Ο Βαρουφάκης λοιπόν, αποκάλυψε ότι οι οδηγίες που είχε λάβει από τον Τσίπρα το 2015, ήταν να δώσει στους δανειστές τα υψηλά πλεονάσματα που ζητούσαν παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα εργασιακά. Ο Γιάνης βέβαια διαπρέπει στην διαστρέβλωση και την αρλουμπολογία, οπότε και αυτή του η «αποκάλυψη» θα ήταν μια ακόμα άνευ αξίας σαχλαμάρα, αν η ίδια η ζωή δεν έδινε δίκιο στον μέγα νάρκισσο της πολιτικής μας σκηνής.
Η «συνταγή» αυτή που περιγράφει ο Βαρουφάκης και απορρίπτει ο Σύριζα ως μύθευμα, ταιριάζει γάντι όχι μόνο στην λογική Τσίπρα, αλλά και στην πολιτική που ακολούθησε στην μετά-Γιάνη εποχή. Οπότε καμία χρεία δεν υπήρχε να τον καρφώσει ο Βαρουφάκης, η ίδια η εμπειρία από την διακυβέρνηση του Αλέξη απέδειξε ότι η εντολή αυτή υπήρξε (αν αποδεχτούμε ότι εκείνους τους τρελούς καιρούς κάποιος έδινε σαφείς εντολές εντός του τσίρκου που μας κυβερνούσε).
Η Κουμουνδούρου βέβαια απορρίπτει συνολικώς τέτοιες πληροφορίες, θέλοντας να μας πει ότι δεν έκανε «ανταλλαγές» με τους δανειστές. Αυτά είναι βλακείες, ακόμα και η Κουτσή Μαρία καταλαβαίνει πως όταν κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης κάτι δίνεις για να πάρεις κάτι άλλο. Δεν είναι κατακριτέα η ανταλλαγή αυτή καθ’ αυτή όταν η μια πλευρά είναι σε δύσκολη θέση, αρκεί αυτά που ρίχνει στο τραπέζι να είναι επαρκή έναντι αυτών που χάνει και αυτά που περισώζει να είναι προς όφελος όλων.
Για παράδειγμα, μπορούμε θεωρητικώς να κάτσουμε σ’ ένα τραπέζι με τον Ερντογάν για να συζητήσουμε τα μεταξύ μας προβλήματα. Αν του προτείνουμε να του δώσουμε δυο ελληνικά νησιά για να πάψει να απειλεί τα υπόλοιπα, τότε δεν θα φταίνε οι διαδικασίες της διαπραγμάτευσης και της ανταλλαγής, αλλά η μειοδοτική και ηλίθια λογική αυτών που βάλαμε να διαπραγματευτούν. Άρα, έχει αξία να δούμε τι πρότεινε η κάθε πλευρά.
Ότι ο Αλέξης έδινε στους δανειστές τα τραγικά υψηλά πλεονάσματα που ζητούσαν, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ήξερε ότι αυτοί τα θέλουν ως εγγύηση για την επιστροφή των δανεικών που μας είχαν δώσει. Αντιπρότεινε λοιπόν να του δώσουν τα εργασιακά, δηλαδή συλλογικές συμβάσεις, κατώτατους μισθούς, συνδικαλιστικά δικαιώματα, απολύσεις και άλλα παρόμοια, επί των οποίων οι δανειστές είχαν σαφή άποψη ότι είναι Σοβιετικού τύπου που δεν ταιριάζουν σε μια ελεύθερη ανταγωνιστική οικονομία.
Ο Αλέξης βέβαια ήξερε ότι τα υψηλά πλεονάσματα διαλύουν την βάση της οικονομίας και αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Το θεωρούσε όμως δευτερεύον. Ήξερε ότι θα τα εισπράξει από την μεσαία τάξη (που δεν ήταν εκλογική του πελατεία), ενώ δεν θα επενέβαινε στα εργασιακά που αποτελούν ιδεολογικό ταμπού για την αριστερά, αφήνοντας παράλληλα αλώβητες τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές συντεχνίες που τον στήριζαν.
Οι δανειστές απ’ την πλευρά τους, πιο ρεαλιστές απ’ τον Αλέξη, ήξεραν ότι μια οικονομία που θα υποχρεωνόταν να παράγει υψηλά πλεονάσματα ενώ θα συνέχιζε να έχει εργασιακές σχέσεις και αμοιβές του ανέμελου 2000, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα ανάκαμψης. Οπότε ήταν λογικό να αρνηθούν αυτή την ανταλλαγή, καθότι μακροπρόθεσμα υπονόμευε και την δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει τα υψηλά πλεονάσματα που τους ενδιέφεραν.
Οπότε φθάσαμε στην μετά-Γιάννη εποχή (μετά το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτέμβρη), στην οποία ο Αλέξης παράτησε τις διεκδικήσεις για τα εργασιακά και στην θέση τους ζήτησε κάτι άλλο: Επιδόματα έναντι πλεονασμάτων. Πάλι για την εκλογική του πελατεία, καθώς είχε την φαεινή ιδέα να μετατρέψει τα υποχρεωτικά πλεονάσματα σε εθελοντικά υπερ-υπερπλεονάσματα. Κι έτσι πορευτήκαμε ως την ήττα του μέσα από μια φορολογική χιονοστιβάδα, που είχε την ρίζα της σε 'κείνην την αρχική ιδέα του 2015 που θα μας περιέγραψε ο Βαρουφάκης, εν είδει φοβερής αποκάλυψης. Το ξέραμε Γιάνη, το ξέραμε…