει. Όπως έχει μείνει και η μνήμη της καταστολής, οι σφαίρες που σφύριζαν στην Πατησίων και τους ανθρώπους που έπεφταν γύρω, πόσοι να ήταν, τι απέγιναν, η οργή, η μέθεξη και η δίψα για εκδίκηση. Και μετά ο φόβος, το έρεβος της άγνοιας, του πλήθους που προσπαθεί να σωθεί, μετά την βίαιη εκκένωση και τα τανκς.
Περισσεύουν από τότε οι αναλύσεις. Τι ήταν το Πολυτεχνείο, ποιοι οι πρωταγωνιστές, οι οργανωτές, ποιες οι συνέπειες, άμεσες και έμμεσες, όλα ζωγραφισμένα από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις εκείνης της στιγμής, όπως και από εκείνες που χτίστηκαν μετά, για να δικαιώσουν ή να καπηλευτούν απόψεις και γεγονότα.
Οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες των γεγονότων έγιναν πια ένα παζάρι όπου βασιλεύει η διαστρέβλωση και η συμβολική ανάγνωση της εποχής. Όπως και η δυσφήμιση. Κάθε χρόνο και χειρότερα.
Μικρές ομάδες αναρχομπάχαλων κάθε χρόνο προσπαθούν να μιμηθούν τα γεγονότα, προσπαθώντας και αυτοί, τα παιδιά μια καλοπερασμένης γενιάς, να κάνουν μια κατάληψη, οτιδήποτε, με την ψευδαίσθηση ότι και η δική τους πράξη, ποιος ξέρει, μπορεί να συγκλονίσει τον κόσμο και να γιορτάζεται στο μέλλον, δικαιώνοντας την ιδεοληψία τους.
Αν κάτι αγνοούν είναι ότι η ίδια η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν είχε, στον καιρό της, κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Έγινε από μια μικρή ομάδα ανθρώπων, χιλιάδες είπαν αλλά ποτέ δεν μετρήσαμε εμείς που είμαστε μέσα, και κατεστάλη με τα τανκς εκείνη την μοιραία Παρασκευή. Αν κάτι πέτυχε ήταν να ξεμασκαρέψει την προσπάθεια φιλελευθεροποίησης της χούντας του Παπαδόπουλου, την οποία ουσιαστικά έριξε για να την αντικαταστήσει με μία σκληρότερη ομάδα στρατιωτικών, την χούντα του Ιωαννίδη. Αν παλεύαμε για ελευθερία το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε ακόμα μεγαλύτερη καταπίεση.
Είναι αλήθεια ότι η χούντα Ιωαννίδη με την τυφλότητα της αυτοκτόνησε, με άλλη αφορμή, την τραγωδία της Κύπρου. Αλλά η πτώση της δεν μπορεί να αποδοθεί στο Πολυτεχνείο, στην αιτία (ή την αφορμή) που την δημιούργησε.
Αν κάτι άφησε η εξέγερση των φοιτητών τον Νοέμβρη του 1973 είναι μία ανάμνηση ενός μαζικού κινήματος, που δούλευε επί ένα σχεδόν χρόνο πριν, ενός κινήματος αμφισβήτησης μιας δικτατορικής διακυβέρνησης που ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει με ταχύτητα, όπου η νεολαία όλης της υφηλίου ανακάλυπτε καθημερινά νέες εκφράσεις στην συμπεριφορά, στην μουσική, στον τρόπο ζωής της, σε μία Ελλάδα όπου η αυξημένη ευημερία οδηγούσε όλο και περισσότερους να αναζητούν θεσμούς ελευθερίας και συμμετοχής, όλοι μας ασφυκτιούσαμε με τους απερίγραπτους αυταρχικούς απαρχαιωμένους και ρηχούς ανθρώπους που είχαν υφαρπάξει την εξουσία. Το χάσμα είχε μεγαλώσει και είχε γίνει πέρα από πολιτικό και βαθιά πολιτισμικό.
Αυτή η έκρηξη αμφισβήτησης και απαίτησης για ελευθερία και δημοκρατία ήταν αυτή που έσωσε την τιμή μιας Ελλάδας που είχε αφήσει να συμβεί η δικτατορία, η υφαρπαγή της εξουσίας από άξεστους και χαμηλής συγκρότησης ανθρώπους. Αυτή η αξία της εξέγερσης, ο ξεσηκωμός απέναντι στο αίσχος της χούντας, ήταν που έδωσε τον απαραίτητο συμβολισμό έτσι ώστε να προστεθεί το Πολυτεχνείο στις εμβληματικές εορτές της δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε η Μεταπολίτευση.
Είναι ο γενέθλιος μύθος της, η πέτρα πάνω στην οποία στήθηκε το οικοδόμημα της δημοκρατίας μας. Οι άνθρωποι χρειάζονται τους μύθους, όσο απλουστευτικοί ή ακόμα και μακριά στην πραγματικότητα και αν είναι αυτοί. Τι θα λέγαμε δηλαδή, τι θα θεωρούσαμε σαν ιδρυτικό μύθο της νέας κατάστασης μας, της δημοκρατίας μας, ότι αυτή θεμελιώθηκε πάνω στην απελπισία ενός φοβισμένου στρατηγού, του Γκιζίκη, που μπροστά στο φιάσκο της Κυπριακής τραγωδίας κάλεσε απελπισμένος τον Καραμανλή από το Παρίσι και του παρέδωσε όλη την εξουσία; Αυτό θα λέγαμε; Και πόσο συνεγερτικό θα ήταν;
Η Ελληνική κοινωνία, ή, αν προτιμάτε, η ελληνική πολιτική τάξη, έδωσε στο Πολυτεχνείο και στην εξέγερση αυτόν τον εμβληματικό χαρακτήρα και καθιέρωσε την επέτειο σαν γιορτή. Θα μπορούσαμε να πούμε από ντροπή, για την προηγούμενη ανοχή και αδιαμαρτύρητη παράδοση της στην διακυβέρνηση της χούντας.
Βοηθήσαμε, άθελα μας, να δημιουργηθεί ένας μύθος. Και να διαστρεβλωθεί πολλαπλώς. Και πολλές φορές ανοήτως.
Όλοι οι μύθοι υφίστανται την δοκιμασία και την φθορά του χρόνου. Το Πολυτεχνείο δεν είναι η εξαίρεση. Αν δοκιμάζεται με κάτι περισσότερο είναι με τις «εορταστικές εκδηλώσεις» μίμησης από κάποιους που δεν καταλαβαίνουν ούτε το ιστορικό πλαίσιο, ούτε τα γεγονότα, ούτε την συμβολική του χρήση. Αν δοκιμάζεται επίσης με κάτι είναι με την προσπάθεια ιστορικής αναθεώρησης, όχι του Πολυτεχνείου σαν τέτοιου, αλλά με τις φαντασιώσεις που έχουν κυκλοφορήσει πάνω σε αυτό. Αν δοκιμάζεται με κάτι ακόμα είναι η προσπάθεια να ενοχοποιηθεί μια γενιά, η λεγόμενη «γενιά της Μεταπολίτευσης», εκείνη που δημιούργησε το «ελληνικό θαύμα» της ανάπτυξης μετά το 1974, σαν τυχοδιώκτες που έχτισαν την καριέρα τους πάνω στα γεγονότα, όταν ελάχιστοι το έκαναν. Αν δοκιμάζεται τέλος με κάτι, εξαιρετικά, είναι με τις γιορτές στα σχολεία όπου ακούγονται συνήθως τερατολογίες.
Ποιος θα μας το έλεγε, εκείνη την νύχτα, που τρέχαμε χωρίς να ξέρουμε αν θέλουμε να σωθούμε ή να πεθάνουμε, μέσα στην σύγχυση που δημιουργούσαν οι πυροβολισμοί και οι κραυγές, ότι σχεδόν μισό αιώνα μετά θα αναρωτιόμαστε ακόμα και εμείς για το περιεχόμενο, τα κίνητρα και το νόημα των πράξεων μας. Και ότι άλλοι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν τότε γεννηθεί ακόμα, θα πίστευαν ότι ξέρουν καλύτερα από εμάς τι ακριβώς κάναμε εκεί.
Που ξέρεις, μπορεί να έχουν και δίκιο…